Σήμερα, ο Μακρόν υλοποιεί την απόφασή του να μεταφερθούν στο Πάνθεον τα οστά του Μισάκ Μανουσιάν και της συντρόφισσάς του Μελινέ Ασαντουριάν-Μανουσιάν. Τι ειρωνεία: Είδαμε άντρες της Χωροφυλακής να μεταφέρουν τα λείψανα αυτού που εξόντωσαν!
Τα συνηθίζουν κάτι τέτοια οι γάλλοι ιμπεριαλιστές. Ενόψει ευρωεκλογών, ο Μακρόν είχε ανάγκη από λίγη αντιστασιακή λάμψη. Και δεν είχε κανένα πρόβλημα να παρουσιάσει έναν επαναστάτη, διεθνιστή κομμουνιστή, σαν άνθρωπο που «ενσαρκώνει τις οικουμενικές αξίες» της Γαλλίας και «κουβαλά ένα μέρος του μεγαλείου μας». Ποιος θα του ύψωνε αντίλογο; Το ξεφτιλισμένο «Κομμουνιστικό» Κόμμα που δεν μπορεί πια ούτε 3% να πάρει στις εκλογές ή ο καραγκιόζης σοσιαλδημοκράτης-τροτσκιστής Μελανσόν;
Εκείνο που προσπάθησε ο Μακρόν ήταν να αποκλείσει τη Λεπέν από τη φιέστα του πανθεονισμού του Μανουσιάν, όμως αυτή δήλωσε ότι θα πάει! Οι σκοπιμότητες είναι προφανείς. Ο Μακρόν προσπαθεί να αποκλείσει τη Λεπέν από τον «εθνικό κορμό» κι αυτή συνεχίζει την πορεία «δημοκρατικού εξευγενισμού» της, μην διστάζοντας να παραστεί υποκριτικά ακόμα και σε εκδηλώσεις τιμής προς έναν κομμουνιστή αντιστασιακό. Δεν της κοστίζει τίποτα, γιατί αυτό που εγκλείεται στο Πάνθεον της ιμπεριαλιστικής Γαλλίας είναι κάποια λείψανα, χωρίς το σημαινόμενό τους, την πραγματική ιστορία και το παράδειγμα ζωής του ανθρώπου από τον οποίο προήλθαν τα λείψανα.
Επειδή ο Μισάκ Μανουσιάν είναι δικός μας και όχι δικός τους, ας πούμε μερικά πράγματα γι’ αυτόν.
Γεννήθηκε την 1η Σεπτέμβρη του 1906 στο Αντιγιαμάν της υπό οθωμανική κυριαρχία Αρμενίας. Οι γονείς του ήταν αγρότες. Ο πατέρας του ήταν ένα από τα θύματα της γενοκτονίας των Αρμένιων το 1915. Λίγο αργότερα πέθανε και η μητέρα του. Ο Μισάκ και ο αδελφός του Καραμπέχ ακολούθησαν άλλους αρμένιους πρόσφυγες, περνώντας τα κοντινά σύνορα προς τη Συρία που ήταν τότε γαλλική αποικία. Επειδή τα παιδιά ήταν ορφανά, έγιναν δεκτά σε αποικιακό ορφανοτροφείο, όπου έμαθαν γαλλικά.
Το 1925, στα 19 του χρόνια, ο Μισάκ κατάφερε να φτάσει στη Μασσαλία, ως εργάτης χωρίς χαρτιά. Κάνοντας στην αρχή δουλειές του ποδαριού και μαθαίνοντας την τέχνη του τορναδόρου, κατάφερε να μετακομίσει στο Παρίσι και να πιάσει δουλειά σε ένα από τα εργοστάσια της Citroen. Εκεί, στη μεγάλη παραγωγή, συνδέθηκε με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, εντασσόμενος αρχικά στην «κόκκινη» CGT. Στη συνέχεια, έγινε μέλος του ΚΚ Γαλλίας (το 1934).
Παράλληλα με τη δουλειά του ως τορναδόρος και τη συνδικαλιστική δράση, ο Μισάκ έγραφε ποιήματα και περνούσε ώρες στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Εφτασε στο σημείο να γραφτεί στη Σορβόννη για να παρακολουθήσει μαθήματα λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ιστορίας και οικονομικών.
