Σαν σήμερα, το 1953, έφυγε από τη ζωή ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, ηγέτης των Μπολσεβίκων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της ΕΣΣΔ. Ο άνθρωπος που συγκέντρωσε και εξακολουθεί να συγκεντρώνει πάνω του το μίσος των αστών και των κάθε είδους πουλημένων στο κεφάλαιο οπορτουνιστών και αναθεωρητών.
Γιατί τόσο μίσος; Και ποιοι είναι αυτοί που το αναπαράγουν και το εκτοξεύουν σε τεράστιες ποσότητες σε κάθε ευκαιρία; Kάθε έντιμος άνθρωπος οφείλει –πριν από οτιδήποτε άλλο- να θέσει αυτό το ερώτημα.
Η απάντηση είναι προφανής. Οι άνθρωποι που εκτοξεύουν τους οχετούς λάσπης ενάντια στον Στάλιν, βγάζοντας ένα λυσσαλέο μίσος, είναι οι υπεύθυνοι για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Την εκμετάλλευση και την καταπίεση, την οικολογική καταστροφή, την πείνα και τον ξεριζωμό, τον πόλεμο. Μαζί τους εκείνοι που πρόδωσαν τους εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους της Γης και βγάζουν το παντεσπάνι τους αποπατώντας πάνω στην ιστορία του κινήματος της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πούτιν, για να κηρύξει τον πόλεμο στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Δύσης, εισβάλλοντας στο προκεχωρημένο φυλάκιό του, την Ουκρανία, χρειάστηκε πρώτα να επιτεθεί στην πολιτική των Μπολσεβίκων στο εθνικό ζήτημα, στον Λένιν και τον Στάλιν.
Ο Στάλιν υπήρξε το αντίθετό τους. Με συνέπεια και επιμονή, με διορατικότητα και βαθιά θεωρητική κατάρτιση, με αλύγιστο πνεύμα και αδιαλλαξία απέναντι σε κάθε αντισοσιαλιστική και αντιμαρξιστική παρέκκλιση. Επαναστάτης από τα εφηβικά του χρόνια, μέλος και στη συνέχεια ηγετικό στέλεχος του Κόμματος των Μπολσεβίκων, παράνομος, φυλακισμένος ή εξόριστος, στενός συνεργάτης του Λένιν, επικεφαλής της στρατιωτικής επαναστατικής επιτροπής των Μπολσεβίκων που οργάνωσε την εξέγερση τον Οκτώβρη του 1917, επίτροπος εθνοτήτων στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση, γραμματέας του κόμματος, σφράγισε με το έργο και τη δράση του τη θυελλώδη πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Και βέβαια, καθοδήγησε τη μεγαλειώδη αντίσταση του σοβιετικού λαού στην εισβολή των δολοφονικών στρατιών των ναζί, που στέφθηκε με τη νίκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι για να ξεκινήσει η διαδικασία της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, από την κλίκα των αναθεωρητών με επικεφαλής τον Χρουτσιόφ, χρειάστηκε πρώτα να χτυπηθεί και η προσωπικότητα του Στάλιν και όλες οι θεωρητικές του γενικεύσεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και το πέρασμα στην ανώτερη φάση του, τον κομμουνισμό.
Υπάρχει, βέβαια, το γνωστό ερώτημα: πώς έγινε δυνατή η παλινόρθωση του καπιταλισμού; Εμείς έχουμε δώσει τις απαντήσεις μας σε μια σειρά εκτενών άρθρων στη ΜΑΛΕΠ (Μαρξιστική-Λενινιστική Επιθεώρηση). Δεσμευόμαστε σύντομα να ψηφιοποιήσουμε αυτή τη μελέτη και να την αναρτήσουμε στο Κόντρα-eksegersi.gr, για να είναι προσβάσιμη σε όλους και όλες.
Σήμερα, τιμώντας τη μνήμη του κλασικού του μαρξισμού, θέλουμε να δώσουμε το λόγο στους ποιητές. Επειδή η λίστα των ποιημάτων των αφιερωμένων στον Στάλιν είναι τεράστια, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε την Ωδή στον Στάλιν (Oda a Stalin) του Πάμπλο Νερούδα. Η μετάφραση είναι του Μπάμπη Ζαφειράτου. Το σκίτσο είναι του Πάμπλο Πικάσο. Το έφτιαξε μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του Στάλιν και δημοσιεύτηκε στο γαλλικό λογοτεχνικό περιοδικό Les lettres françaises.
