Διαρθρωτικό μέτρο ναι, δημοσιονομικό όχι
Πυκνώνουν τα δημοσιεύματα που φέρουν την κυβέρνηση να θέτει ως έναν από τους βασικούς στόχους στο αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας, που θα καταθέσει σε δυο εβδομάδες στις Βρυξέλλες, τα προγράμματα «εθελούσιας εξόδου» εργαζόμενων από τις ΔΕΚΟ, κατά το πρότυπο της συμφωνίας που υπογράφηκε πρόσφατα στον ΟΤΕ ανάμεσα στη διοίκηση και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της επιχείρησης.
Τα προγράμματα αυτά έχουν σαφή στόχευση. Να μειώσουν τις θέσεις εργασίας και να ανατρέψουν τις εργασιακές σχέσεις που υφίστανται στις μεγάλες ΔΕΚΟ, που πλέον δεν είναι δημόσιες. Είναι γνωστό πως οι εργασιακές σχέσεις σ’ αυτές τις επιχειρήσεις είναι πολύ μπροστά σε σχέση με τον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Η μονιμότητα επέτρεψε τη δημιουργία ενός ισχυρού ρεφορμιστικού κινήματος, που τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 κατάφερε να κατακτήσει αρκετά πράγματα. Η απεργία ή ακόμα και η απειλή απεργίας σ’ αυτές τις επιχειρήσεις οδήγησε αρκετές φορές το κράτος σε συμβιβασμούς που συνήθως δεν κάνουν οι καπιταλιστές στον ιδιωτικό τομέα. Αρκετές φορές στο παρελθόν κατακτήθηκαν πράγματα προς όφελος συνολικά των εργαζόμενων, με αιχμή του δόρατος τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ.
Από την εποχή που ξεκίνησε η ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ, σε συνδυασμό και με τη μεγάλη υποχώρηση του ρεφορμιστικού συνδικαλιστικού κινήματος, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι διοικήσεις, λειτουργώντας με τα κριτήρια του πιο άγριου καπιταλισμού, έβαλαν σαν στόχο την ανατροπή των υφιστάμενων εργασιακών σχέσεων. Επειδή, όμως, αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει για τους ήδη εργαζόμενους, χρησιμοποιούν ως μοχλό ανατροπής τη δημιουργία εργαζόμενων πολλών ταχυτήτων. Σε πρώτη φάση αυτό έγινε με τη μέθοδο των εργολαβιών και υπεργολαβιών. Τμήματα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης άρχισαν να εκχωρούνται σε εργολάβους, οι οποίοι φυσικά απασχολούν προσωπικό που δεν έχει ούτε τις αποδοχές ούτε τις εργασιακές σχέσεις του μόνιμου προσωπικού. Η δεύτερη φάση ξεκινά τώρα, με το αραίωμα του παλιού προσωπικού και την πρόσληψη νέου με συμβάσεις σαν κι αυτές που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτή η τακτική, λοιπόν, θα προβληθεί από την κυβέρνηση στις Βρυξέλλες ως ένα αποτελεσματικό δημοσιονομικό εργαλείο. Είναι, όμως, τέτοιο; Θα επηρεαστεί καθόλου ο κρατικός προϋπολογισμός από την πρόσληψη κακοπληρωμένων εργαζόμενων στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ ή στον ΟΣΕ; Φυσικά όχι. Γιατί αυτές οι ΔΕΚΟ (οι μεγαλύτερες) δεν επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με σκοπό την απόδοση κέρδους στους μετόχους τους. Τα μέτρα αυτά, επομένως, δεν πρόκειται να επηρεάσουν τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν έχουν δημοσιονομικό ενδιαφέρον.
Εχουν, όμως, διαρθρωτική σημασία. Είναι απολύτως συμβατά με την κατεύθυνση της Λισαβόνας για μεγαλύτερη «ευελιξία», για γκρέμισμα των εργασιακών σχέσεων που περιλαμβάνουν κάποιες εγγυήσεις για τους εργαζόμενους και αντικατάστασή τους με εργασιακές σχέσεις της απόλυτης ασυδοσίας του κεφάλαιου, που αντιμετωπίζουν τον εργαζόμενο άνθρωπο σαν πρώτη ύλη. Το δημοσιονομικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν οδηγεί μόνο σε πιο σκληρή και πιο μακρόχρονη λιτότητα, αλλά γίνεται και μοχλός ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και ανασυγκρότησής τους σε πιο αντεργατική κατεύθυνση. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να προβλέψει ότι μετά τις ΔΕΚΟ σειρά θα έχει ο στενός δημόσιος τομέας.