Η διαρροή από τον Αλογοσκούφη των βασικών αρχών του νομοσχέδιου για τις ΔΕΚΟ πυροδότησε έναν καυγά με τον Λιάπη, που μέσα σε δυο μέρες διευθετήθηκε. Αυτός ο καυγάς και μόνο ήταν η είδηση για τα αστικά ΜΜΕ και όχι το περιεχόμενο του νομοσχέδιου, το οποίο συνιστά πραγματικά μια σημαντική μεταρρύθμιση, που αλλάζει ριζικά τη λειτουργία των ΔΕΚΟ και ολοκληρώνει το έργο της «ιδιωτικοποίησης», που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια.
Οταν χρησιμοποιούμε τον όρο «ιδιωτικοποίηση» δεν αναφερόμαστε στην τυπική αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, αλλά στη λειτουργία αυτών των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες φέρουν την ταμπέλα της κοινωφελούς επιχείρησης, με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Το άνοιγμά τους στην αγορά και τον ανταγωνισμό.
Οι εργασιακές σχέσεις ανατρέπονται, σύμφωνα με το πρότυπο που συμφώνησε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στον ΟΤΕ. Από δω και πέρα όποιος προσλαμβάνεται θα προσλαμβάνεται με τους όρους που ισχύουν και στον ιδιωτικό τομέα. Ετσι, θα δημιουργηθούν εργαζόμενοι δυο ταχυτήτων και ο συσχετισμός βαθμιαία θα αλλάζει υπέρ της δεύτερης ταχύτητας, με τις συνταξιοδοτήσεις που θα υπάρχουν. Αυτή η εξέλιξη θα ασκήσει μεγάλη πίεση συνολικά στις εργασιακές σχέσεις, γιατί από τη στιγμή που θα κατέβει η οροφή, θα πιέζεται να κατέβει και το πάτωμα.
Αυτή είναι η μια πλευρά των αλλαγών. Η άλλη είναι η λειτουργία των ΔΕΚΟ και η σχέση τους με τους εργαζόμενους ως καταναλωτές. Φυσικά, οι ΔΕΚΟ δεν ήταν κάποιες σοσιαλιστικές νησίδες που δούλευαν για το συμφέρον του λαού. Είχαν όμως μια ιδιομορφία. Οι κυβερνήσεις ασκούσαν οριακή κοινωνική πολιτική μέσω των τιμολογίων τους. Η διαμόρφωση αυτών των τιμολογίων ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο των λειτουργιών της αγοράς, αλλά και των κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών. Για να κρατήσουν την κοινωνική ειρήνη, καμιά φορά ακόμα και για να κερδοσκοπήσουν, οι κυβερνήσεις «έπαιζαν» και με την τιμολογιακή πολιτική των ΔΕΚΟ.
Αλλωστε, οι μεγάλες ΔΕΚΟ είναι επιχειρήσεις με τεράστιο σταθερό κεφάλαιο, για τις οποίες δεν είχε κανένα ενδιαφέρον το ιδιωτικό κεφάλαιο στη φάση της ίδρυσης, στερέωσης και επέκτασής τους. Κανένας ιδιωτικός καπιταλιστικός όμιλος δεν θα αναλάμβανε ποτέ τη δημιουργία των τεράστιων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και των δικτύων της ΔΕΗ και του ΟΤΕ. Οι ιδιώτες καπιταλιστές προτιμούσαν να επιχειρούν ως προμηθευτές και εργολάβοι, αρμέγοντας το δημόσιο χρήμα που μαζευόταν με τη σκληρή φορολόγηση του ελληνικού λαού. Και βέβαια, οφελούνταν και ως καταναλωτές, εξασφαλίζοντας τιμές πολύ φτηνότερες απ’ αυτές των νοικοκυριών (ποιος ξεχνάει την αποικιοκρατικού τύπου σύμβαση ΔΕΗ-ΠΕΣΙΝΕ;).
Για δεκαετίες ουδείς αμφισβήτησε την κρατική ιδιοκτησία αυτών των επιχειρήσεων και το δικαίωμα των κυβερνήσεων να κάνουν ρυθμίσεις με τις οποίες ασκούσαν κοινωνική πολιτική. Ηταν, αν θέλετε, ένα εργαλείο που η αστική τάξη έδωσε στις κυβερνήσεις της, προκειμένου να εξασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη. Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, όμως, η τάση άλλαξε. Ο καπιταλισμός αγρίεψε, για να το πούμε αλλιώς. Θεωρώντας ότι έχει πετύχει στρατηγικής σημασίας νίκη επί της εργατικής τάξης, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντιστάσεις που να κλονίσουν την κοινωνική ειρήνη, απαιτούν πλέον την κατάργηση κάθε κοινωνικού κριτήριου στη λειτουργία των ΔΕΚΟ και το άνοιγμά τους στον ανταγωνισμό. Δηλαδή, τη δική τους συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο και την ανάληψη της διοίκησης των ΔΕΚΟ.