Πάμπλο Νερούδα
Ωδή στον Στάλιν
Στον Θάνατό Του (1953)
Σύντροφε Στάλιν, στεκόμουν πλάι στη θάλασσα στην Ίσλα Νέγρα,
κι αναπαυόμουν από μάχες και ταξίδια,
όταν το νέο του θανάτου σου έφτασε σαν πάταγος του ωκεανού.
Έπεσε πρώτα η σιωπή, βουβάθηκαν τα πάντα, κι ύστερα ήρθε απ’ τη θάλασσα ένα μεγάλο κύμα.
Από φύκια, από ανθρώπους κι από μέταλλα, πέτρες, αφρούς και δάκρυα ήταν φτιαγμένο αυτό το κύμα.
Από την ιστορία, το χώρο και το χρόνο συγκέντρωσε την ύλη του
κι υψώθηκε θρηνητικά πάνω απ’ τον κόσμο
ώσπου μπροστά στα μάτια μου σείστηκε η ακτή
και γκρέμισε την πόρτα μου το θλιβερό μαντάτο του
με μια κραυγή θεόρατη
λες κι άξαφνα συντρίφτηκε η γη.
Ήτανε στα 1914.
Στις φάμπρικες στοιβάζονταν ο σπαραγμός και τα σκουπίδια.
Οι πλούσιοι του νέου αιώνα
ξέσκιζαν με δαγκωματιές και μοίραζαν πετρέλαιο και νησιά, κανάλια και χαλκό.
Και ούτε μια σημαία τα χρώματά της δεν ξεδίπλωσε
χωρίς να ’χουν κηλίδες από αίμα.
Απ’ το Χονγκ Κονγκ ως το Σικάγο η αστυνομία
έψαχνε ντοκουμέντα και προβάριζε
τα μυδραλιοβόλα της στη σάρκα του λαού.
Πολεμικά εμβατήρια απ’ τ’ άγρια χαράματα
έστελναν στρατιωτάκους να πεθάνουν.
Ξέφρενος ήτανε των γκρίνγκος ο χορός
σε Παριζιάνικες μπουάτ τίγκα στην κάπνα.
Αιμορραγούσανε οι άνθρωποι.
Μια αιμάτινη βροχή
έπεφτε απ’ τη γη,
λεκιάζοντας τ’ αστέρια.
Και τότε πρεμιέρα έκαν’ ο θάνατος με σιδερένια πανοπλία.
Η πείνα
στους δρόμους της Ευρώπης
μπήκε σαν παγωμένος άνεμος φύλλα ξερά λιχνίζοντας και κόκαλα σπασμένα.
Σάρωνε το φθινόπωρο κουρέλια.
Σερνότανε ο πόλεμος στους δρόμους.
Μια μυρωδιά από χειμώνα κι από αίμα
ανάδινε η Ευρώπη
σάμπως σφαγείο παρατημένο.
Στο μεταξύ τ’ αφεντικά
του άνθρακα
του σίδερου
του χάλυβα
του καπνού
των τραπεζών
του φυσικού αερίου
του χρυσού
του αλεύρου
του νίτρου
της εφημερίδας El Mercurio
οι ιδιοχτήτες των μπουρδέλων
οι Βορειοαμερικάνοι γερουσιαστές
οι πειρατές,
σκασμένοι απ’ το χρυσάφι και το αίμα
όλου του κόσμου,
ήταν μαζί κι αφεντικά
της Ιστορίας.
Απάνω εκεί στρογγυλοκάθονταν
με φράκα, πνιγμένοι στη δουλειά
μοιράζοντας παράσημα,
επιταγές χαρίζοντας στην είσοδο
για να τις κλέψουν πάλι με την έξοδο,
προσφέροντας μετοχές απ’ το χασάπικο
και ξεκολλώντας με δαγκωματιές
κομμάτια του λαού και της γεωγραφίας.
Τότε με ντύσιμο απλό
κι εργατικό κασκέτο
μπήκε ο άνεμος,
εμπήκε του λαού ο άνεμος.
Ήταν ο Λένιν.
Άλλαξ’ η γη, ο άνθρωπος, η ζήση.
Ο επαναστάτης αέρας της λευτεριάς
σκόρπισε τα χαρτιά
τα λεκιασμένα. Γεννήθηκε μια χώρα
που δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει.
Μεγάλη όσο κι ο κόσμος, αλλά χωράει
ως και στην καρδιά του πιο
μικρού
εργάτη του γραφείου ή της φάμπρικας,
του πλοίου ή του χωραφιού.
Ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Δίπλα στον Λένιν
προχώραγε ο Στάλιν
κι έτσι, με άσπρη μπλούζα,
και με το γκρί κασκέτο του εργάτη,
ο Στάλιν,
με το γαλήνιο βήμα του,
μπήκε στην Ιστορία με συνοδιά
τον Λένιν και τον άνεμο.
Ο Στάλιν από τότε
έχτισε. Όλα
τα χρειαζούμενα. Παράλαβε ο Λένιν απ’ τους τσάρους
αράχνες και κουρέλια.
Ο Λένιν άφησε κληρονομιά
για μια πλατιά κι ελεύθερη πατρίδα.
Ο Στάλιν την εγέμισε
σχολεία και αλεύρι,
τυπογραφεία και μήλα.
Ο Στάλιν, απ’ το Βόλγα
μέχρι τα χιόνια
του απροσπέλαστου Βορρά
το χέρι του έβαλε κι απάνω του ένας άνθρωπος
που άρχισε να χτίζει.
Οι πόλεις γεννηθήκανε.
Οι στέπες τραγουδήσαν
πρώτη φορά με του νερού τα λόγια.
Τα ορυκτά
αναδύθηκαν,
βγήκαν
από τα σκοτεινά τους όνειρα,
υψώθηκαν,
κι έγιναν ράγιες και τροχοί,
λοκομοτίβες, σύρματα
που κουβαλάγανε ηλεκτρισμένες συλλαβές
σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.
Ο Στάλιν
έχτιζε.
Από τα χέρια του
ξεφυτρώσανε
σιτοβολώνες,
τραχτέρια,
σπουδαστήρια,
δρόμοι,
κι αυτός εκεί,
απλός όπως εσύ κι όπως εγώ,
άμα εσύ κι εγώ μπορούσαμε
να είμαστε απλοί όπως κι εκείνος.
Αλλά θα το μπορέσουμε.
Η απλότητά του κι η σοφία του,
η φτιαξιά του
από γλυκό ψωμί κι από ατσάλι αλύγιστο
μας βοηθάει να είμαστε άνθρωποι την πάσα ημέρα,
την πάσα ημέρα μάς βοηθάει να είμαστε άνθρωποι.
Να είμαστε άνθρωποι! Αυτός είναι
ο σταλινικός νόμος!
Δύσκολο να είναι κανείς κομμουνιστής.
Θα πρέπει να το μάθει.
Να είμαστε άνθρωποι κομμουνιστές
είναι ακόμα δυσκολότερο,
και πρέπει να το μάθουμε απ’ τον Στάλιν,
από την ήρεμή του δύναμη,
από την μπετονένια διαύγειά του,
την περιφρόνησή του
στα φληναφήματα,
στην κούφια αφηρημένη αρθρογραφία.
Αυτός επήγε κατευθείαν
στο ψαχνό
την ίσια δείχνοντας
ξεκάθαρη γραμμή,
μπαίνοντας στα προβλήματα
χωρίς τα λόγια εκείνα που κρύβουν
την κενότητα,
στο αδύναμο το κέντρο ακριβώς,
που θα διορθώσουμε με το δικό μας τον αγώνα,
κλαδεύοντας τ’ αγριόχορτα,
κάνοντας να φανεί το σχήμα των καρπών.
Ο Στάλιν είναι το καταμεσήμερο,
είναι η ωριμότητα ανθρώπου και λαών.
Το είδανε στον πόλεμο
οι γκρεμισμένες πόλεις
να βγάζει μέσα απ’ τα ερείπια
την ελπίδα,
και να την πλάθει απ’ την αρχή
για να την κάνει ατσάλι,
και να ορμάει με τη λάμψη της
συντρίβοντας
τα οχυρά του ερέβους.
Βόηθησε ως και τις μηλιές
της Σιβηρίας
να δώσουνε καρπό μέσα στην καταιγίδα.
Στα πάντα έμαθε
να μεγαλώνουν, να ψηλώνουνε,
το ’μαθε στα φυτά, στα μέταλλα,
στα πλάσματα τα ζωντανά και στα ποτάμια
να μεγαλώνουνε τα έμαθε,
καρπό να δίνουν και φωτιά.
Έμαθε σ’ όλους την Ειρήνη
κι έτσι σταμάτησε
με το φαρδύ του στήθος
τους λύκους του πολέμου.
