Το ‘χουν μάθει το μάθημά τους από τους Πασόκους οι Νεοδημοκράτες. Δεν ξεκινούν όπως παλιά ο Μητσοτάκης, που έπαιρνε φόρα κι όποιον πάρει ο χάρος. Θέλεις να περάσεις αντεργατικά μέτρα; Πρώτα πρέπει να δημιουργήσεις το κατάλληλο κλίμα. Να φανεί ότι εσύ ως κυβέρνηση στέκεις υπεράνω τάξεων και απλά παίρνεις μέτρα που εισηγούνται οι τεχνοκράτες, αφού πρώτα έχεις κάνει κοινωνικό διάλογο. Μέτρα μελετημένα που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οικονομίας και του τόπου, τα οποία έχουν μεν κάποιο κοινωνικό κόστος, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Εβαλαν, λοιπόν, μπροστά τους τεχνοκράτες να εισηγηθούν αντεργατικά μέτρα, στο όνομα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, η οποία έχει αναχθεί στη «μεγάλη ιδέα του έθνους» της περιόδου διακυβέρνησης της ΝΔ. Δεν είναι, βέβαια, και τόσο «μπάνικη» η νέα «μεγάλη ιδέα», αλλά τί να κάνουν οι δεξιοί; Ούτε ΟΝΕ ούτε Ολυμπιάδα έχουν στη διάθεσή τους, αναγκαστικά θα περιοριστούν στην ανταγωνιστικότητα.
Ας ξεκαθαρίσουμε, καταρχάς το θέμα της πολιτικής ευθύνης, για να μην παραμυθιαζόμαστε από διάφορους κωλοπετσωμένους δεξιούς (τύπου Μανώλη), που βγαίνουν στα «παράθυρα» και λένε πως αυτά είναι απόψεις κάποιων τεχνοκρατών, που σκέφτονται σκληρά, και όχι της κυβέρνησης. Την πολιτική ευθύνη αναλαμβάνει ο ίδιος ο υπουργός Ανάπτυξης Δ. Σιούφας, στον πρόλογο που έγραψε για την «Ετήσια έκθεση για την ανταγωνιστικότητα» (είναι ένα βιβλίο 200 περίπου σελίδων μεγάλου σχήματος). Γράφει: «Η Εκθεση Ανταγωνιστικότητας του 2004, έτους σημαντικής αλλαγής στη διακυβέρνηση της χώρας, θέτει σε νέα βάση την προσέγγιση του όλου θέματος, με συστηματική διεισδυτικότητα, αξιόπιστη μεθοδολογία και την αναγκαία τόλμη, αντιμετωπίζουμε τις παθογένειες και τις αγκυλώσεις της οικονομίας μας που έρχονται από το χθες. Οι προτάσεις που διατυπώνονται στην έκθεση θα μελετηθούν και θα τύχουν της κατάλληλης αξιολόγησης σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο».
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που χτυπά τώρα το στήθος της σαν κινηματογραφικός γορίλας, έχει καταθέσει τη δική της συνδρομή σ’ αυτό το ανοσιούργημα, αφού τα κορυφαία στελέχη της συμμετέχουν κανονικά ως μέλη στο «Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης», ο δε Π. Λινάρδος-Ρυλμόν, επιστημονικός σύμβουλος του ΙΝΕ, ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, ήταν μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που συνέταξε την έκθεση και απλώς μειοψήφισε. Σημασία, όμως, έχει ότι με την παρουσία του έδωσε το απαραίτητο κύρος σ’ αυτή την επιτροπή, που ανοίγει το δρόμο προς τον εργασιακό μεσαίωνα.
Και βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε την ένοχη σιωπή του Γιωργάκη, που όταν μίλησε δεν κατηγόρησε την κυβέρνηση για την ουσία των θέσεών της, αλλά γιατί δεν τις προωθεί με κοινωνική συναίνεση. Απευθύνθηκε, δηλαδή, στους καπιταλιστές, λέγοντάς τους ότι μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μπορεί να προωθήσει τα ίδια μέτρα με μικρότερη κοινωνική ένταση και χωρίς το ενδεχόμενο κόστος απεργιών.
Ας δούμε, όμως, τι εισηγούνται οι τεχνοκράτες (λειτουργώντας ως προπομποί των πολιτικών, ξεκινώντας από τις βασικές διαπιστώσεις τους, που είναι οι εξής:
– Οι μισθοί είναι που φταίνε για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Γιατί οι αυξήσεις μισθών στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερες από τις άλλες χώρες της ΕΕ, τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, της Βαλκανικής και αρκετές χώρες της Μεσογείου.
– Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε υπέρμετρα και οδήγησε σε απώλεια ανταγωνιστικότητας.
– Από τη σκοπιά των επενδυτών η αγορά εργασίας παρουσιάζει δυσκαμψίες και τα βήματα που έγιναν την τελευταία 15ετία στην κατεύθυνση της ευελιξίας είναι εξαιρετικά δειλά σε σύγκριση με άλλες χώρες, με αποτέλεσμα η ήδη χαμηλή συγκρειτικά θέση της ελληνικής οικονομίας να μη βελτιώνεται.
Αφού, λοιπόν, για όλα φταίνε οι… χαραμοφάηδες εργάτες, οι τόσο… καλοπληρωμένοι, πρέπει να παρθούν μέτρα, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
1. Σημαντική βελτίωση της ευελιξίας και της ποιότητας της αγοράς εργασίας με τη θέσπιση πρόσφορων κανόνων για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και του κόστους των υπερωριών, τη μείωση του κόστους κινητικότητας κ.ά. Φτηνότερες υπερωρίες, λοιπόν, δικαίωμα του εργοδότη να παρατείνει όσο θέλει τον εργάσιμο χρόνο στις περιόδους αιχμής (και να τον μειώνει στις υπόλοιπες περιόδους, ώστε να μην αναγκάζεται να πληρώνει υπερωρίες) και κατάργηση (ή έστω δραστική μείωση) της αποζημίωσης για απόλυση (αυτό σημαίνει «κόστος κινητικότητας»).
2. Συστηματική προσπάθεια για τη διασύνδεση των αμοιβών στο δημόσιο με την παραγωγικότητα και την απόδοση των στελεχών του.
3. Διασύνδεση των αμοιβών με την παραγωγικότητα (τι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εγγυημένα μεροκάματα και πράσιν’ άλογα…).
4. Συνεργασία των «κοινωνικών εταίρων» για βιώσιμες λύσεις στο Ασφαλιστικό, προς όφελος των εργαζομένων και της ανάπτυξης (μόνο που αυτά τα δύο δεν συμβιβάζονται, αλλά ακόμα και οι τεχνοκράτες μιλούν καμιά φορά την πονηρή γλώσσα των πολιτικών και των εργατοπατέρων).
5. Εκσυγχρονισμός και ανταγωνιστική λειτουργία των Δημόσιων Επιχειρήσεων (δηλαδή, χτύπημα των εργασιακών σχέσεων και αυξήσεις στα τιμολόγια των υπηρεσιών τους, ώστε να μην επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό).
6. Συγκράτηση των δημόσιων δαπανών.
7. Αύξηση της συμμετοχής των ιδιωτών σε μεγάλα δημόσια έργα.
8. Δημιουργία ανταγωνιστικών πανεπιστημίων (η μόρφωση ως εμπόρευμα).
9. Ενίσχυση των προγραμμάτων μερικής απασχόλησης στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Οι εισηγήσεις αυτές είναι απολύτως λογικές από τη μεριά ανθρώπων που καλούνται να μελετήσουν το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Γιατί η ανταγωνιστικότητα δεν είναι μια ταξικά ουδέτερη έννοια. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Ανταγωνιστικότητα από τη μεριά του κεφάλαιου σημαίνει αύξηση της κερδοφορίας. Αυτό είναι το μοναδικό κίνητρο που γνωρίζει η καπιταλιστική παραγωγή. Ερχονται, λοιπόν, οι τεχνοκράτες και λένε: θέλετε να βελτιώσετε την ανταγωνιστικότητα; Κάντε την Ελλάδα Ταϊβάν. Κι αν δεν μπορείτε με τη μία, πάρτε μέτρα που να τείνουν προς αυτή τη μετατροπή.
Για την εργατική τάξη, όμως, τί περιεχόμενο έχει η λέξη ανταγωνιστικότητα; Απολύτως τίποτα. Οι εργάτες έχουν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα. Oσο είναι αναγκασμένοι να ζουν μέσα στον καπιταλισμό, είναι υποχρεωμένοι να αγωνίζονται για να βελτιώσουν τη θέση τους. Να πάρουν καλύτερα μεροκάματα, να έχουν καλύτερη ασφάλιση και σύνταξη, να μειώσουν την ανεργία. Κι αυτά τα ελάχιστα, όμως, πρέπει να τα διεκδικήσουν σε σκληρή σύγκρουση με το κεφάλαιο κι όχι με συναίνεση.