Αν πιστέψουμε τις ανακοινώσεις του ΟΑΕΔ, που δημοσιεύονται ταχτικά στην ιστοσελίδα του, τότε πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι σε λίγο διάστημα η ανεργία στη χώρα μας δε θα είναι παρά μια κακιά… ανάμνηση!
Για 6.136 νέες θέσεις εργασίας κάνει λόγο ο ΟΑΕΔ σε δελτίο Τύπου στις 5 Απρίλη. Μάλιστα, στο κείμενο αναφέρεται με καμάρι ότι υπάρχει αύξηση κατά 69% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2020 και 61% με το α’ τρίμηνο του 2019, αντίστοιχα, ενώ ταυτόχρονα πανηγυρίζει ότι «παρά το lockdown και τις πρωτόγνωρες επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία και στην αγορά εργασίας, η απορροφητικότητα των προγραμμάτων επιδότησης της εργασίας του ΟΑΕΔ συνεχίζει να καταγράφει σταθερή αύξηση σε ετήσια βάση, αλλά και συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια».
Βέβαια, οι συντάκτες του κειμένου δεν μπαίνουν καν στον κόπο να παραθέσουν κάποιους συγκριτικούς πίνακες, με τις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας που καλύφθηκαν με αυτά τα προγράμματα, ώστε να διαπιστώσουμε τη… μεγάλη διαφορά με τις προηγούμενες χρονιές. Και γιατί να το κάνουν άλλωστε; Για το πολιτικό μάρκετινγκ αυτά είναι περιττές πολυτέλειες! Αρκούν μερικά ποσοστά και μια βαρύγδουπη πρόταση για να εντυπωσιάσουν. Αλλωστε, ο άνεργος που θα επισκεφτεί την ιστοσελίδα του ΟΑΕΔ δεν το κάνει για να… ελέγξει την κυβερνητική πολιτική, αλλά για να κοιτάξει αν έχει ελπίδες να βρει καμιά θέση εργασίας, έστω για προσωρινά.
Ολα αυτά τα προγράμματα, εκπονούνται στα πλαίσια των λεγόμενων «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης». Ποια είναι όμως η φιλοσοφία στην οποία στηρίζονται;
«Δεν θέλουμε να επιδοτούμε την ανεργία, αλλά την εργασία», λένε κατά καιρούς σε όλους τους τόνους οι θιασώτες της «ενεργητικής απασχόλησης», οι οποίοι προέρχονται από όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τον ελληνικό καπιταλισμό όλα αυτά τα χρόνια. Χρησιμοποιούν έτσι μια φορτισμένη φράση που απευθύνεται στο υποσυνείδητο των αποδεκτών της. Πρόκειται ασφαλώς για επικοινωνιακό τέχνασμα. Η «ανεργία» και η «εργασία» δεν είναι φυσικά πρόσωπα για να…επιδοτηθούν. Ας το «μεταφράσουμε», σε πιο… απλά ελληνικά: «Δεν θέλουμε να επιδοτούμε τους ανέργους, αλλά τους εργοδότες – καπιταλιστές, με λεφτά που προορίζονταν για τους ανέργους, προκειμένου να τους προσλάβουν στην δουλειά για ένα διάστημα»!
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως μας πληροφορεί η ανακοίνωση, υλοποιούνται 8 ανοικτά προγράμματα με συνολικά 42.600 επιδοτούμενες νέες θέσεις εργασίας, με ποσοστά επιχορήγησης έως το 100% του μισθού και των εισφορών, απλουστευμένους όρους και προϋποθέσεις συμμετοχής, καθώς και ταχύτερες διαδικασίες ένταξης, πρόσληψης και πληρωμής, ενώ δεν υπάρχουν δεσμεύσεις μετά το τέλος της επιχορήγησης.
Ναι, σωστά διαβάσατε! Εχουν φτάσει στο σημείο να επιδοτούν τους καπιταλιστές – εργοδότες για ολόκληρο το ποσό του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να προσλάβουν κάποιον «ωφελούμενο» (όπως αποκαλούν τους ανέργους που συμμετέχουν), βοηθώντας τους έτσι να βγάζουν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Φροντίζοντας μάλιστα να διευκρινίσουν, ότι οι εργοδότες δεν έχουν καμία δέσμευση απέναντι στους εργαζόμενους, τους οποίους θα πετάξουν σαν στυμμένες λεμονόκουπες μετά το τέλος της σύμβασης!