Σταλινικοί. Με περηφάνια κουβαλάμε αυτό το όνομα.
Σταλινικοί. Αυτή είναι η ιεράρχηση της εποχής μας!
Σταλινικοί εργαζόμενοι, ψαράδες, μουσικοί!
Σταλινικοί χαλυβουργοί και του χαλκού γεννήτορες!
Σταλινικοί γιατροί, ποιητές και νιτρωρύχοι!
Σταλινικοί δικηγόροι, αγρότες, φοιτητές!
Σταλινικοί εργάτες, υπάλληλοι, Σταλινικές γυναίκες,
γεια και χαρά σας σήμερα! Το φως δεν έχει ξεθωριάσει
δεν έχει σβήσει η φωτιά,
όλο και μεγαλώνουνε
το φως και το ψωμί και η φωτιά κι η ελπίδα
της ακατανίκητης σταλινικής μας εποχής!
Στα τελευταία του χρόνια το περιστέρι,
η Ειρήνη, το περιπλανώμενο καταδιωγμένο τριαντάφυλλο,
καθίσανε στους ώμους του κι ο Στάλιν, ο γίγαντας,
το ανέβασε ψηλά ψηλά μέχρι το μέτωπό του.
Έτσι και οι λαοί οι πιο απομακρυσμένοι είδανε την ειρήνη.
Από στέπες και θάλασσες, λιβάδια και συνάξεις,
το βλέμμα των ανθρώπων στράφηκε
σ’ αυτόν τον φάρο με τα περιστέρια,
κι ούτε η έχθρα η ανήμερη ούτε των αιμοβόρων
το αλαζονικό δηλητήριο, ούτε το ύφος
του Τσόρτσιλ ή του Αϊζενχάουερ ή του Τρουχίγιο,
ούτε το ραδιενεργό αλύχτισμα των εξαχρειωμένων,
ούτε και τα βραχνά γρυλίσματα του νικημένου τσακαλιού,
μειώσανε στο ελάχιστο το επικό του ανάστημα
ούτε και που λερώσανε τη δύναμή του την νηφάλια.
Μπροστά στη θάλασσα της Ίσλα Νέγρα, το πρωί,
ύψωσα τη σημαία της Χιλής μεσίστια.
Ήτανε η ακτή ερημική και μια ασημένια ομίχλη
ένα γινότανε με του ωκεανού το μεγαλόπρεπο αφρό.
Μεσίστιο, μέσα στον κάμπο του γλαυκού,
και το μοναχικό αστέρι της πατρίδας μου,
ανάμεσα ουρανού και γης, έμοιαζε δάκρυ.
Πέρασε κάποιος χωριανός, χαιρέτησε συμπάσχοντας,
κι έβγαλε το καπέλο του.
Ένα παιδί ήρθε και μου άπλωσε το χέρι.
Κι αργότερα αυτός που ψάρευε αχινούς, ο γερο-βουτηχτής
και ποιητής
ο Γονσαλίτο, ήρθε κοντά και με συντρόφεψε κάτω απ’ τη σημαία.
«Ήτανε ο πιο σοφός απ’ όλους τους ανθρώπους», μου είπε
κοιτάζοντας τη θάλασσα με τα γέρικά του μάτια, με τα αρχαία
μάτια του λαού.
Κι ύστερα, για ώρα πολλή δε βγάλαμε μιλιά.
Ένα κύμα
ταρακούνησε τις πέτρες της στεριάς.
«Αλλά ο Μαλενκόφ θα συνεχίσει τώρα το έργο του», συμπλήρωσε
κι ανασηκώθηκε ο φτωχός ψαράς με το τριμμένο του σακάκι.
Τον κοίταξα κατάπληκτος και σκέφτηκα: Πώς, πώς το ξέρει;
Από πού, σε τούτη εδώ την έρημη ακτή;
Και το κατάλαβα ότι του το ’χε διδάξει η θάλασσα.
Κι εκεί, μες στην αγρύπνια μας, ένας ποιητής,
ένας ψαράς κι η θάλασσα, κοιτάζουμε
τον Καπετάνιο απόμακρα, όπου τραβώντας για το θάνατο
άφησε σ’ όλους τους λαούς, κληρονομιά, τη ζήση του.
Τα Σταφύλια κι ο Άνεμος, 1950-1953 (Santiago, 1954)
Ενότητα: VI. Είναι Πλατύς Ο Νέος Κόσμος – V. Στον Θάνατό Του
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Oκτωβρίου 2018.