Με τον φίλο και συμπατριώτη του Κεγκάμ Ατματζιάν, που χρησιμοποιούσε το ποιητικό ψευδώνυμο Σέμα, δημιούργησαν δύο κομμουνιστικά λογοτεχνικά περιοδικά (στα αρμένικα), το Tchank («Απόπειρα») και το Mechagouyt («Πολιτισμός»). Ηταν οι πρώτοι που μετέφρασαν γάλλους ποιητές στην αρμένικη γλώσσα. Από το κόμμα τού ανατέθηκε να εκδώσει την αρμενόφωνη εφημερίδα Zangou (όνομα ποταμού της Αρμενίας), με την οποία έκανε δουλειά στην αρμένικη διασπορά. Παράλληλα, ήταν γραμματέας της Επιτροπής Αρωγής για την Αρμενία, που ανήκε στο ΜΟΙ (Κίνημα Μεταναστών Εργατών).
Τον Σεπτέμβρη του 1939, το γαλλικό καθεστώς, που βάδιζε ακάθεκτο προς το φασισμό, αποφάσισε να εκδιωχτούν οι αλλοδαποί από το Παρίσι. Ο Μισάκ Μανουσιάν έπιασε δουλειά ως τορναδόρος στη Ρουέν. Το 1940 επέστρεψε παράνομα στο Παρίσι και μπήκε στην κομματική δουλειά (το ΚΚΓ είχε ήδη κηρυχτεί παράνομο). Οταν οι γερμανοί ναζί εισέβαλαν στην ΕΣΣΔ, ο Μανουσιάν συνελήφθη από τις κατοχικές δυνάμεις. Δεν βρήκαν κάτι ενοχοποιητικό σε βάρος του και τον άφησαν ελεύθερο μετά από μερικές εβδομάδες.
Ο Μανουσιάν ήταν πλέον στέλεχος της Αντίστασης. Στάλθηκε από το κόμμα στο Παρίσι, ως στρατιωτικός διοικητής μιας ομάδας ανταρτών πόλης, που αποτελούνταν κυρίως από αλλοδαπούς εργάτες και από εβραίους. Αυτή η ομάδα, που περιλάμβανε γύρω στους 50 μαχητές και μαχήτριες, έγινε θρύλος, καθώς μέσα σε λίγους μήνες έκανε σωρεία σαμποτάζ και εκτελέσεων δωσίλογων μέσα στο Παρίσι (πάνω από 50 ενέργειες).
Στην «ομάδα Μανουσιάν» οφείλονται οι εκτελέσεις των δωσίλογων Μαρσέλ Ραϊμάν, Λιό Κνελέρ και Σελεστίνο Αλφόνσο. Το πιο δυνατό της χτύπημα, όμως, ήταν η εκτέλεση του στρατηγού των SS Τζούλιους Ρίτερ, υπαρχηγού της ναζιστικής διοίκησης στη Γαλλία.
Οι ναζί σκύλιασαν και διέταξαν την ηγεσία των Ειδικών Ταξιαρχιών, ειδικό τμήμα της δωσιλογικής γαλλικής αστυνομίας, να εκκαθαρίσει με κάθε μέσο αυτή την ομάδα. Οι ειδικευμένοι στον αντικομμουνιστικό αγώνα ασφαλίτες κατάφεραν να «σπάσουν» κάποιον σύνδεσμο και να φτάσουν στον Μανουσιάν και την ομάδα του. Συνέλαβαν τον Μανουσιάν και 22 συντρόφους του στις 16 Νοέμβρη του 1943. Τους βασάνισαν φρικτά, αλλά δεν τους πήραν λέξη. Μετά τους παρέδωσαν στους ναζί, οι οποίοι τους πέρασαν από μια δίκη-παρωδία και τους εκτέλεσαν στις 21 Φλεβάρη του 1944 (σαν σήμερα πριν από 80 χρόνια) στο Φορ Μον Βαλεριάν, έξω από το Παρίσι.
Σε επιστολή του προς την αγαπημένη του Μελινέ, που είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον κλοιό των χαφιέδων (το πρωτότυπο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον), ο Μισάκ έγραφε, μεταξύ των άλλων:
«Εντάχθηκα στον Απελευθερωτικό Στρατό ως εθελοντής στρατιώτης και πεθαίνω μια ανάσα πριν από τη νίκη και το στόχο. Ευτυχία σε όσους θα επιβιώσουν και θα απολαύσουν την Ελευθερία και την Ειρήνη του αύριο. Είμαι βέβαιος ότι ο γαλλικός λαός και όλοι όσοι αγωνίζονται για την ελευθερία θα ξέρουν πώς να τιμήσουν τη μνήμη μας με αξιοπρέπεια. Τη στιγμή του θανάτου, διακηρύσσω ότι δεν αισθάνομαι μίσος για τον γερμανικό λαό, ο καθένας θα έχει αυτό που του αξίζει ως τιμωρία και ως ανταμοιβή. Ο γερμανικός λαός και όλα τα άλλα έθνη θα ζήσουν ειρηνικά και αδελφικά μετά τον πόλεμο, ο οποίος σύντομα θα τελειώσει.