Ολη αυτή η φάμπρικα των προγραμμάτων επιδοτούμενης απασχόλησης είναι ένας ακόμη αισχρός μηχανισμός αναδιανομής. Γιατί τα συγκεκριμένα κονδύλια τα έχουν πληρώσει τα υποζύγια της φορολογίας, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, και προορίζονται ως ελάχιστη αποζημίωση για τη μάστιγα της ανεργίας, και αντί να δίνονται απευθείας στους ίδιους τους ανέργους, διευρύνοντας τα επιδόματά τους, χαρίζονται στα ταμεία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Και αυτό το «μεγάλο φαγοπότι» το διαφημίζουν σαν… κοινωνική πολιτική για το καλό των ανέργων!
Βέβαια, οι εργοδότες – καπιταλιστές, που δεν θα έχουν βάλει σχεδόν καθόλου ή και καθόλου το χέρι στην τσέπη γι’ αυτές τις προσλήψεις, στα κέρδη που θα βγάζουν όλο αυτό το διάστημα θα είναι… μόνοι. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις που η επιδότηση φτάνει το 50% ή το 75% του μισθού (που είναι και η πιο συνηθισμένη περίπτωση), οι εργοδότες έβρισκαν διάφορες πατέντες, ώστε να γλιτώνουν το δικό τους ποσοστό συμμετοχής. Οπως είχαμε αναφέρει σε παλιότερο δημοσίευμα της «Κόντρας», αυτό γινόταν με το «παράθυρο» της μερικής απασχόλησης. Το δημοσίευμα έγραφε σχετικά:
«Παλιότερα το νομικό πλαίσιο προέβλεπε μόνο θέσεις πλήρους απασχόλησης. Eπομένως, δεδομένου ότι το επίδομα ανεργίας δεν φτάνει στο ύψος ούτε καν του βασικού ημερομίσθιου της EΓΣΣE, η πρόσληψη ενός επιδοτούμενου ανέργου θα προϋπέθετε κάλυψη της διαφοράς του μισθού. Tώρα, ο καπιταλιστής που θα προσλάβει έναν επιδοτούμενο άνεργο δεν χρειάζεται να συμπληρώσει τίποτα από το ταμείο της επιχείρησης. Mπορεί να τον προσλάβει σε θέση μερικής απασχόλησης, έτσι που το επίδομα ανεργίας που παίρνει να φτάνει για να καλύπτει εξ ολοκλήρου το μεροκάματο ή το μισθό που απαιτείται για το ωράριο της απασχόλησής του. Φυσικά, αν τον απασχολήσει και κάνα δυο ώρες παραπάνω, αυτό μπορεί να γίνεται “μαύρα“. Ποιος άνεργος θα αρνηθεί το χαρτζιλίκι των μερικών ευρώ, όταν μέσα του θα αχνοφέγγει η φλόγα της ελπίδας για μια μόνιμη απασχόληση, η οποία μπορεί να μείνει αναμμένη μόνο με την επίδειξη καλής συμπεριφοράς έναντι του εργοδότη;» (ΚΟΝΤΡΑ, 8.11.2003).
Μα, θα πει κανείς, εντάξει, τους δίνουν τζάμπα χρήμα από τα λεφτά που προορίζονται για τους ανέργους, όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού. Δε θα ξεφύγουν κάποιοι για ένα διάστημα από την μάστιγα της ανεργίας; Δεν τους δίνεται η ευκαιρία να «εκπαιδευτούν», ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν ελπίδες να τους κρατήσουν στη δουλειά (αν μάλιστα είναι και… ιδιαίτερα πρόθυμοι);
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησαν αυτά τα προγράμματα, υπήρχε χρονικός περιορισμός για όσες επιχειρήσεις ήθελαν να προσλάβουν επιδοτούμενους ανέργους: να μην κάνουν απολύσεις για τουλάχιστον 12 μήνες πρωτύτερα. Στη συνέχεια, αυτό το χρονικό όριο μειώθηκε στους έξι μήνες πριν από την επιδότηση. Οι βιομήχανοι, μέσω του ΣΕΒ, πίεζαν συνεχώς ώστε από τη μια να μειωθεί περισσότερο αυτό το όριο, ενώ από την άλλη ζητούσαν να μπορούν να κάνουν συνεχώς απολύσεις (χωρίς καν την αιτιολόγηση που προέβλεπε το άρθρο 24 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη), για να διευκολύνουν τις προσλήψεις!
