Τι χρειάζεται ένα κακότεχνο ασφαλίτικο σενάριο για να καταστεί αληθοφανές; Μια δικαστική του επιβεβαίωση. Το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής για τους Μάριο Σεϊσίδη και Κώστα Σακκά αποδείχτηκε εξαρχής τρύπιο. Εμπαζε από παντού. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν. Χρειαζόταν, λοιπόν, μια δικαστική επιβεβαίωση, έστω για ελαφράς (σε σχέση με την «τρομοκρατική δράση») μορφής ποινικά αδικήματα, ώστε να κερδίσει μερικούς πόντους αληθοφάνειας. Και η αστική Δικαιοσύνη, πιστή θεραπαινίδα της κρατικής καταστολής, έκανε και αυτή τη φορά το καθήκον της.
Στις 17 Αυγούστου, λοιπόν, σε μια Αθήνα άδεια από κόσμο, με μια διαδικασία ξέχειλη από πολιτική σκοπιμότητα, δικάστηκαν οι Μάριος Σεϊσίδης και Κώστας Σακκάς για τις πλημμεληματικές κατηγορίες που τους αποδόθηκαν μετά τη σύλληψή τους στις αρχές του μήνα. Σε πείσμα των διωκτικών αρχών, όσοι αλληλέγγυοι ήταν στην πρωτεύουσα έδωσαν δυναμικό παρόν και ήταν μάρτυρες σ’ άλλη μια fast track δίκη αγωνιστών.
Τα ευτράπελα ξεκίνησαν από την έναρξη της διαδικασίας. Οι συνήγοροι υπήρξαν αναλυτικοί και αιτιολόγησαν πλήρως το αίτημα αναβολής (ελλιπής χρόνος προετοιμασίας, κατηγορούμενοι σε φυλακές εκτός Αθήνας κι ένας συνήγορος με κώλυμα). Παρολαυτά, η απόρριψη του αιτήματος ήρθε αβασάνιστα από την έδρα, κι έτσι κλήθηκε ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας. Αστυνομικός, φυσικά. Τόσο αυτός όσο και οι άλλοι δύο που κατέθεσαν στη συνέχεια, προσπάθησαν με τις «copy paste» καταθέσεις τους να φτιάξουν το «παραμύθι», όπως επεσήμαναν και οι συνήγοροι υπεράσπισης Κώστας Παπαδάκης και Δημήτρης Κατσαρής,. Ένα «παραμύθι» που τα είχε όλα: καταδίωξη, κυνηγητό, πυροβολισμούς… Πόσο πρωτότυπο!
Η έδρα «κατάπιε» αμάσητο το αστυνομικό σενάριο για όλες τις βασικές κατηγορίες, δηλαδή την πλαστογραφία ταυτοτήτων και πινακίδων κυκλοφορίας, την κλοπή του αυτοκινήτου και την αντίσταση κατά της αρχής. Οι ερωτήσεις που έκανε ήταν από αδιάφορες έως και βοηθητικές για τους αστυνομικούς, προκειμένου να διαλευκάνουν τα «σκοτεινά» σημεία της αφήγησής τους. Ωστόσο, ήταν εμφανές ότι αυτοί ψεύδονταν και θα έπρεπε να κάθονται στο εδώλιο ως κατηγορούμενοι και όχι στο βήμα ως μάρτυρες κατηγορίας.
Με τις ερωτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης καταρρίφθηκαν βασικά σημεία της ιστορίας, η οποία είχε σερβιριστεί και από την Αντιτρομοκρατική στα παπαγαλάκια του αστικού Τύπου. Ο διπλός πυροβολισμός των μπάτσων «στον αέρα για εκφοβισμό» αποκαλύφθηκε ότι ήταν , με στόχευση κατευθείαν στο σώμα των κατηγορουμένων. Επίσης, η υποτιθέμενη αντίσταση που προέβαλαν οι κατηγορούμενοι κατά τη σύλληψή τους ήταν ένα τεράστιο ψέμα. Οχι μόνο δεν αντιστάθηκαν, αλλά δέχτηκαν και τον πρώτο άγριο ξυλοδαρμό μέχρι να τους περαστούν οι χειροπέδες και να οδηγηθούν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί δε, υπήρξε δεύτερο κύμα κακοποίησης με βασανισμούς που καταγγέλθηκαν και περιγράφηκαν από τους Σεϊσίδη και Σακκά. Κι όλ’ αυτά μολονότι οι ίδιοι είχαν δηλώσει εξαρχής την πραγματική τους ταυτότητα.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η Αντιτρομοκρατική είχε ήδη εμπλακεί στην υπόθεση από το απόγευμα της ίδιας μέρας (στις 4 έγινε το συμβάν και από τις 6 φαίνεται να έχει εμπλοκή η Αντιτρομοκρατική). Γιατί να εμπλακεί αν μιλούσαμε όντως για μια απλή τροχονομική παράβαση κι αν δεχτούμε ότι η αστυνομία της Σπάρτης δε γνώριζε την ταυτότητα των κρατουμένων; Άλλος ένας ψευδής ισχυρισμός που κατέπεσε στο δικαστήριο. Για να επιβεβαιωθεί πως ο βασανισμός των δύο αγωνιστών –ιδιαίτερα αυτός στο αστυνομικό τμήμα- έγινε με εντολή «άνωθεν». Για να στείλει μηνύματα ευρύτερης σημασίας.
Κορυφαία στιγμή της διαδικασίας υπήρξε και η αγόρευση της εισαγγελέως. Το σκεπτικό της ήταν κόπια του σεναρίου της Αντιτρομοκρατικής. Η φράση δε που έμεινε ανεξίτηλη ήταν ότι «οι κατηγορούμενοι, αποδείχθηκε ότι έκαναν τις ανωτέρω πράξεις»! Πόσο πιο κυνική ομολογία ότι δικάζεται ευθέως το φρόνημα; Πόσο πιο ξεκάθαρη και απροκάλυπτη δήλωση ότι «σας καταδικάζουμε γιατί είστε πολιτικοί αντίπαλοι του συστήματος που υπηρετούμε»; Μπορεί να διερρήγνυε τα ιμάτιά της η πρόεδρος, ότι δεν υπάρχουν «δικαστές της Αντιτρομοκρατικής», όμως η διαδικασία και το αποτέλεσμα έδειξαν ότι και υπάρχουν και κάνουν χωρίς δεύτερη σκέψη τις «δουλειές» που τους ζητούνται.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης και οι μάρτυρες υπεράσπισης Σειρηνίδης και Τραϊκάπης παρουσίασαν την πραγματική εικόνα αυτής της δίωξης και το πλαίσιο της φυγοδικίας των δύο αγωνιστών. Το αυτί του δικαστηρίου φυσικά δεν ίδρωσε. Ετσι, αργά το βράδυ της ίδιας μέρας καταδίκασε τους Μ. Σεϊσίδη και Κ. Σακκά για πλαστογραφία, κλοπή και αντίσταση σε 32 και 33 μήνες φυλάκισης αντιστοίχως (ο Σακκάς χρεώθηκε και την τροχονομική παράβαση).