H Aνγκελα Μέρκελ θα βρίσκεται σήμερα και αύριο στην Αθήνα, στο πλαίσιο της αποχαιρετιστήριας περιοδείας που κάνει σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (ευρωπαϊκές, όχι μόνο ευρωενωσίτικες). Αυτή η περιοδεία έχει σίγουρα χαρακτήρα προσωπικού θριάμβου για τη δεξιά γερμανίδα πολιτικό, που ισοφάρισε το ρεκόρ παραμονής στην καγκελαρία του μέντορά της Χέλμουτ Κολ (16 χρόνια), ταυτόχρονα όμως είναι και περιοδεία εργασίας.
Με τη μεθοδικότητα που χαρακτηρίζει τους πολιτικούς ηγέτες του γερμανικού ιμπεριαλιστικού κράτους, η Μέρκελ χτίζει τις γέφυρες πάνω στις οποίες θα πατήσει ο διάδοχός της, οριοθετώντας την ατζέντα των διμερών σχέσεων κάθε χώρας με τη Γερμανία, για να παραδώσει στο διάδοχό της μια πλήρη και άκρως κατατοπιστική έκθεση ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχεια της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής επί του πρακτέου με κάθε λεπτομέρεια.
Γιατί το μόνο βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται να υπάρξει η παραμικρή αλλαγή στη γερμανική πολιτική. Οσα γράφονται σε διάφορα έντυπα είναι σκέτη μπουρδολογία, για να παριστάνουν τους σοβαρές αναλυτές οι χρυσοκάνθαροι του αστικού Τύπου. Οι γάλλοι ιμπεριαλιστές ήταν οι πρώτοι που αναγνώρισαν αυτή την πραγματικότητα.
«Θα έλεγα ότι, υπό μία έννοια, οι Γερμανοί ψήφισαν υπέρ της Ανγκελα Μέρκελ», ήταν το πρώτο σχόλιο από γαλλικής πλευράς για το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, αμέσως μόλις αυτό έγινε γνωστό. Το έκανε ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και ο στενότερος ίσως συνεργάτης του Μακρόν, Κλεμάν Μπον. Και ήταν to the point, όπως λέμε στα… νέα ελληνικά. Ευστοχότατο. Εμείς, βέβαια, το είχαμε πει προ εκλογών (από τη δική μας οπτική γωνία, φυσικά): Είναι όλοι τους «μερκελιστές», δηλαδή γερμανοί ιμπεριαλιστές.
Ο Μπον, λειτουργώντας προφανώς ως «λαγός» του Μακρόν, είπε και κάτι ακόμη: Να ξεκινήσουν συνομιλίες της γαλλικής κυβέρνησης με τα τέσσερα γερμανικά κόμματα που είναι υποψήφια για συμμετοχή στο νέο κυβερνητικό σχήμα, ενόσω αυτά τα κόμματα θα διεξάγουν τις δικές τους συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης! Μιλάμε για ανήκουστη πρόταση: να πατρονάρει η γαλλική κυβέρνηση τις συνομιλίες των γερμανικών κομμάτων για τη δημιουργία κυβερνητικού σχήματος. Να αναγνωρίσουν ο Σολτς, ο Λάσετ, η Μπέρμποκ, ο Λίντνερ τον Μακρόν ως… πολιτικό μπαμπά τους. Γέλασαν μέχρι και οι πέτρες στην Πύλη του Βραδεμβούργου. Εννοείται πως η… αυτοκρατορικού τύπου παπάρα του Μπον ξεχάστηκε αμέσως. Ηταν σαν να την είπε ο γελωτοποιός του ηγεμόνα.
Πραγματικά, ιδανικότερο εκλογικό αποτέλεσμα για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό δε θα μπορούσε να υπάρξει.
Η ακροδεξιά (έως νεοναζιστική) AfD είδε το γενικό ποσοστό της να πέφτει (έστω και λίγο, δυόμισι μονάδες). Αρα, εξάντλησε τη δυναμική της και δε θ’ αποτελεί πλέον «μπελά» για το πολιτικό σύστημα με τις «ευρωσκεπτικιστικές» απόψεις της. Τα κόμματα εξουσίας την τιμώρησαν προχθές, μην υπερψηφίζοντας τον υποψήφιό της για μια θέση αντιπροέδρου στη Μπούντεσταγκ (Ομοσπονδιακή Βουλή). Ετσι, η AfD έχασε ένα δικαίωμα που τυπικά είχε.
Οι σοσιαλδημοκρατικοποιημένοι τέως ρεβιζιονιστές της Linke απέτυχαν να πιάσουν το όριο του 5% (πήραν 4,9%, έναντι 9,2% που είχαν πάρει το 2017!) και να εκλέξουν βουλευτές με το πλειοψηφικό και περιορίστηκαν τελικά στις 39 έδρες (έναντι 69 που είχαν στην προηγούμενη Βουλή). Ετσι, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι εκπρόσωποι της καθεστωτικής Αριστεράς, αναμένεται να χαμηλώσουν τους τόνους της ρητορικής τους και να τραβηχτούν πιο κοντά στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους, οι οποίοι ουσιαστικά τους αποψίλωσαν εκλογικά.
Ο παλαιός δικομματισμός, στο πλαίσιο του οποίοι η Χριστιανική Ενωση (CDU/CSU) και oi Σοσιαλδημοκράτες (SPD) έπαιρναν από κοινού πάνω από 80% αποτελεί παρελθόν και τίποτα δε δείχνει αυτή τη στιγμή ότι μπορεί να επανέλθει (στο μέλλον μπορεί, τώρα όμως δεν υπάρχουν σημάδια, καθώς τα δυο κόμματα δεν πιάνουν μαζί ούτε 45%).
