Η Μεγάλη Βρετανία, η «ξεπουπουλιασμένη» αριστοκράτισσα, πληρώνει βαρύτατα το τίμημα της ενεργειακής εξάρτησης και της πλήρους ευθυγράμμισή της στην «ελεύθερη αγορά» και στον υπερατλαντικό σύμμαχο.
Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Μεγάλη Βρετανία έχουν χτυπήσει «κόκκινο». Κρύος ιδρώτας αρχίζει να κυριεύει τις κυβερνήσεις των ενεργειακά εξαρτημένων χωρών, πρωτίστως της Γηραιάς Αλβιώνας που έχει ξεμείνει χωρίς αποθέματα και βασίζεται αποκλειστικά στην τρέχουσα αγορά αερίου και ακολούθως της ευρωπαϊκής ηπείρου. Οι συνέπειες των αυξήσεων στην ίδια τη βιομηχανία και στο ισοζύγιο πληρωμών τους θα είναι επώδυνες. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες που παράγουν και διανέμουν αέριο, ΗΠΑ και Ρωσία, θα βρεθούν με έκτακτο συνάλλαγμα από το πουθενά. Η ενεργοβόρα βιομηχανική Ευρώπη, η Ιαπωνία και η Κίνα θα καταβάλουν βαρύτατο το τίμημα της ενεργειακής εξάρτησης από τους προμηθευτές τους, που εκμεταλλεύονται την υψηλή ζήτηση, σπρώχνοντας τις τιμές στα ύψη. Για άλλη μια φορά, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα των χωρών αυτών (και της δικής μας) θα κληθούν να πληρώσουν τα «σπασμένα» από τον άγριο ανταγωνισμό των μονοπωλίων για το διεθνή έλεγχο των πρώτων υλών και της ενέργειας.
Από τον Γενάρη οι τιμές χονδρικής έχουν αυξηθεί κατά 250%, ενώ μόνο από τον Αύγουστο κατά 70%. Τα βρετανικά ΜΜΕ ήδη μιλούν για σοβαρή κρίση στην αγορά φυσικού αερίου και ήδη εταιρίες λιανικής πώλησης ενέργειας «βαράνε κανόνι» καθώς δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους καταναλωτές και το ίδιο το κράτος.
Το ενεργειακό παρελθόν της Μεγάλης Βρετανίας
Η Μεγάλη Βρετανία διαχρονικά στηρίζεται ενεργειακά κυρίως στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο. Το 1990 στηριζόταν σε ποσοστό 36,1% στο πετρέλαιο και 24,6% στο αέριο επί της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ το 2020 τα ποσοστά ήταν 31,2% και 41,9%, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα για το αέριο, σε απόλυτους αριθμούς, η παραγωγή, αφού υπερδιπλασιάστηκε από το 1990 στο 2000, από 528 TWh σε 1260,2 TWh, έπεσε το 2020 σε επίπεδο κατώτερο του 1990. Στο ίδιο διάστημα, η παραγωγή του πετρελαίου έπεσε στο μισό. Αναμενόμενα, η αύξηση στην κατανάλωση του αερίου και η παράλληλη μείωση στην παραγωγή οδήγησαν σε έκρηξη των εισαγωγών: από 79,8 TWh το 1990, σε 478,2 το 2020 (μια αύξηση κοντά στο 500%).
Παρατηρούμε ότι από τη δεκαετία του 2010 και μέχρι τώρα οι εισαγωγές χωρίζονται σε εισαγωγές από αγωγό και από υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), του οποίου η μεταφορά γίνεται θαλάσσια. Το 2020, το 41% των εισαγωγών προέρχεται από LNG και το 87% αυτών προέρχεται από το Κατάρ, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, 48% από το Κατάρ, 27% από τις ΗΠΑ και μόλις 12% από τη Ρωσία. Μάλιστα, το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι εισαγωγές LNG έφτασαν το 62% των συνολικών εισαγωγών, ρίχνοντας αντίστοιχα τα ποσοστά εισαγωγών από αγωγούς, με την Ολλανδία κατά 36% και με το βασικό προμηθευτή, τη Νορβηγία, κατά 11%.