Το χρονικό όριο που έμπαινε τάχα σαν ασφαλιστική δικλείδα για τις απολύσεις, σήμερα το έχουν μειώσει στους τρεις μήνες πριν από την επιδοτούμενη απασχόληση, ικανοποιώντας έτσι το παλιό αίτημα του ΣΕΒ.
Οπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα με τίτλο «Κατάρτιση και Πιστοποίηση Ανέργων 29-64 ετών σε κλάδους αιχμής», «η συνολική διάρκεια της επιχορήγησης του προγράμματος ορίζεται σε 12 μήνες. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη μιας επιχείρησης στο πρόγραμμα είναι να μην έχει προβεί, κατά τη διάρκεια του τριμήνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, σε μείωση του προσωπικού της».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα, μόλις τρεις μήνες (αν υποθέσουμε ότι λειτουργούν όλα νόμιμα), ο καπιταλιστής θα έχει φροντίσει να απολύσει τον αντίστοιχο αριθμό εργαζομένων που απασχολούσε εκτός επιδότησης. Δηλαδή, κάποιοι εργαζόμενοι θα θυσιαστούν κανονικά για να επιδοτηθεί η … «εργασία», δηλαδή για να μπει ζεστό χρήμα στα ταμεία των επιχειρήσεων. Βέβαια, δεν αποκλείεται, όταν απολυθούν, λίγο αργότερα να προσληφθούν και αυτοί ως επιδοτούμενοι, με σαφώς χειρότερους όρους από εκείνους με τους οποίους δούλευαν προηγουμένως.
Μα, θα πει κανείς, γιατί να κάνουν απολύσεις, αφού οι καινούργιοι εργαζόμενοι δεν θα τους κοστίσουν τίποτα, αφού είναι επιδοτούμενοι; Είναι πολύ απλό. Αφού θα μπορούν να βγάζουν την ίδια δουλειά, χρησιμοποιώντας τον ίδιο αριθμό εργαζομένων με πριν, γιατί να μην «ξεφορτωθούν» κάποιους από τους παλιούς, μειώνοντας έτσι κι άλλο το λεγόμενο μισθολογικό αλλά και το μη μισθολογικό «κόστος»; Το μέγιστο κέρδος κυνηγούν οι άνθρωποι, δεν είναι… φιλανθρωπικό ίδρυμα!
Τι προοπτικές όμως ανοίγονται γι’ αυτούς που θα συμμετάσχουν στα επιδοτούμενα προγράμματα μετά τη λήξη της επιχορήγησης; Οπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα, «οι επιχειρήσεις οι οποίες θα προσλάβουν μη μακροχρόνια ανέργους, δεσμεύονται να διατηρήσουν το προσωπικό (προϋπάρχον και επιχορηγούμενο) για τρεις ακόμα μήνες (χωρίς επιχορήγηση)». Για ένα τρίμηνο μόνο, λοιπόν, θα πληρώσει ο εργοδότης «από την τσέπη του» και από εκεί και πέρα, αν θέλει να κρατήσει τον εργαζόμενο, θα το κάνει με τους δικούς του όρους.
Ωστόσο, κατά περίεργο τρόπο, η τρίμηνη αυτή παράταση του προγράμματος δεν ισχύει για τους μακροχρόνια ανέργους. «Οι επιχειρήσεις που θα απασχολήσουν μακροχρόνια ανέργους και εγγεγραμμένους ανέργους δικαιούχους του ΚΕΑ δεν δεσμεύονται από τη συγκεκριμένη διάταξη» (σ.σ. της τρίμηνης παραμονής). Εννοείται ότι όλο το διάστημα της απασχόλησής του, ο εργαζόμενος θα κάνει τα πάντα, δουλεύοντας με όλους τους όρους (απλήρωτες υπερωρίες κλπ) που θα του υποδείξει ο εργοδότης, ώστε να κερδίσει τη… συμπάθειά του και να τον κρατήσει στη δουλειά.
