Ο Η. Κοντονικόλας, φίλος του Π. Φύσσα, με κοινή πορεία και συνεργασία στη μουσική, Κερατσινιώτης κι αυτός και παρών εκείνο το βράδυ στην επίθεση από τους νεοναζί, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη των νεοναζί. Η κατάθεσή του, που άρχισε στις 11 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε μετά από τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις, υπήρξε «φωτιά» για τους νεοναζί δολοφόνους.
Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να συμπυκνώσουμε τα πιο καίρια σημεία αυτής της κατάθεσης, να κάνουμε εμφανή τα σημεία στα οποία καταρρίφθηκαν για άλλη μια φορά οι ισχυρισμοί αστυνομίας και Χρυσαυγιτών και να δώσουμε κατά το δυνατόν μια ολοκληρωμένη εικόνα των όσων είπε ο μάρτυρας στο ακροατήριο.
Ξεκινώντας την περιγραφή των γεγονότων εκείνης της νύχτας, ο Η. Κοντονικόλας ξεκαθάρισε ότι στην καφετέρια «Κοράλι» υπήρχε μια παρέα τριών ατόμων που κοίταζαν προκλητικά την παρέα του Π. Φύσσα. Οι τρεις αυτοί ήταν εμφανώς Χρυσαυγίτες, κάτι που γινόταν αντιληπτό ήδη από την εμφάνισή τους (παντελόνι παραλλαγής, κοντοκουρεμένοι με το ναζιστικό στιλ κτλ). Ο μάρτυρας τόνισε ιδιαίτερα πως η παρέα αυτή σηκώθηκε κι έφυγε από το μαγαζί πριν τελειώσει ο ποδοσφαιρικός αγώνας, γεγονός που αποδεικνύει –ενόψει των όσων ακολούθησαν- ότι αυτό το χρυσαυγίτικο τρίο ήταν καταλυτικός παράγοντας προκειμένου να συνεννοηθούν, να μαζευτούν και να οργανωθούν για να κάνουν την επίθεση.
Βγαίνοντας από το «Κοράλι», ο Η. Κοντονικόλας ήταν αυτός που συνόδευσε τον Χ. Πακιώτη (από την παρέα του Π. Φύσσα και αυτός) στην Π. Τσαλδάρη, για να πάρει ταξί λόγω αδιαθεσίας που είχε αισθανθεί. Μετά από λίγο, κι αφού όλη η παρέα είχε πια μαζευτεί στην Π. Τσαλδάρη και ο Χ. Πακιώτης είχε φύγει με το ταξί, έμαθε ότι δεν μπορούσαν να κατευθυνθούν προς τα οχήματά τους γιατί ο τόπος ήταν «γεμάτος» από Χρυσαυγίτες που τους εμπόδιζαν. Τότε αποφάσισαν να πάνε κάπου αλλού μέχρι να μπορέσουν να τα πάρουν.
Ο μάρτυρας φρόντισε, προλαμβάνοντας έδρα και υπερασπιστές της Χρυσής Αυγής, να ξεκαθαρίσει ότι η αστυνομία ήταν παρούσα αρκετή ώρα πριν από τη δολοφονία και με και . Ωστόσο, κανένα από τα «άτομα που συγκεντρώνονταν» δε φαινόταν να πτοείται από την παρουσία της αστυνομίας.
Η παρέα Φύσσα, λοιπόν, κινούνταν στην Π. Τσαλδάρη, όταν είδε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο του Ρουπακιά, με τον ίδιο οδηγό και άλλα δύο άτομα μέσα, να σταματάει και να ρωτάει τον Π. Φύσσα πού είναι η οδός Κεφαλληνίας. Αμέσως μετά έστριψε, ακολουθούμενο από κάμποσα μηχανάκια, τα περισσότερα δικάβαλα, με τα άτομα να φορούν γάντια κοκάλινα και κράνη στα κεφάλια.
Δεν πέρασαν λίγες στιγμές αφότου έστριψε η πομπή και ξεκίνησαν άτομα να κραυγάζουν και να τρέχουν προς το μέρος της παρέας τους. Από το σύνολο της παρέας, τρία άτομα έμειναν πίσω. Ο Π. Φύσσας, ο Δ. Μελαχροινόπουλος και ο Η. Κοντονικόλας. Και οι τρεις δέχτηκαν επιθέσεις. Ο Κοντονικόλας περιέγραψε ότι έπεσαν δυο-τρία άτομα πάνω του, τον χτύπησαν στο κεφάλι, αυτός έπεσε και χτύπησε στη τζαμαρία καταστήματος και αμέσως μετά δέχτηκε κλωτσιές στα πλευρά του. Εκείνη την ώρα αντιλήφθηκε και άλλα άτομα στο απέναντι πεζοδρόμιο να βρίζουν και να φωνάζουν, ! Και σ’ αυτό ο μάρτυρας υπήρξε επίσης κατηγορηματικός.
