Το άρθρο 13 του νόμου 3899/2010 της Λ. Κατσέλη, μνημονιακής υπουργού Εργασίας τότε και προέδρου της Εθνικής Τράπεζας τώρα, επί συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, προβλέπει:
«Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
Στο άρθρο 3 του ν. 1876 προστίθεται παράγραφος 5 Α ως εξής:
“5Α. 1α) Με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας οι αποδοχές και οι συνθήκες εργασίας είναι δυνατόν να αποκλίνουν από αυτές της αντίστοιχης κλαδικής σύμβασης εργασίας και όχι πάντως κατώτερα από το επίπεδο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας… Οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν από τις αντίστοιχες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας χωρίς περιορισμούς».
Σύμφωνα με τη ρύθμιση Κατσέλη, οι Ειδικές Επιχειρησιακές Συλλογικές Εργασίας υπερισχύουν των Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας. Προκειμένου η υπουργός του Γιωργάκη να δικαιολογήσει την εισαγωγή αυτής της καταστροφικής αντεργατικής διάταξης, έβαλε και το «τυράκι»: «Οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, με στόχο τη δημιουργία ή τη διατήρηση των θέσεων εργασίας». Ακόμη, προκειμένου να διευκολύνει τους καπιταλιστές που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους, η Κατσέλη εισήγαγε διάταξη, σύμφωνα με την οποία μπορούν να υπογράφουν ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας με τα εργοστασιακά σωματεία.
Η ιστορία αυτή δεν «περπάτησε» την περίοδο από το Δεκέμβρη του 2010 μέχρι το φθινόπωρο του 2011. Δεν υπογράφηκαν ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις που να αντιστρατεύονται τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας. Ετσι, η κυβέρνηση Παπανδρέου εισήγαγε νέα διάταξη, με το άρθρο 37 του νόμου 4024. Κατήργησε την παράγραφο 5Α του άρθρου 3 και εισήγαγε νέα διάταξη, σύμφωνα με την οποία μπορούν ακόμη και ενώσεις προσώπων να υπογράφουν ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι Ενώσεις Προσώπων όπου στήθηκαν έπαιξαν ρόλο καθαρά εργοδοτικό και γι’ αυτό μπήκαν μπροστά προκειμένου να συνάπτουν ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις προς όφελος των καπιταλιστών εργοδοτών.
Ακόμη με το ίδιο άρθρο εισήχθη διάταξη με την οποία οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων εργασίας κατά την περίοδο ισχύος του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ), δηλαδή την περίοδο 2015-2018. Υπουργός εργασίας ήταν ο Γ. Κουτρουμάνης, γιατί είχε απομακρυνθεί η Λ. Κατσέλη.
Ιδού οι σχετικές διατάξεις:
«Οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις συνάπτονται, κατά σειρά προτεραιότητας, από συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης που καλύπτουν τους εργαζόμενους ή σε περίπτωση που δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση, από ένωση προσώπων».
«Οσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ), η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυσμενέστερους από τους όρους εργασίας εθνικών συλλογικών συμβάσεων».
Ούτε η ρύθμιση με τις Ενώσεις Προσώπων «περπάτησε». Οπως διαπιστώσαμε, δεν υπογράφηκε καμία ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας ανάμεσα σε καπιταλιστές και Ενωση Προσώπων. Υπογράφηκαν μόνο τρεις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, από τις οποίες μόνο η μία υπερίσχυσε της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, με τη μείωση κατά 12% των μεικτών αποδοχών που προβλέπονταν από την κλαδική σύμβαση.
Οπως είδαμε προβλεπόταν ότι στις ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν πρέπει να περιέχονται όροι εργασίας δυσμενέστεροι απ’ αυτούς που προβλέπονται στην εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας. Επειδή, όμως, δεν υπογράφηκαν ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που να υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, η πρόβλεψη για υποδεέστερους όρους εργασίας υπονομεύτηκε με την 6η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Σύμφωνα μ’ αυτή, ο κατώτερος μισθός της ΕΓΣΣΕ των 751 ευρώ μειώθηκε κατά 22% και έγινε 586 ευρώ, ενώ για τους εργαζόμενους που είναι κάτω από 25 η μείωση ήταν 32% και ο κατώτερος μισθός έγινε 511 ευρώ.
Με την απόφαση αυτή η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου δεν περιορίστηκε μόνο στη συρρίκνωση του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ. Προχώρησε και στο πάγωμα των κλαδικών συμβάσεων και στη δραστική μείωση των επιδομάτων που προβλέπονταν από τις ισχύουσες κλαδικές συμβάσεις εργασίας. Συγκεκριμένα, με την 6η Πράξη του Υπουργικού πάγωσε ο βασικός μισθός των κλαδικών συμβάσεων εργασίας στα επίπεδα του Φλεβάρη του 2012 και περιορίστηκαν τα επιδόματα σε τέσσερα: επίδομα τέκνων, επιστημονικό επίδομα, βαρύ και ανθυγιεινό επίδομα και επίδομα τριετιών.
