Δεν έχει καμιά σημασία να μιλήσουμε για συμπαιγνία. Να μεταφέρουμε δηλαδή τη συζήτηση σ’ ένα αστυνομικοπολιτικό επίπεδο, ψάχνοντας τις εκ των προτέρων συνεννοήσεις ΓΣΕΕ και κυβέρνησης για το άνοιγμα του Ασφαλιστικού. Αυτά τα πράγματα «προκύπτουν ιστορικά», όπως λένε οι κοινωνιολόγοι της μαρξιστικής κατεύθυνσης. Τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται, όπως λέει η σαρκαστική λαϊκή ρήση. Από τη στιγμή που κυβέρνηση και ξεπουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ενδιαφέρονται για τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος και βλέπουν το Ασφαλιστικό από τεχνοκρατική (αστική) σκοπιά, κάποια στιγμή θα συναντιόνταν.
Η κυβέρνηση έχει εκφράσει τη διάθεσή της να ανοίξει το Ασφαλιστικό, επικαλούμενη και τα δημοσιονομικά προβλήματα και τη στρατηγική της Λισαβόνας. Το ΠΑΣΟΚ, με επανειλημένες δηλώσεις στελεχών του, όπως η Διαμαντοπούλου και άλλοι, έχει εκφράσει τη συμφωνία του. Αλλωστε, το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε τις ανατροπές με το νόμο Ρέππα-Χριστοδουλάκη και ουδέποτε έκρυψε πως θα ακολουθούσαν κι άλλες. Οι βιομήχανοι επανέρχονται συνέχεια στο ζήτημα, ενώ οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες χτυπούν συνέχεια καμπανάκια για το «δημογραφικό» και τα προβλήματα που θα δημιουργήσει. Η ΓΣΕΕ, λοιπόν, ανέλαβε να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος του συστήματος.
Πώς το έκανε; Εβαλε το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ να φτιάξει μια μελέτη της πλάκας, δήθεν αναλογιστική. Γιατί τη χαρακτηρίζουμε της πλάκας; Γιατί τέτοιες είναι όλες αυτές οι αναλογιστικές μελέτες, αφού στηρίζονται σε αυθαίρετες αρχικές παραδοχές. Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. «Ανακαλύπτει» τώρα η ΓΣΕΕ ότι οι ασφαλιστικές εισροές των μεταναστών δεν μπορούν να αποτελέσουν αιμοδότη του ΙΚΑ, γιατί είναι χαμηλόμισθοι. Τώρα έμαθε η ΓΣΕΕ ότι οι μετανάστες είναι χαμηλόμισθοι; Γιατί δεν το έλεγε τόσα χρόνια που το ΙΚΑ επικαλούνταν τη νομιμοποίηση των μεταναστών για να φτιάχνει ψεύτικους προϋπολογισμούς και να βολεύει την προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ, ότι τάχα έλυσε το πρόβλημα χρηματοδότησης του ΙΚΑ;
Ιδού και δεύτερο παράδειγμα, ακόμα πιο χαρακτηριστικό. Η ΓΣΕΕ παίρνει σαν βάση υπολογισμού τα 17,5 ημερομίσθια το μήνα ανά εργαζόμενο. Κάνει δηλαδή τους λογαριασμούς της θεωρώντας ότι ο μέσος εργαζόμενος που πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές θα πραγματοποιεί 17,5 ημερομίσθια το μήνα. Μετά την ψήφιση του νόμου Ρέππα-Χριστοδουλάκη, όμως, η διορισμένη από την τότε κυβέρνηση διοίκηση του ΙΚΑ, άρχισε να φτιάχνει προϋπολογισμούς παίρνοντας σαν βάση τα 20 ημερομίσθια το μήνα κατά μέσο όρο. Η ΓΣΕΕ το γνώριζε αυτό, όχι μόνο γιατί οι προϋπολογισμοί του ΙΚΑ δημοσιεύονται αλλά και γιατί έχει εκπροσώπηση στο ΔΣ του ΙΚΑ. Γιατί, λοιπόν, δεν μιλούσε όλα αυτά τα χρόνια που το ΙΚΑ καταρτίζει κάλπικους προϋπολογισμούς; Γιατί ήθελε να κάνει αβάντα στο νόμο Ρέππα-Χριστοδουλάκη. Γιατί ήθελε να καταθέσει τη δική της συμβολή στην προπαγάνδα για τη δήθεν επίλυση του χρηματοδοτικού προβλήματος του ΙΚΑ.
Ποιος δεν θυμάται τον Πολυζωγόπουλο να συσκέπτεται με τους Ρέππα και Χριστοδουλάκη και να ανακοινώνει διθυραμβικά ότι με την ετήσια χρηματοδότηση ύψους 1% του ΑΕΠ θα λυθεί τουλάχιστον μέχρι το 2032 το χρηματοδοτικό πρόβλημα του ΙΚΑ και γι’ αυτό δεν χρειάζεται οι εργαζόμενοι να ζητήσουν πίσω τα κλεμμένα από τα ασφαλιστικά τους ταμεία; Τώρα, η ΓΣΕΕ ανακαλύπτει ξαφνικά ότι το 1% του ΑΕΠ το χρόνο δεν φτάνει και πρέπει να γίνει 2,4%. Μέσα σε μια τριετία, αυτοί οι αληταράδες, που παραμύθιαζαν τους εργαζόμενους με το 1% του Χριστοδουλάκη, βγαίνουν χωρίς ντροπή και λένε ότι το 1% δεν φτάνει και πρέπει να γίνει 2,4%, χωρίς να δίνουν καμιά εξήγηση για την αλλαγή της στάσης τους. Φυσικά, και το 2,4% είναι εξίσου αυθαίρετο με το 1%, αφού στηρίζεται σ’ αυτή τη μελέτη, που είναι το ίδιο της πλάκας όσο ήταν και οι προηγούμενες.
Σαν έτοιμος από καιρό ο υπουργός Εργασίας Π. Παναγιωτόπουλος χαιρέτισε την τοποθέτηση της ΓΣΕΕ και δήλωσε ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να προσέλθει στο διάλογο για το Ασφαλιστικό. Ο Αλογοσκούφης χαιρέτισε επίσης την πρόθεση διαλόγου «εκ μέρους των εργαζομένων» και αρνήθηκε να απαντήσει για το 2,4%. Η κυβέρνηση -είπε- θα δώσει το 1%, που είναι υποχρέωσή της εκ του νόμου, και τα υπόλοιπα θα προκύψουν μέσα από το διάλογο. Αυτό ήθελε η κυβέρνηση. Να επανέλθει στο προσκήνιο το Ασφαλιστικό, χωρίς… μαξιμαλιστικά αιτήματα και χωρίς διάθεση… αναμόχλευσης του παρελθόντος.
Οταν ξεκινά «διάλογος», όλα τα μέρη καταθέτουν τις απόψεις τους, οι τεχνοκράτες αναλογιστές παίζουν το βασικό ρόλο και η κυβέρνηση στο τέλος νομοθετεί. Πώς νομοθετεί; Δεν έχουμε παρά να δούμε τί έχει γίνει τα τελευταία 15 χρόνια που το Ασφαλιστικό βρίσκεται σταθερά στο προσκήνιο. Νόμοι και κόντρα νόμοι και πάντα το ασφαλιστικό σύστημα να χειροτερεύει για τους εργαζόμενους.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί η εργατική τάξη δεν έχει διατυπώσει μια δική της ταξική πλατφόρμα για την Κοινωνική Ασφάλιση. Ολη τη συζήτηση και διαπραγμάτευση την κάνει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία πάνω σε μια τεχνοκρατική βάση: τι αντέχει η οικονομία; Τί σημαίνει, όμως, «αντοχή της οικονομίας»; Να μένουν τα κέρδη άθιχτα και το κράτος να μπορεί να ασκεί τη δημοσιονομική πολιτική προς όφελος του κεφάλαιου. Οταν τα πράγματα μπαίνουν σε τεχνοκρατική βάση και με δεδομένο ότι το ΙΚΑ έχει καταληστευθεί επί δεκαετίες και έχουν στραγγιστεί τα αποθεματικά του, δεν υπάρχει περίπτωση να μη παρθούν μέτρα σε βάρος των ασφαλισμένων. Το μόνο που συζητιέται είναι πόσο σκληρά θα είναι αυτά τα μέτρα. Αν, ας πούμε, η κυβέρνηση δεχτεί να κάνει το 1% του ΑΕΠ 1,5%, θα απαιτήσει να δεχτούν και οι εργαζόμενοι να χάσουν κάποια δικαιώματα. Ετσι γίνεται κάθε παζάρι και φυσικά η ΓΣΕΕ θα συμφωνήσει, όπως έκανε και τις προηγούμενες φορές.
Για τους εργαζόμενους, λοιπόν, μία είναι η λύση. Να αλλάξουν συνολικά ρότα. Να παραμερίσουν τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ή να της επιβάλουν μια ταξική γραμμή, που θα ξεκινά από τις εργατικές ανάγκες στον τομέα της ασφάλισης.