Η στροφή στις εισαγωγές και στη μη παραγωγή συνοδεύτηκε από μια καταστροφική διαχείριση των αποθεμάτων φυσικού αερίου. Το 2017, πάρθηκε η απόφαση από την Centrica (εταιρία που κατέχει την British Gas, άλλοτε δημόσια επιχείρηση για τη διαχείριση του φυσικού αερίου, που ιδιωτικοποιήθηκε από τη Θάτσερ) και από τη βρετανική κυβέρνηση να κλείσει το μεγαλύτερο εργοστάσιο αποθήκευσης φυσικού αερίου, το Rough. Η αιτιολόγηση του κλεισίματος ήταν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να αναλάβει τα κόστη συντήρησης και βελτίωσης. Το σχόλιο του τότε υπουργού Ενέργειας, Michael Fallon, ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξοικονομούνταν 750 εκατ. λίρες σε βάθος δεκαετίας. Ετσι, έπειτα από αίτημα της εταιρίας, η κυβέρνηση «ενέδωσε» στο κλείσιμο. Για να συλλάβουμε τη σημασία του κλεισίματος, το συγκεκριμένο εργοστάσιο κάλυπτε το 70% της συνολικής αποθήκευσης φυσικού αερίου για πάνω από 30 χρόνια και μπορούσε να καλύψει τη ζήτηση (και μάλιστα την υψηλότερη βάσει ιστορικότητας) στο 10%.
Παρακάτω φαίνονται τα αποθηκευμένα αποθέματα φυσικού αερίου στη Μεγάλη Βρετανία συγκριτικά με άλλες χώρες.
Το ενεργειακό παρόν της Μεγάλης Βρετανίας
Με φόντο τα παραπάνω δεδομένα, το Ηνωμένο Βασίλειο υφίσταται την επενέργεια ενός από τους βασικότερους νόμους της αγοράς, στην οποία οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι της ομνύουν αδιαλείπτως: του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Η αγορά αερίου πραγματοποιείται είτε με μακροπρόθεσμα συμβόλαια (futures), με τα οποία η προμήθεια μελλοντικών παραδόσεων κλείνεται σε προκαθορισμένες τιμές από νωρίς, είτε στην τρέχουσα αγορά (οn spot), που διαμορφώνεται από την τρέχουσα προσφορά και ζήτηση.
Οι ευρωπαϊκές χώρες προμηθεύονται αέριο τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν η τρέχουσα (spot) τιμή στην αγορά είναι χαμηλή, λόγω μικρής εποχικής ζήτησης, για να μπορέσουν να αποθεματοποιήσουν ώστε να καλύψουν τη χειμερινή ενεργειακή ζήτηση. Oμως, ήταν ήδη αργά, γιατί εξαιτίας του κρύου χειμώνα του 2021 αλλά και γενικότερης ενεργειακής στροφής στο φυσικό αέριο, εμφανίστηκε και ένας άλλος σημαντικός πελάτης LNG, που διατάραξε τις ισορροπίες της αγοράς: η Κίνα. Ενδεικτικά, το πρώτο εξάμηνο του 2021 η ζήτηση φυσικού αερίου στην Κίνα αυξήθηκε κατά 16% σε σχέση με το ίδιο χρονικό διάστημα του 2020. Αυτό απλά εκτόξευσε τις τιμές στα χρηματιστήρια φυσικού αερίου. Στο διάγραμμα φαίνεται τόσο η κατανομή των εισαγωγών φυσικού αερίου της Κίνας όσο και η τρέχουσα τιμή σε δολάρια ανά MMBTU (1 MMBTU είναι ίσο με 28,26 κυβικά μέτρα φυσικού αερίου).
Επειδή όμως οι προμηθευτές είναι δεδομένοι, οι τιμές ανέβηκαν και στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Από το διάγραμμα φαίνεται η πορεία που ακολούθησαν οι τρέχουσες τιμές του φυσικού αερίου. Η μεταβολή των αγγλικών τιμών (NBP) είναι τρομακτική σε σύγκριση με των κινέζικων (JKM) και των αμερικάνικων (Henry Hub).