Επειδή, όμως, και μετά την 6η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν υπογράφηκαν ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που να υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, η γενική γραμματέας του υπουργείου Εργασίας Α. Στρατινάκη εξέδωσε στις 12 Μάρτη του 2012 μία εγκύκλιο ερμηνείας της 6ης Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία άναψε το πράσινο φως για το ψαλίδισμα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας μέσω των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Στη συνέχεια, ακολούθησαν και άλλες εγκύκλιοι υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Εργασίας που υπεραμύνονταν της εγκυκλίου Στρατινάκη.
Ο νέος υπουργός Εργασίας Π. Σκουρλέτης «παραίτησε» μεν τη Στρατινάκη (λογικό για κάθε υπουργό μιας νέας κυβέρνησης), αλλά δεν κατήργησε και τις εγκυκλίους της, στις οποίες στηρίχτηκαν οι καπιταλιστές-εργοδότες για να πετσοκόψουν τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας με τις νέες ατομικές συμβάσεις εργασίας που επέβαλαν στους εργαζόμενους με την απειλή της απόλυσης.
Είναι μαχητές οι ατομικές συμβάσεις εργασίας; Θεωρητικά μιλώντας, είναι μεν μαχητή η ατομική σύμβαση εργασίας και υπάρχει η δυνατότητα να κερδίσουν μια τέτοια υπόθεση οι εργαζόμενοι στα δικαστήρια, όταν η ατομική σύμβαση υπολείπεται αυτών που προβλέπονται στις ισχύουσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Απαιτείται, όμως, να μην έχουν υπογράψει οι εργαζόμενοι την ατομική σύμβαση εργασίας, γιατί τα δικαστήρια, στις περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι έχουν υπογράψει τις ατομικές συμβάσεις (παραβλέποντας ότι αυτό έγινε με την απειλή της απόλυσης) συνήθως απορρίπτουν την αγωγή και θεωρούν τις ατομικές συμβάσεις νόμιμες. Εχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα υποθέσεων που οι δικαστές καλούσαν τους εργαζόμενους να αποδείξουν ότι εκβιάστηκαν από την εργοδοσία και να εξηγήσουν γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων υπέγραψε τις ατομικές συμβάσεις.
Ομως, όσοι εργαζόμενοι τόλμησαν και αρνήθηκαν να υπογράψουν τις ατομικές συμβάσεις απολύθηκαν εν ψυχρώ από τους καπιταλιστές. Αυτό συνέβη ακόμη και σε συγκροτήματα των ΜΜΕ, από τα οποία απολύθηκαν ακόμη και δημοσιογράφοι. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι συνέβη σε επιχειρήσεις που δε συγκεντρώνουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας.
Προκειμένου να αποκατασταθεί η νομιμότητα, η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου οφείλει εδώ και τώρα να καταργήσει:
Πρώτον, με νόμο τις διατάξεις του άρθρου13 του νόμου 3899/2010 και του άρθρου 37 του νόμου 4024/2011, με τις οποίες οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Δεύτερον, με νόμο το καθεστώς των ατομικών συμβάσεων εργασίας, με τις οποίες κατακρεουργήθηκαν οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας .
Τρίτον, με υπουργική απόφαση την εγκύκλιο της Στρατινάκη και των άλλων υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Εργασίας.
ΥΓ1. Ο υπουργός Εργασίας Π. Σκουρλέτης επαναλαμβάνει συνεχώς ότι θα επαναφέρει τις ελεύθερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καταργώντας όλες τις μνημονιακές τροποποιήσεις του νόμου 1876/1990. Προς το παρόν έχουμε να πούμε, ότι μέσω αυτής της ρύθμισης αποσκοπεί να νομιμοποιήσει τις παράνομες ατομικές συμβάσεις εργασίας που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν οι εργαζόμενοι.
ΥΓ2. Η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου με το νόμο 4093/2012 αύξησε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στην κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από τα 65 στα 67 και με 15 χρόνια πλήρους ασφάλισης (4.500 ένσημα). Ο αναπληρωτής υπουργός Δ. Στρατούλης, ως υπεύθυνος της εργατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση, είχε ενημερωθεί από εμάς και περιορίστηκε στην υποβολή μιας γραπτής ερώτησης, για την οποία μάλιστα δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ενημερώσει τα μέλη και τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω μιας απλής ανάρτησης στην κομματική ιστοσελίδα, μολονότι η ερώτηση είχε υπογραφεί από 20 βουλευτές. Την ίδια τύχη είχε και η γραπτή απάντηση του υπουργού Εργασίας. Πάνω σ’ αυτό έχουμε πολλά να πούμε. Θα επανέλθουμε και θα προσπαθήσουμε να αναπτυχθεί κίνημα για την επαναφορά του ορίου ηλικίας από τα 67 στα 65.








