«Το ίσο δίκαιο είναι άνισο δίκαιο», έγραφε ο Μαρξ πριν από ενάμισι αιώνα. Διότι απευθύνεται σε ανθρώπους που είναι διαφορετικοί, που έχουν διαφορετικές ανάγκες.
Θυμηθήκαμε τη φράση του, καθώς άναψε και πάλι η συζήτηση για την εξίσωση των ορίων συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών, απ’ αφορμή εισήγηση του Ελεγκτικού Συνέδριου για νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης που προβλέπει ότι οι εργαζόμενοι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα μόνιμοι υπάλληλοι των ΟΤΑ μπορούν να συνταξιοδοτούνται στα 58 οι άνδρες και στα 53 οι γυναίκες.
Επικαλούμενη το άρθρο του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Ελληνες είναι ίσοι έναντι του νόμου και ότι άνδρες και γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα, αλλά και τη Συνθήκη για την ίδρυση της ΕΕ και ορισμένες οδηγίες που «επιβάλλουν στο νομοθέτη την ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος», η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνέδριου αποφαίνεται ότι η προτεινόμενη ρύθμιση «προσκρούει προς τις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο».
Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Από τη δεκαετία του ’80 ακόμη, πάνω από την Ευρώπη έπνεε ο άνεμος του… φεμινισμού. Επρεπε –έλεγαν– να υπάρξει πλήρης ισότητα των δύο φύλων στην εργασία και την κοινωνία. Και ξεκινούσαν από τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης. Η συνταξιοδότηση των γυναικών πέντε χρόνια πριν τους άνδρες –έλεγαν– η οποία ίσχυε σε όλα σχεδόν τα ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά συστήματα, συνιστούσε… ανισότητα και έπρεπε να καταργηθεί! Μέχρι τότε γνωρίζαμε μια σειρά πραγματικές συνθήκες που στήριζαν την ανισοτιμία των γυναικών. Ξαφνικά μάθαμε ότι η μοναδική ίσως ρύθμιση που αποκαθιστούσε κάπως την ουσιαστική ανισοτιμία και ανισότητα της γυναίκας, έμπαινε κι αυτή στην ίδια μοίρα.
Η εξήγηση είναι εξαιρετικά απλή. Βλέποντας τα ασφαλιστικά συστήματα ως λογιστικά μεγέθη, με έσοδα και δαπάνες, απογυμνωμένα από κάθε κοινωνική διάσταση, οι ιθύνοντες των αστικών κρατών αναζητούσαν τρόπους για να αυξήσουν το μέσο όρο ηλικίας εξόδου στη σύνταξη. Η ρύθμιση για τις γυναίκες αναδείχτηκε εκ των πραγμάτων σε ένα ισχυρό εργαλείο. Αυξάνοντας κατά 5 έτη το όριο εξόδου των γυναικών στη σύνταξη, θα ανέβαινε τουλάχιστον κατά 1,5 χρόνο ο γενικός μέσος όρος.
Περιττεύει, βέβαια, να πούμε ότι αυτή η τυπική ισότητα οδηγεί στην ανισότητα. Διότι άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι είναι διαφορετικά βιολογικά και κοινωνικά μεγέθη. Τι νομίζετε, έτσι εύκολα είχε περάσει στα ασφαλιστικά συστήματα η διάκριση των πέντε χρόνων; Απαίτηση και διεκδίκηση για πολλά χρόνια του εργατικού κινήματος ήταν. Με στόχο να αντιμετωπιστεί η βιολογική διαφορετικότητα της γυναίκας, την οποία ο καπιταλισμός έσυρε βιαίως στην εργασία, κι ακόμη να υπάρξει μια κάποια μέριμνα για την προστασία της μητρότητας και του ρόλου που η γυναίκα διαδραματίζει στην ανατροφή των παιδιών και τη λειτουγία της αστικής οικογένειας. Ηταν μια ρύθμιση για την εργάτρια και όχι για τις αργόσχολες σουφραζέτες ή για τις φιλόδοξες αστές που κάνουν καριέρα.
Αυτή η ρύθμιση, λοιπόν, άρχισε να καταργείται από τα ασφαλιστικά συστήματα. Στο όνομα της ισότητας ενισχύθηκε η ανισότητα. Αυτό έγινε και στη χώρα μας. Ο νόμος Σιούφα (2084/1992) κατήργησε τη διαφορά των 5 ετών για τις γυναίκες που πρωτομπήκαν στην ασφάλιση από 1.1.1993. Το δυστύχημα είναι πως το ίδιο αίτημα φαίνεται να υποστηρίζουν, ρητά ή υπαινικτικά, και διάφορες φεμινιστικές οργανώσεις στη χώρα μας, αδυνατώντας να αντιληφθούν πως η τυπική ισότητα οδηγεί στην ανισότητα.