Ανεβαίνει ξανά το θερμόμετρο στις σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση του Κιέβου και τους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία μετά τις εκλογές στις 2 του Νοέμβρη στις ελεγχόμενες περιοχές από τις αυτονομιστικές πολιτοφυλακές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, από τις οποίες εκλέχτηκαν ως επικεφαλής της αποκαλούμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ ο Αλεξάντρ Ζαχαρτσένκο με ποσοστό 80% και της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουχάνσκ ο Ιγκόρ Πλοτνίτσκι με ποσοστό 63%.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα επικεντρώθηκε στη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που υπογράφτηκε στο Μινσκ της Λευκορωσίας στις 5 Σεπτέμβρη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Λευκός Οίκος και η κυβέρνηση του Κιέβου κατήγγειλαν τη διεξαγωγή των εκλογών ως «κατάφωρη παραβίαση» της συμφωνίας του Μινσκ, χαρακτήρισαν «παράνομο» το εκλογικό αποτέλεσμα και ανακοίνωσαν ότι δεν πρόκειται να το αναγνωρίσουν, επικαλούμενοι ότι η συμφωνία προβλέπει εκλογές με βάση τον ουκρανικό νόμο για τοπικά συμβούλια και όχι για πρωθυπουργό και κυβέρνηση. Αντίθετα, η Μόσχα, η οποία είχε πριν από τις εκλογές δηλώσει ότι θα «σεβαστεί τη θέληση του λαού του Ντονμπάς», υποστηρίζει ότι οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν εντός της προθεσμίας (19 Οκτώβρη – 3 Νοέμβρη) που ορίζει η συμφωνία του Μινσκ και συνεπώς αυτός που την παραβίασε είναι ο ουκρανός πρόεδρος, ο οποίος αποφάσισε μονομερώς τη μεταφορά τους στις 7 Δεκέμβρη. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει επίσημη αναγνώριση του εκλογικού αποτελέσματος δια στόματος Πούτιν, όμως η δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Γκριγκόρι Καράσιν ότι οι νικητές των εκλογών έχουν «επαρκή εξουσία να αναπτύξουν ένα σταθερό και ευρύ διάλογο με τις αρχές του Κιέβου, που μπορεί να φέρει αποτελέσματα μόνο με την προϋπόθεση της ισότητας στο διάλογο και του αμοιβαίου σεβασμού», δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τη στάση του Κρεμλίνου και την υποστήριξή του στις κινήσεις που γίνονται από τους αυτονομιστές ηγέτες.
Ο θόρυβος κυρίως από την πλευρά της κυβέρνησης του Κιέβου και των δυτικών πατρώνων της για παραβίαση ή όχι της συμφωνίας του Μινσκ γίνεται κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους και ταυτόχρονα αποσκοπεί στην άσκηση πίεσης στη Μόσχα.
Στην πραγματικότητα, τόσο η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του Μινσκ όσο και το μνημόνιο των 12 σημείων, το οποίο ανοίγει το δρόμο για την παραμονή του Ντονμπάς με «ειδικό καθεστώς» στην Ουκρανία παραμένουν μέχρι στιγμής στα χαρτιά. Ολο αυτό το διάστημα, οι συγκρούσεις δεν σταμάτησαν. Τα αντίπαλα στρατόπεδα ανασυγκροτούν και ενισχύουν τις δυνάμεις τους για να αναμετρηθούν με καλύτερους όρους, ενώ οι αυτονομιστές ηγέτες στις αποκαλούμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, ή αλλιώς στη Νοβοροσίγια (Νέα Ρωσία) μεθοδεύουν βήμα βήμα τις κινήσεις τους προς τον αποχωρισμό ενός μεγάλου τμήματος από την Ουκρανία, που μπορεί να ανήκει τυπικά στην Ουκρανία, στο πλαίσιο μιας χαλαρής συνομοσπονδίας, αλλά δεν θα ελέγχεται από το Κίεβο. Οι εκλογές είναι ένα ακόμη βήμα προς αυτό το στόχο. Εκτός των άλλων, τον περασμένο μήνα, οι αυτονομιστικές αρχές ανακοίνωσαν την ίδρυση της δικής τους Κεντρικής Τράπεζας και Ταχυδρομείου καθώς και τη διεξαγωγή διαγωνισμού για ένα νέο Εθνικό Υμνο, ενώ σε μια συμβολική κίνηση ακύρωσαν την αλλαγή της τοπικής ώρας τη χειμερινή περίοδο, εναρμονίζοντάς την με τη ρωσική ώρα.
