Tι είναι η κοινωνική ασφάλιση; Eίναι μήπως κάποιο προνόμιο των εργαζόμενων ή είναι απλά η δυνατότητά τους να επιβιώνουν όταν δεν μπορούν να εργαστούν, είτε γιατί έκλεισαν τον παραγωγικό τους κύκλο είτε γιατί αρρώστησαν, είτε γιατί έγιναν ανίκανοι για δουλειά (συνήθως εξαιτίας εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας); Kαι πρέπει αυτό το δικαίωμα να το θεωρούμε παραχώρηση από τ’ αφεντικά και το κράτος; Mην τρελαθούμε εντελώς.
♦ Oι εργαζόμενοι παράγουν όλο τον πλούτο που είναι συσσωρευμένος στην κοινωνία.
♦ Oι εργαζόμενοι πληρώνουν κάθε χρόνο το 80% των φόρων που εισπράττει το κράτος.
♦ Eπομένως, η κοινωνική ασφάλιση είναι το ελάχιστο που μπορούν να απαιτήσουν.
Aκόμα και η καλύτερη κοινωνική ασφάλιση δεν συνιστά κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά αποτελεί κομμάτι της κοινωνικής αδικίας. Kοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να υπάρξει μόνο όταν πάψουν να υπάρχουν αφεντικά κι εργάτες, πλούσιοι και φτωχοί. Mέχρι τότε, η κοινωνική ασφάλιση, δηλαδή η δυνατότητα επιβίωσης είναι το ελάχιστο για τους ανθρώπους της δουλειάς.
Oλος ο κοινωνικός πλούτος παράγεται από τους εργαζόμενους και όχι από τους κεφαλαιοκράτες. Oλος ο πλούτος που συσσωρεύεται στα χέρια των κεφαλαιοκρατών είναι η υπεραξία που έκλεψαν, είτε άμεσα (στην παραγωγή και διανομή των υλικών αγαθών) είτε έμμεσα (μέσω του αναδιανεμητικού προς όφελός τους ρόλου του κρατικού προϋπολογισμού). Γι’ αυτό και η κοινωνική ασφάλιση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν παραχώρηση προς τους εργάτες, αλλά ως ελάχιστο δικαίωμά τους. Aν είναι να μιλήσουμε στα σοβαρά για ανταποδοτικότητα, τότε πρέπει οι κεφαλαιοκράτες να απαλλοτριωθούν και οι εργαζόμενοι να γίνουν κύριοι του προϊόντος της δουλειάς τους.
Ως παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου, λοιπόν, οι εργαζόμενοι πρέπει να θεωρούν ως στοιχειώδες δικαίωμά τους την πλήρη κοινωνική ασφάλιση για όλους. Δηλαδή, ασφαλιστική κάλυψη γήρατος, αναπηρίας, ασθένειας, θανάτου, μητρότητας, ανεργίας για άνδρες και γυναίκες, εργαζόμενους και άνεργους, ντόπιους και ξένους.
Tη χρηματοδότηση αυτής της πλήρους ασφάλισης πρέπει να αναλάβουν οι καπιταλιστές και το κράτος τους. H ασφαλιστική εισφορά των εργαζόμενων πρέπει να καταργηθεί. Eίναι πάρα πολλά αυτά που τους κλέβουν τ’ αφεντικά αρπάζοντας την απλήρωτη εργασία τους. Kι είναι πολλά αυτά που τους παίρνει το κράτος, κυρίως με την έμμεση φορολογία, για να τα ξαναδώσει στους καπιταλιστές, με δεκάδες νόμιμους και παράνομους τρόπους.
Πρέπει, λοιπόν, να καταργηθεί άμεσα η εργατική ασφαλιστική εισφορά και να αυξηθεί ανάλογα η εργοδοτική, σε τρόπο ώστε να καλύπτουν τις απαιτήσεις του συστήματος μαζί με την κρατική συμμετοχή. Eπειδή θα μιλήσουν και πάλι για χτύπημα στην ανταγωνιστικότητα, έχουμε να τους πούμε το εξής απλό: ας μειώσουν τα κέρδη τους.
Οταν τοποθετήσουμε το ζήτημα σε ταξική βάση, όταν δηλαδή αντιμετωπίσουμε την Κοινωνική Ασφάλιση όχι ως κρατική πρόνοια, αλλά ως στοιχειώδες εργατικό δικαίωμα, τότε θα καταλήξουμε σ' ένα θεμελιώδες ταξικό αίτημα: πλήρης ασφάλιση για όλους και πλήρης χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το κράτος τους.
Στη βάση αυτού του θεμελιώδους αιτήματος η Κοινωνική Ασφάλιση δεν είναι ατομική, αλλά συλλογική (ταξική) υπόθεση. Το ατομικό στοιχείο υπεισέρχεται αφού προηγουμένως εξασφαλιστεί το συλλογικό. Οπως υπάρχουν διαφοροποιήσεις στους μισθούς (ανάλογα με το επάγγελμα, τις δεξιότητες, τα χρόνια υπηρεσίας, την οικογενειακή κατάσταση κτλ.), έτσι θα υπάρχουν και διαφοροποιήσεις στο συνταξιοδοτικό καθεστώς. Οχι όμως χωρίς να έχει εξασφαλιστεί ένα ταξικά αξιοπρεπές μίνιμουμ για όλους, όχι χωρίς να έχει εξασφαλιστεί ασφαλιστική προστασία έναντι της ανεργίας, όχι χωρίς να έχει εξασφαλιστεί το δικαίωμα πρόσβασης στις ίδιες υπηρεσίες υγείας για όλους.
Στη βάση αυτού του θεμελιώδους ταξικού αιτήματος η εργατική τάξη δε χρειάζεται να αναλάβει καμιά συνυπευθυνότητα στη διοίκηση και διαχείριση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης. Αυτή την υποχρέωση απαιτούμε να την αναλάβει αποκλειστικά το αστικό κράτος. Εμείς απαιτούμε αυτά που δικαιούμαστε κι αυτοί να βρουν τον τρόπο να τα ικανοποιήσουν.
Πέρα απ' αυτή την ταξική τοποθέτηση και διεκδίκηση υπάρχει μόνο η κακομοιριά της λογιστικής προσέγγισης, η συζήτηση περί βιωσιμότητας του συστήματος και μια μάχη οπισθοφυλακών, τα καταστροφικά αποτελέσματα της οποίας έχουν καταγραφεί στις αντιασφαλιστικές ανατροπές της τελευταίας εικοσιπενταετίας, από το 1990 που έρχισαν οι διαδοχικές επιθέσεις στα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα.
Πέρα απ' αυτή την ταξική τοποθέτηση, υπάρχει η εξατομίκευση («πόσο με πιάνουν εμένα οι νέες ρυθμίσεις»), ο ψεύτικος διαχωρισμός ανάμεσα σε «προνομιούχους» και μη, η ενδοεργατική φαγωμάρα και ένα κλίμα ηττοπάθειας και αγωνιστικής παράλυσης.
Αντίθετα, η θεμελιώδης ταξική διεκδίκηση, που σε πολλούς μπορεί να φαίνεται «μαξιμαλιστική», είναι η μόνη που μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά, «εφοδιάζοντας» το εργατικό κίνημα με έναν οδοδείκτη στο διηνεκές. Χωρίς αυτόν τον οδοδείκτη δεν μπορούν να δοθούν ούτε οι αμυντικές μάχες του σήμερα, ούτε οι επιθετικές-διεκδικητικές μάχες του αύριο. Δεν μπορεί να υπάρξει στέρεη ασφαλιστική συνείδηση.