Μόλις ολοκληρώθηκε αυτή η πρώτη επίθεση, κι ενώ ο ίδιος βρισκόταν ακόμα στο πεζοδρόμιο, είδε το αυτοκίνητο του Ρουπακιά να μπαίνει ανάποδα στο ρεύμα, να κατεβαίνει ο οδηγός, και να τον μαχαιρώνει. όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ερωτώμενος πιο συγκεκριμένα για τη στάση της αστυνομίας, ο Η. Κοντονικόλας συνέχισε την περιγραφή του. Ο Π. Φύσσας, μαχαιρωμένος, πρόλαβε και φώναξε, υποδεικνύοντας τον Γ. Ρουπακιά. Μ Οπως είπε αργότερα, απαντώντας σε ερώτηση της πολιτικής αγωγής, .
Η υποβοηθητική στάση της αστυνομίας συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της λήψης των καταθέσεων. Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι τα λεγόμενά του παραποιήθηκαν και γράφτηκαν έτσι «όπως βολεύει την αστυνομία». Ειδικά όσον αναφορά την ώρα που η αστυνομία ήταν παρούσα και απλή θεατής της επίθεσης των νεοναζί. Μιλάμε δηλαδή για απόλυτα αγαστή συνεργασία. Οχι ότι πέσαμε απ’ τα σύννεφα, ακούγοντας τον μάρτυρα να το καταθέτει με απόλυτη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα, αλλά να τελειώνουμε σιγά-σιγά και με τα παραμύθια των αστυνομικών.
Τέλος, ο μάρτυρας, ως κάτοικος της περιοχής του Κερατσινίου, σχολίασε και άλλα περιστατικά με τη Χρυσή Αυγή που έχουν πέσει στην αντίληψή του. Μίλησε για το ΠΑΜΕ και για τις λαϊκές αγορές, λέγοντας ότι όλες οι επιθέσεις έχουν ομοιότητες και είναι δολοφονικές. Πρόσθεσε επίσης ότι κατά την άποψή του .
ΥΓ: Θλιβερή ήταν η πλευρά της υπεράσπισης. Με ελιγμούς και ψευτοκορόνες για αντιφατικά σημεία στην κατάθεση του μάρτυρα προσπάθησε, αφού δεν της είχε απομείνει τίποτε άλλο, να τον βγάλει αναξιόπιστο, φτάνοντας στο σημείο να ζητά κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του ίδιου με τους αστυνομικούς που έχουν ήδη καταθέσει. Οσο όμως κι αν προσπάθησαν, ο μάρτυρας υπήρξε σαφής και ανένδοτος:
Σε προηγούμενο ρεπορτάζ για τη δίκη των νεοναζί της ΧΑ (δείτε ) δημοσιεύσαμε κάτοψη της περιοχής όπου έγινε η δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα, στην οποία τοποθετήσαμε και τις θέσεις τεσσάρων αυτοπτών μαρτύρων. Οι δύο από αυτούς τους αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν στη ΣΤ’ ανακρίτρια του Πειραιά, αλλά δεν κλήθηκαν από την εισαγγελία για να καταθέσουν στο δικαστήριο, ενώ οι άλλοι δύο κατέθεσαν και στο δικαστήριο. Πρόκειται για δυο φοιτήτριες που κάθονταν σ’ ένα παγκάκι πολύ κοντά στο σημείο της δολοφονίας και παρακολούθησαν όλα τα διαδραματισθέντα.
Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο ρεπορτάζ με τις καταθέσεις των δύο φοιτητριών. Ομως, τοποθετήσαμε λάθος στην κάτοψη το παγκάκι στο οποίο κάθονταν. Η σωστή θέση δεν είναι διαγωνίως από το σημείο της δολοφονίας, αλλά σε ευθεία. Η διόρθωση ενισχύει την αξιοπιστία των δύο φοιτητριών. Στο λαθεμένο σχεδιάγραμμα η θέση τους είναι διαγωνίως και σε απόσταση 33 μέτρων από το σημείο της δολοφονίας, ενώ η πραγματική θέση τους (δείτε το διορθωμένο σχεδιάγραμμα που δημοσιεύουμε) είναι σε ευθεία, στο ίδιο πεζοδρόμιο και σε απόσταση 21 μέτρων.