Απ’ τη στιγμή που η Μεγάλη Βρετανία αγοράζει φυσικό αέριο σε τρέχουσες τιμές και δεν κλείνει μακροπρόθεσμα συμβόλαια με τους προμηθευτές της, πλέον μπήκε στο μάτι του ενεργειακού «κυκλώνα». Κανείς δεν ενδιαφέρεται να πουλήσει άμεσα στη Μεγάλη Βρετανία μεγάλες ποσότητες αερίου (το Κατάρ κοιτάζει άλλους πελάτες), παρά μόνο σε εξωφρενικές τιμές. Και πάλι αυτή την περίοδο δεν διαφαίνεται να καλύπτεται πλήρως η ζήτηση από αυτές τις ποσότητες. Επιπρόσθετα, μετά το Brexit, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να καλύπτει την ενεργειακή στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας από τα μεγαλύτερα αποθέματα ευρωπαϊκών χωρών. Η σύμμαχος από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού κάνει την πάπια. Οι υψηλότερες τιμές στην Ασία, νωρίτερα, προσέλκυσαν τις εξαγωγές LNG των ΗΠΑ, όπως και της Ρωσίας, και πλέον οι ΗΠΑ κρατούν LNG για την εσωτερική τους αγορά.
Η επιλογή αγοράς on spot αφορά και πολλές ευρωπαϊκές χώρες και βασιζόταν στην προσδοκία ότι οι χώρες-παραγωγοί θα κρατούν τις τιμές χαμηλά. Αυτή η προσδοκία τσακίστηκε μετά τα νέα δεδομένα της αγοράς και διάφοροι παράγοντες, με την παρακίνηση των ΗΠΑ, άρχισαν να κατηγορούν τη Ρωσία και τη Gazprom για χειραγώγηση της αγοράς. Η απάντηση του Πούτιν ήταν αυτή ενός παράγοντα της αγοράς: «Οι χώρες που συνήψαν μακροπρόθεσμα συμβόλαια με εμάς μπορούν να τρίβουν τώρα τα χέρια τους, γιατί διαφορετικά θα πλήρωναν τα τριπλάσια»!
Βέβαια, στην ιμπεριαλιστική σκακιέρα επικρατεί και το θέμα του αγωγού Nord Stream 2 μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Οι Αμερικανοί πάλεψαν αρκετά για την αναβολή της ενεργοποίησής του, καθώς θα ενταθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Εχουν χάσει ήδη και το ξέρουν. Η Ρωσία έχει κάθε λόγο να εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να πιέσει για την άμεση ενεργοποίηση του Nord Stream 2 που παρακάμπτει την Ουκρανία. Το γερμανικό κεφάλαιο επίσης. Oι γερμανοί ιμπεριαλιστές έχουν κάνει επενδύσεις στον Nord Stream 2 και θέλουν να κάνουν απόσβεση. Οταν, λοιπόν, θα αρχίσουν να σωρεύονται οι δυσκολίες από τη μη κάλυψη της ενεργειακής ζήτησης και επειδή οι Αμερικανοί δεν θα προσφέρουν καμία εναλλακτική, περισσότερο αέριο θα περάσει απευθείας από τον Νord Stream 2, φέρνοντας προσωρινή «ανακούφιση» για το χειμώνα στις ευρωπαϊκές χώρες. Ο ανώτατος αξιωματούχος του Κρεμλίνου θα έχει κάνει την κίνηση ματ.
Εκτός όλων των άλλων λόγων, η Μεγάλη Βρετανία βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της κρίσης γιατί η Κίνα είναι με διαφορά καλύτερος πελάτης στη συγκεκριμένη αγορά και κλείνει συνεχώς ναυλοσύμφωνα μεταφοράς LNG, παρόλο που οι τιμές είναι αρκετά υψηλές. Η Μεγάλη Βρετανία, όμως, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στη συγκεκριμένη αύξηση των τιμών. Αυτή η ανικανότητα δεν της επιτρέπει να ανανεώσει τα ήδη μικρά -συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες- αποθέματα φυσικού αερίου. Και με δεδομένη την ενεργειακή εξάρτησή της από το φυσικό αέριο, έχει οδηγηθεί σε αδυναμία κάλυψης των αναγκών της βιομηχανίας της.
Τα άμεσα αποτελέσματα της έλλειψης αερίου
Στην Αγγλία επικρατεί πλήρης ιδιωτικοποίηση στη λιανική αγορά ενέργειας. Υπάρχουν ιδιωτικές εταιρίες οι οποίες αγοράζουν ενέργεια χονδρικά και πωλούν μετέπειτα στους καταναλωτές. Σε αυτή την κάθε άλλο παρά αγνή συναλλαγή μεσολαβεί και ένας «ρυθμιστής» της αγοράς η OFGEM (Office of Gas and Electricity Markets), που ελέγχεται από το Κοινοβούλιο, αλλά τα «παίρνει» από τις άδειες που παραχωρεί στους προμηθευτές ενέργειας. Θεωρητικά θέτει ανώτατη τιμή (την οποία αναπροσάρμοσε ήδη προς τα πάνω) στην αγορά ρεύματος για να προστατεύει τους καταναλωτές από τις ορέξεις των «κερδοσκόπων». Αναμενόμενα πλέον, πολλές εταιρίες δεν αντέχουν την αύξηση των τιμών και θα χρεοκοπήσουν, αν δεν παρέμβει το κράτος με εγγυήσεις (για άλλη μια φορά θα την πληρώσει το μόνιμο υποζύγιο της φορολογίας, οι εργαζόμενοι) για έκτακτη δανειοδότησή τους.
