Το 2006, στη μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το κυρίαρχο αίτημα των 1.400 ευρώ στον νεοδιόριστο εκπαιδευτικό (και σε όλο το λαό, όπως φωνάζονταν σε όλες τις διαδηλώσεις για να υπογραμμιστεί η αλληλεγγύη με όλους τους εργαζόμενους, αναπόσπαστο κομμάτι των οποίων είναι οι εκπαιδευτικοί) δεν φάνταζε εξωπραγματικό, δεν ήταν μια ανεδαφική διεκδίκηση.
Σήμερα, μετά τη λαίλαπα των Μνημονίων, της διαρκούς «επιτροπείας» και της οικονομικής κρίσης, που πλήρωσαν σκληρά εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, οι εκπαιδευτικοί έχουν χάσει τη γη κάτω από τα πόδια τους.
737 ευρώ είναι ο εξευτελιστικός μισθός του νεοδιόριστου στην εκπαίδευση χωρίς προϋπηρεσία (!), για να μη μιλήσουμε για την κατάργηση των δώρων και όλων των επιδομάτων που συμπλήρωναν τους έτσι κι αλλιώς πενιχρούς μισθούς για μια τόσο σοβαρή και υπεύθυνη δουλειά, που έχει να κάνει με τη μόρφωση των παιδιών, στην οποία κατά τα άλλα ομνύει υποκριτικά όλος ο αστισμός.
Πλην, όμως, οι εκπαιδευτικοί (αυτοί οι ελάχιστοι που διορίστηκαν παρά τις πραγματικές ανάγκες των δημόσιων σχολείων) οφείλουν να αισθάνονται ευτυχείς που επιτέλους διορίστηκαν -καταπώς διαφημίζει η Κεραμέως μετά από 12 τουλάχιστον χρόνια πλήρους αδιοριστίας- και δεν συνεχίζουν να γυρνούν σε όλες τις εσχατιές της Ελλάδας, ως αναπληρωτές, στηρίζοντας το δημόσιο σχολείο.
Βέβαια, ως αναπληρωτές -και επομένως φθηνοί και «ευέλικτοι»-, ήταν άξιοι και επαρκείς, τώρα, όμως που ήγγικεν η ώρα της μονιμοποίησης, μετά από δυο χρόνια υπηρεσίας, όπως ορίζει ο νόμος, πρέπει πρώτα να αξιολογηθούν από την διοικητική ιεραρχική καμαρίλα του υπουργείου Παιδείας της κυβέρνησης των α(χ)ρίστων, για να ξεφύγουν πια από την ανασφάλεια και την αγωνία της επιβίωσης και να πάψουν να είναι «όμηροι» του αστικού κράτους και της πολιτικής του.
Το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών, στο οποίο συνυπολογίζονται οι άθλιοι μισθοί, οι εργασιακές σχέσεις-γαλέρας (αναπληρωτές, ωρομίσθιοι, τριμηνίτες), η αύξηση του ωραρίου χωρία αύξηση του μισθού, οι απειλές, εκφοβισμοί, διώξεις, κ.λπ. για τον πλήρη έλεγχο και την υποταγή μέσω και της αξιολόγησης, πάει αντάμα με τη διαρκή υποχρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου, την κακοδιαχείρηση και τις λαμογιές από τους δήμους, που αποτελούν μακρύ χέρι της κεντρικής εξουσίας και παράλληλα έναν εύσχημο τρόπο για να απαλλάσσεται το αστικό κράτος από τις ευθύνες του (δες «αποκέντρωση»).
Τα απανωτά επεισόδια με την άθλια, επικίνδυνη και ανεπαρκή κτιριακή υποδομή και συντήρηση -οι πλημμυρισμένες αίθουσες, οι οροφές που πέφτουν στα κεφάλια των μαθητών, οι επικίνδυνοι αύλειοι χώροι και τώρα, δυστυχώς, και οι εκρήξεις σε λεβητοστάσια με νεκρό μαθητή- είναι διαρκή εγκλήματα του κράτους και όχι απλές αμέλειες.
Είναι προμελετημένα εγκλήματα γιατί τόσο κοστολογεί το αστικό κράτος και το κεφάλαιο το δημόσιο αγαθό της Παιδείας. Ως ένα πάρεργο, ως μια ανάγκη που δεν μπορεί να αποφύγει, προκειμένου να τροφοδοτήσει με στοιχειώδεις γνώσεις και δεξιότητες τους μελλοντικούς δούλους του, που θα του φέρουν τα προσδοκώμενα κέρδη.
ΥΓ. Επειδή «ο κόμπος έφθασε στο χτένι», με τους γλίσχρους μισθούς, την δυσθεώρητη ακρίβεια, τις τιμές της ενέργειας στα ύψη που κάνουν τον βίο αβίωτο, τις απειλές και τους εκβιασμούς με την αξιολόγηση που οδηγούν στην κατηγοριοποίηση και ανοίγουν το δρόμο των μελλοντικών απολύσεων, αλλά και την άρνηση να μονιμοποιηθούν οι εκπαιδευτικοί που διορίστηκαν το 2019-2020, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των εκπαιδευτικών ΔΟΕ και ΟΛΜΕ αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε μια υποτυπώδη κινητοποίηση.
Μια τρίωρη στάση για τα μάτια –την Πέμπτη 15/12, και συγκέντρωση στις 12:00 στα Προπύλαια και πορεία προς το υπουργείο Οικονομικών και τη Βουλή- για να μην τους πάρουν οι εκπαιδευτικοί με τις πέτρες. Μια κινητοποίηση δηλαδή που είναι πολύ μακριά από τις ανάγκες των καιρών.
Πατούν, βέβαια, πάνω στη βαθιά απογοήτευση, την αποστράτευση και την μη εμπιστοσύνη στη δύναμη της συλλογικότητας και του αγώνα από τη μεγάλη μάζα των εκπαιδευτικών, φαινόμενα για τα οποία έχουν βάλει και αυτές δραστικά το χεράκι τους, υπονομεύοντας κάθε εγερτήριο σκίρτημα.
Γιούλα Γκεσούλη