Μήπως μπορούν οι ιθύνοντες του ΟΑΕΔ, οι οποίοι επαίρονται συνεχώς για τα «ποσοστά επιτυχίας» των προγραμμάτων τους και τις «νέες θέσεις εργασίας», να καταρτίσουν και δύο στατιστικούς πίνακες, στον έναν από τους οποίους θα καταγράφουν πόσοι εργαζόμενοι απολύθηκαν από αυτές τις επιχειρήσεις τουλάχιστον 3 μήνες πριν από την έναρξη της επιδότησης, και στο δεύτερο να φαίνεται ο αριθμός των «ωφελούμενων» ανέργων των προγραμμάτων, που συνέχισαν να δουλεύουν στις θέσεις τους ακόμα και μετά το τέλος της επιδοτούμενης σύμβασης (αλλά και της τρίμηνης παραμονής χωρίς επιδότηση); Φυσικά, δεν πρόκειται ποτέ να συγκεντρώσουν τέτοια στοιχεία. Γιατί θα φαινόταν καθαρά, ότι η καταπολέμηση της ανεργίας από τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» μοιάζει με ένα τρύπιο δοχείο, που μάταια προσπαθούν να το γεμίσουν με νερό!
Σχετικά με τις επιπτώσεις στο επίπεδο της απασχόλησης, ιδιαίτερα αποκαλυπτικά ήταν τα στοιχεία στα οποία είχε καταλήξει πριν από είκοσι χρόνια μία μελέτη, την οποία είχε παραγγείλει το ίδιο το υπουργείο Εργασίας (υπ’ αρ. 31825/2001) στις μελετητικές εταιρίες VFA – ΒΑΛΤΕΡ ΦΙΣΣΑΜΕΡ ΚΑΙ ΣΥΝ/ΤΕΣ ΕΠΕ και METRON ANALYSIS ΑΕ. Ιδού το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγε:
«Tο πρόγραμμα επιδότησης της απασχόλησης ανέργων (πρόγραμμα ΠENΘE) παραμένει μέχρι σήμερα αδιερεύνητο όσον αφορά τις καθαρές επιπτώσεις του στην απασχόληση. Ομως, όπως προκύπτει από τη διεθνή βιβλιογραφία που αναφέρεται στην αξιολόγηση παρόμοιων προγραμμάτων, οι καθαρές επιπτώσεις που παρατηρούνται είναι ιδιαίτερα χαμηλές (το νεκρό βάρος είναι σύνηθες να φτάνει το 90%). Σχετικά φτωχές επιπτώσεις, μέσα από την μακροοικονομική προσέγγιση, προέκυψαν και από την εφαρμογή υποδείγματος» («Aξιολόγηση της πολιτικής αγοράς εργασίας και εκτίμηση της συμβολής της EΣA στην Eλλάδα από του έτους 1997 έως 2001» – Tελική Eκθεση).
Πλασματικές είναι, λοιπόν, το 90% των θέσεων εργασίας που προκύπτουν από την επιδοτούμενη απασχόληση, ενώ οι όποιες επιπτώσεις στο επίπεδο της απασχόλησης είναι ιδιαίτερα χαμηλές! Κι επειδή τα πορίσματα της συγκεκριμένης έρευνας δεν βόλευαν, η τότε κυβέρνηση Σημίτη και όλες οι επόμενες αστικές κυβερνήσεις, που στήριξαν τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης», την «έθαψαν» κανονικά στα συρτάρια του υπουργείου Εργασίας!