… Σύντομα θα πεθάνω με τους 23 συντρόφους μου με το θάρρος και τη γαλήνη ενός ανθρώπου που έχει πολύ καθαρή συνείδηση, γιατί προσωπικά δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν και αν έχω κάνει, το έκανα χωρίς μίσος. Σήμερα έχει λιακάδα. Κοιτάζοντας τον ήλιο και την όμορφη φύση που αγάπησα τόσο πολύ, θα πω αντίο στη ζωή και σε όλους εσάς, αγαπημένη μου γυναίκα και αγαπημένοι μου φίλοι. Συγχωρώ όλους όσους με πλήγωσαν ή όσους ήθελαν να το κάνουν, με εξαίρεση αυτόν που μας πρόδωσε για να σώσει τη ζωή του και αυτούς που μας κατήγγειλαν. Πολλή αγάπη σε σένα και στην αδερφή σου και σε όλους τους φίλους που με ξέρουν, κοντά και μακριά, σας έχω όλους στην καρδιά μου. Σε αποχαιρετώ. Ο φίλος σου, ο σύντροφός σου, ο σύζυγός σου.
Μανουσιάν Μισέλ»
Λίγο μετά την εκτέλεση των 23 κομμουνιστών ανταρτών πόλης, οι ναζί κυκλοφόρησαν στο Παρίσι την περιβόητη «Κόκκινη Αφίσα», με τις φωτογραφίες δέκα ανταρτών και τίτλο: «Οι απελευθερωτές; – Η απελευθέρωση από το στρατό του εγκλήματος». Στην κορυφή του τριγώνου η φωτογραφία του Μανουσιάν, συνοδευόμενη από τις λέξεις: «Αρμένιος, ηγέτης της συμμορίας, 56 βομβιστικές επιθέσεις, 150 νεκροί, 600 τραυματίες». Νόμιζαν ότι έτσι θα φοβίσουν τους Παριζιάνους, συκοφαντώντας στα μάτια τους την Αντίσταση. Πέτυχαν το αντίθετο. Η «Κόκκινη Αφίσα» έγινε σύμβολο ελευθερίας και η υποστήριξη στην Αντίσταση μεγάλωσε.
Οι εκπαιδευμένοι στο ψέμα και την προβοκάτσια σύγχρονοι Γάλλοι (δείτε τα αντικομμουνιστικά ντοκιμαντέρ που προβάλλουν τα κρατικά κανάλια και θα καταλάβετε τι εννοούμε) έφτασαν στο σημείο να φορτώσουν και την προδοσία του Μισάκ Μανουσιάν στον… Στάλιν. Τον πρόδωσε, είπαν, ένας ρουμάνος πράκτορας της GPU, που διηύθυνε έναν κρυφό μηχανισμό μέσα στο ΚΚΓ, παίρνοντας εντολές κατευθείαν από το Κρεμλίνο!
Γιατί το Κρεμλίνο να θέλει την εξόντωση μιας αντιστασιακής ομάδας, αρχηγός της οποίας ήταν ένα πιστό μέλος του κόμματος, που κάθε άλλο παρά αντισοβιετική στάση είχε επιδείξει; Πώς κολλούσε αυτός ο ισχυρισμός με το γεγονός ότι ο Μανουσιάν, προτού τον «ανακαλύψουν» οι Γάλλοι, είχε αναγνωριστεί αμέσως μετά το τέλος του πολέμου και τιμούταν ως κομμουνιστής ήρωας στην ΕΣΣΔ και τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας, με αρμένιους και ρώσους διανοούμενους να του αφιερώνουν ποιήματα και υμνητικά δημοσιεύματα στο σοβιετικό Τύπο;
Φτάσαμε στη δεκαετία του 1990 για ν’ ανοίξουν τα αρχεία της γαλλικής αστυνομίας και ν’ αποκαλυφθεί ότι την ομάδα Μανουσιάν κάρφωσε ο Ζοζέφ Νταβίντοβιτς, αντιστασιακός που συνελήφθη, βασανίστηκε, κάρφωσε και αφέθηκε ελεύθερος από τη Γκεστάπο, για να εκτελεστεί αργότερα από αντιστασιακούς που αντιλήφθηκαν ότι είχε γίνει επαγγελματίας ρουφιάνος.
ΥΓ. Αναφορά στην «Κόκκινη Αφίσα» κάνει και ο Πιέρ Σταμπούλ, στον πρόλογο του βιβλίου του Σαΐντ Μπουαμαμά «Η υπόθεση Ζορζ Ιμπραήμ Αμπνταλλά» (σελίδα 24 της ελληνικής έκδοσης).