Στις 3 Νοέμβρη, μια μέρα μετά τις εκλογές, ο ουκρανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι ζήτησε την έκτακτη σύγκλιση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας και Αμυνας και ότι επρόκειτο να ζητήσει από τη βουλή την ακύρωση του «ειδικού καθεστώτος» για το Ντονμπάς και την αντικατάστασή του από ένα νέο νόμο που θα ορίζει ακριβώς τα σύνορα των περιοχών με «ειδικό τοπικό αυτοδιοικητικό καθεστώς», με την προϋπόθεση να «υποχωρήσουν» στο ζήτημα των εκλογών της 2ης Νοέμβρη. Παράλληλα, επανέρχεται στο προσκήνιο η διατήρηση και η απειλή νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας σε περίπτωση μη τήρησης από το Κρεμλίνο της συμφωνίας του Μινσκ. Στις 5 Νοέμβρη, οι αυτονομιστές ηγέτες σε κοινή ανακοίνωσή τους δήλωσαν ότι η απόφαση ακύρωσης του «ειδικού καθεστώτος» συνιστά παραβίαση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, ότι δεν μπορούν να ενεργούν με βάση ένα ντοκουμέντο από το οποίο ο Ποροσένκο έχει αφαιρέσει θεμελιωδώς σημαντικά σημεία, ότι δεν δεσμεύονται πλέον απ’ αυτό και ότι είναι έτοιμοι να αναδιαπραγματευτούν τη συμφωνία του Μινσκ με στόχο τον τερματισμό του πολέμου.
Παρόλο που οι αυτονομιστές ηγέτες με κοινή ανακοίνωσή τους την επομένη των εκλογών δήλωσαν ότι είναι έτοιμοι να συνεχίσουν το διάλογο με την κυβέρνηση του Κιέβου, αλλά σε βάση ισότητας και αμοιβαίου σεβασμού, να αποκαταστήσουν τις σχέσεις με ουκρανικές περιοχές και να υπογράψουν συμφωνίες με υπουργεία, επιχειρήσεις και οργανώσεις της Ουκρανίας, είναι φανερό ότι το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές βαθαίνει. Πρόσφατα, οι αυτονομιστές ηγέτες διακήρυξαν δημόσια την πρόθεσή τους να επεκτείνουν τον έλεγχό τους είτε στρατιωτικά είτε διπλωματικά στις περιοχές του Ντονμπάς που βρίσκονται υπό κυβερνητικό έλεγχο και να καταλάβουν τη Μαριούπολη, ενώ ο Ρόμαν Λιαγκίν, πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής του Ντονέτσκ δήλωσε αμέσως μετά τις εκλογές: «Δεν είμαστε τμήμα της Ουκρανίας, είμαστε σε κατάσταση πολέμου με την Ουκρανία και ο πόλεμος θα συνεχιστεί μέχρι να απελευθερώσουμε τις περιοχές μας που βρίσκονται υπό την κατοχή της Ουκρανίας».
Παρά τις πολεμικές κραυγές που ακούγονται στην ουκρανική βουλή που προέκυψε από τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Οκτώβρη, ο ουκρανός πρόεδρος και η νέα κυβέρνηση δεν έχουν πολλές επιλογές. Η ουκρανική οικονομία έχει χρεοκοπήσει και η χώρα είναι έρμαιο των δανειστών. Η Ρωσία δεν πτοείται από τις κυρώσεις και τις πιέσεις και δεν κάνει πίσω από το στόχο μιας ουκρανικής συνομοσπονδίας. Το Κίεβο όχι μόνο δεν μπορεί να επικρατήσει στρατιωτικά επί των αυτονομιστών, που έχουν την έμμεση και άμεση στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη της Ρωσίας, αλλά κινδυνεύει να χάσει και άλλες περιοχές στο Ντονμπάς που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του. Γι αυτό, όπως ανακοίνωσε στις 4 Νοέμβρη, ο ουκρανός πρόεδρος, αναπτύσσονται μερικές νέες στρατιωτικές μονάδες στις περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας που ελέγχονται από τον κυβερνητικό στρατό για να τις υπερασπίσουν από πιθανές επιθέσεις. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα επιχειρήσουν αντεπιθέσεις για την ανακατάληψη κάποιων εδαφών από τους αυτονομιστές. Συνεπώς, οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ενώ παράλληλα θα συνεχίζονται οι πιέσεις στη Ρωσία από ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς να μπορεί να προβλέψει κανείς αν θα καταλήξουν κάποια στιγμή σε μια διπλωματική λύση ή σε μια «παγωμένη σύγκρουση», τύπου Γεωργίας ή Μολδαβίας (Νότια Οσετία, Αμπχαζία, Τρασνίστρια).