Στην πορεία θα υπάρξει συγκεντροποίηση κεφαλαίου (κάποιοι μικρότεροι θα εξαγοραστούν από τους μεγαλύτερους παίχτες), κάποιοι θα καταστραφούν. Οι μεγάλοι, όπως η Centrica-British Gas και η EON θα συγκεντρώσουν την πελατεία. Η τιμή της ενέργειας, που καθοριζόταν έτσι κι αλλιώς μονοπωλιακά (η ρυθμιστική αρχή είναι για τα μάτια του κόσμου), θα τραβήξει την ανηφόρα. Ηδη οι εκτιμήσεις για τα τιμολόγια των νοικοκυριών (αν και είναι νωρίς ακόμα) κάνουν λόγο για αύξηση στις 139 λίρες σε ετήσια βάση. Αυτό το νούμερο, βέβαια, θα εξαρτάται από την κατανάλωση των νοικοκυριών, που κατά 85% στηρίζονται για θέρμανση στο φυσικό αέριο.
Η κρίση αυτή απλώνεται και σε άλλους τομείς της παραγωγής, όπως η διατροφή. Από το φυσικό αέριο παράγεται διοξείδιο του άνθρακα που χρησιμοποιείται στη συντήρηση τροφών και στη ζωική παραγωγή. Ο υπουργός Περιβάλλοντος του Ηνωμένου Βασιλείου George Eustice ήδη δήλωσε πως η τιμή του διοξειδίου θα ανέβει από 200 λίρες ανά τόνο σε 1.000, δείγμα του ντόμινο που ενεργοποιήθηκε λόγω της αδυναμίας αγοράς φυσικού αερίου.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πού θα σταματήσει το ντόμινο, στο βαθμό που είναι άγνωστο ακόμη αν τελικά μεσοπρόθεσμα -και μακροπρόθεσμα- μπορεί να καλυφθεί η ίδια η ζήτηση σε αέριο στο Μεγάλο Βασίλειο.
Και σαν κερασάκι στην τούρτα, ξαφνικά μειώθηκαν τα αποθέματα καυσίμων. Τα κανάλια έκαναν έκκληση να μην πάνε οι οδηγοί μαζικά στα βενζινάδικα, ότι προσωρινά φτάνουν τα καύσιμα στα βενζινάδικα, και ο κόσμος ξεχύθηκε σαν τρελός στους δρόμους, όπως τις μέρες που κηρυσσόταν λοκντάουν. Ξέφρενες σκηνές με ξύλο για ένα γέμισμα του ρεζερβουάρ και άλλα ευτράπελα έκαναν το γύρο του κόσμου.
Μεγάλες εταιρίες βενζινάδικων επιβάλλουν πλαφόν αγοράς στις 30 λίρες για να μπορέσουν να διαχειριστούν την ακραία ζήτηση λόγω πανικού. Αυτή η ακραία ζήτησε αποκάλυψε και ένα ακόμα κενό στην εφοδιαστική αλυσίδα των καυσίμων: την έλλειψη οδηγών βυτιοφόρων. Η έλλειψη είναι αφενός απόρροια του ότι δεν εντάσσονται στο συγκεκριμένο επάγγελμα νέοι βρετανοί εργαζόμενοι (δεν αντέχουν την υπερεκμετάλλευση που υφίσταντο οι ανατολικοευρωπαίοι οδηγοί) και αφετέρου του ότι δεν μπορούν να παραμείνουν ή να «εισαχθούν» εργαζόμενοι από την ΕΕ λόγω βίζας, ως αποτέλεσμα του Brexit. Στη συγκεκριμένη φάση, ο Τζόνσον βγάζει το στρατό στους δρόμους για να καλύψει τα κενά και να αποφευχθούν εικόνες έξω από τα βενζινάδικα σαν αυτή που ακολουθεί: