Δικαστικές προσφυγές κατά του αντιασφαλιστικού νόμου προαναγγέλλουν μια σειρά συνδικάτα εργαζόμενων και ελευθεροεπαγγελματιών.
Η αλήθεια είναι ότι αυτός ειδικά ο νόμος, με τις εκτεταμένες οργανωτικές αλλαγές που επιφέρει, τις κατατμήσεις και τις συγχωνεύσεις υφιστάμενων Ταμείων, περιλαμβάνει πολλές αντισυνταγματικές διατάξεις. Εμπειροι νομικοί «δείχνουν» το άρθρο 17 του Συντάγματος το οποίο απαγορεύει την απαλλοτρίωση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων «και στο βαθμό που αυτή έχει σχηματιστεί με εισφορές των εργαζομένων, αποτελεί παράνομη πράξη». Παράνομη είναι, επίσης, η παρέμβαση σε επικουρικά ταμεία που έχουν σχηματιστεί με συλλογικές συμβάσεις (χαρακτηριστικότερη η περίπτωση των τραπεζών), αλλά και γενικότερα στα επικουρικά ταμεία στα οποία δεν υπάρχει κρατική συμμετοχή, αλλά εισφορές μόνο των εργαζόμενων και των εργοδοτών.
Είναι, όμως, γνωστό ότι αυτές οι δικαστικές διαδικασίες τραβούν σε μάκρος, ενώ το τελικό αποτέλεσμά τους εξαρτάται από τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, έχοντας ξεπουλήσει αισχρά τον αγώνα, προβάλλει τις δικαστικές προσφυγές ως… κλιμάκωση, για να κουκουλώσει τις ευθύνες της. Οι δικαστικές προσφυγές δε θ’ αλλάξουν την κατάσταση, αν δεν υπάρξει αγώνας των εργαζόμενων για τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Μπορεί να φέρουν κάποια προσκόμματα στην πρακτική εφαρμογή ορισμένων ρυθμίσεων του νέου νόμου, τη γενική του κατεύθυνση όμως δεν πρόκειται να την αλλάξουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η κυβέρνηση έχει στα χέρια της τη νομοθετική εξουσία, η οποία μπορεί να παρεμβαίνει και να ακυρώνει ακόμα και αρνητικές γι’ αυτή δικαστικές αποφάσεις.