Την ίδια στιγμή που επιδοτούν απλόχερα το μεγάλο κεφάλαιο, σχεδιάζουν συρρίκνωση ακόμα και αυτών των εξευτελιστικών επιδομάτων ανεργίας. Σύμφωνα με τις προτάσεις που έκανε στα μέσα του Φλεβάρη η Επιτροπή Πισσαρίδη, «η διάρκεια του αυξημένου επιδόματος [πρέπει] να είναι στους έξι μήνες, αντί για δώδεκα μήνες που είναι τώρα, και να πληρώνεται υπό την προϋπόθεση ότι ο άνεργος αναζητά ενεργά εργασία ή συμμετέχει σε προγράμματα κατάρτισης».
Είναι φανερό ότι με αυτήν την μείωση της χρονικής διάρκειας του επιδόματος ανεργίας θέλουν να εξοικονομήσουν και άλλα κονδύλια, για να επιδοτήσουν… ενεργά την καπιταλιστική εργοδοσία! Και αν κάποιος άνεργος αρνηθεί τη συγκεκριμένη επιδοτούμενη εργασία που θα του υποδείξουν θα χάσει και το επίδομα ανεργίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχει και ο νόμος 1545/1985, ο οποίος ορίζει πως «ο άνεργος που δεν αποδέχεται να απασχοληθεί σε εργασία που του προσφέρεται στον ευρύτερο επαγγελματικό του κλάδο ή δεν δέχεται να παρακολουθήσει προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης του ΟΑΕΔ ή άλλων φορέων που συνεργάζονται με τον ΟΑΕΔ για την ταχύρρυθμη κατάρτιση του εργατικού δυναμικού χάνει την αξίωση για επιδότηση».
Οσον αφορά το ύψος του επιδόματος ανεργίας, προβλέπουν για κάποιον που πληρωνόταν με βασικό μισθό 650 ευρώ, από τα 400 ευρώ που είναι σήμερα να κατέβει στα 357, ενώ για κάποιον που έπαιρνε 700 ευρώ, να κατέβει στα 385. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το επίδομα ανεργίας λαμβάνει ένα ποσοστό μικρότερο από το 20% των ανέργων.
Και βέβαια, ποτέ μέχρι σήμερα οι αστικές κυβερνήσεις δεν σκέφτηκαν να ανεβάσουν το επίδομα ανεργίας στο ύψος του βασικού μισθού, ούτε αυτό να χορηγείται μέχρι τη στιγμή που ο άνεργος θα βρει κανονική δουλειά, όπως για παράδειγμα συνέβη μεταπολεμικά στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, όταν, κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης (και της ύπαρξης τα πρώτα χρόνια του σοσιαλιστικού «αντίπαλου δέους») οικοδομούσαν το αστικό «κράτος πρόνοιας». Αυτό θεωρειται πως είναι…παθητική αντιμετώπιση της ανεργίας!
Εδώ ακόμα και το έκτακτο βοήθημα των 400 ευρώ, που δόθηκε πέρσι τον Μάρτη και τον Νοέμβρη λόγω πανδημίας, δεν το πήραν καν εκείνοι που ήταν πάνω από δυο χρόνια άνεργοι, οι οποίοι φτάνουν τους 400.000! «Αν κάποιος είναι άνεργος πάνω από 30 μήνες, με κάποιο τρόπο επιβιώνει», έλεγε με περισσό θράσος ο ακροδεξιός τηλεπλασιέ-υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης, πέρσι τέτοια εποχή, για να δικαιολογήσει την εξαίρεση τόσων ανέργων από το βοήθημα αυτό! Το χρήμα υπάρχει μόνο για να ρέει άφθονο προς τους «στυλοβάτες της οικονομίας μας», για να προσλαμβάνουν προσωρινά εργαζόμενους, χωρίς να ξοδευτούν καθόλου!
Αν ενδιαφέρονταν πραγματικά για την πτώση της ανεργίας, θα μείωναν τουλάχιστον το κανονικό ωράριο εργασίας και τα όρια συνταξιοδότησης, ενώ τατόχρονα θα έκαναν περισσότερες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη τόσων κοινωνικών αναγκών (που εξυπηρετούνται προσωρινά από τα αντίστοιχα προγράμματα του ΟΑΕΔ στο δημόσιο και τους Δήμους). Με τις «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» όμως, το μόνο που συμβαίνει είναι η ανακύκλωση της ανεργίας, με μοναδικούς “ωφελούμενους” τους καπιταλιστές.