Το εκλογικό αποτέλεσμα, όμως, ανέδειξε τέσσερα κόμματα που μπορούσαν να δώσουν δύο κυβερνητικούς συνδυασμούς ανά τρία, συν έναν ακόμη «μεγάλο συνασπισμό», αν δεν επιτυγχανόταν συμφωνία για τρικομματική κυβέρνηση. Τέσσερα κόμματα (SPD, CDU/CSU, Πράσινοι, FDP), με δυνατότητα τριών διαφορετικών κυβερνητικών συμμαχιών, που θα υπηρετήσουν την ίδια πολιτική, είναι ευτυχία για τη μονοπωλιακή αστική τάξη μιας ιμπεριαλιστικής χώρας.
Ο «μεγάλος συνασπισμός» αποκλείστηκε εξαρχής. Αν Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες συνέχιζαν να κυβερνούν παρέα, όπως τις δυο προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους, θα ήταν κακό και για τους δύο, επομένως κακό για το σύστημα. Το «κανονικό» είναι να κυβερνά το ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, παρέα με κάποιο ή κάποια από τα μικρότερα, ώστε το δεύτερο μεγάλο κόμμα να «ξεκουράζεται» στην αντιπολίτευση για να μπορεί να επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία. Ο «μεγάλος συνασπισμός» χρησιμοποιείται μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη λύση.
Ο «συνασπισμός Τζαμάικα» (από τα χρώματα της σημαίας της Τζαμάικα: μαύρο-CDU, πράσινο-Πράσινοι, κίτρινο-FDP ήταν ένα εφεύρημα του κακόμοιρου Αρμιν Λάσετ, που προσπαθούσε να παραμείνει στην ηγεσία της CDU, παριστάνοντας τον εν δυνάμει καγκελάριο. Οι ίδιοι οι βαρόνοι της Χριστιανοδημοκρατίας έδειξαν στον Λάσετ την πόρτα της εξόδου, θεωρώντας ότι το κόμμα τους, με 18%, το χαμηλότερο ποσοστό που πήρε στην ιστορική του διαδρομή, πρέπει να περάσει στην αντιπολίτευση και να ανανεωθεί, παρά να τροφοδοτήσει μια πολιτική κρίση, επιδιώκοντας τυχοδιωκτικά να κυβερνήσει. Ο Λάσετ τα μάζεψε και αναχώρησε για τη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία. Ποιος ξέρει, ίσως να αναζητήσει παρηγοριά παριστάνοντας τον ψάλτη σε κάποια ρωμαιοκαθολική εκκλησία στα περίχωρα του Ααχεν, όπως έκανε όταν ήταν νέος.
Με το που έφυγε ο Λάσετ από τη μέση, ο «συνασπισμός φανάρι του δρόμου» (κόκκινο-SPD, κίτρινο-FDP, πράσινο-Πράσινοι) άρχισε να φορμάρεται πολύ γρήγορα και χωρίς «τσαλιμάκια» από το FDP και τους Πράσινους. Μέσα σε λίγες μέρες κατέληξαν σε καταρχήν συμφωνία οι Σολτς, Μπέρμποκ και Λίντνερ, η συμφωνία αυτή εγκρίθηκε από τα όργανα και των τριών κομμάτων και πλέον έχουν πιάσει δουλειά 22 τρικομματικές επιτροπές για να φτιάξουν το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Ετσι γίνεται πάντοτε στη Γερμανία με τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Μοιράζουν τις αρμοδιότητές τους στην εξουσία (άρα μοιράζουν και τα υπουργεία) και κάθε κόμμα του συνασπισμού έχει δικαίωμα ελέγχου επί των πεπραγμένων των υπουργών των άλλων κομμάτων, βάσει της αναλυτικής κυβερνητικής συμφωνίας που όλοι μαζί έχουν διαπραγματευθεί και υπογράψει.
Ολοι δηλώνουν ότι βιάζονται να τελειώσουν. Ενδεχομένως να μην φτάσουν στον Δεκέμβρη, που είχε βάλει ως ορόσημο ο Σολτς (εκτός αν θέλουν να δώσουν στη Μέρκελ τη δυνατότητα να σπάσει το ρεκόρ του Κολ και σε επίπεδο ημερών). Υπάρχει πιθανότητα να τα σπάσουν; Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα (παρά το σκληρό παζάρι για το μοίρασμα των υπουργείων), όμως αν υπάρξει εμπλοκή, θα την πληρώσει ακριβά αυτός που θα την προκαλέσει. Η γερμανική μονοπωλιακή αστική τάξη δεν τα συγχωρεί κάτι τέτοια. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός πρέπει να αποκτήσει ισχυρή κυβέρνηση για να συνεχίσει την ίδια πολιτική, χωρίς τη Μέρκελ πλέον.
YΓ1. Η αλλαγή σκυτάλης συμβολίστηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην πρώτη συνεδρίαση της νέας Μπούντεσταγκ. Η Μέρκελ κάθησε στο θεωρείο, δίπλα στον (σοσιαλδημοκράτη) πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ και καταχειροκροτήθηκε από τις τέσσερις πτέρυγες, ο Σόιμπλε απλώς προήδρευσε ως ο αρχαιότερος βουλευτής και νέα πρόεδρος εκλέχτηκε η σοσιαλδημοκράτισσα Μπέρμπελ Μπας. Ηταν η μοναδική υποψήφια και πήρε σχεδόν το 80% των ψήφων, σημάδι ότι και τα τέσσερα μεγαλύτερα κόμματα αναμένουν το σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης με καγκελάριο τον Ολαφ Σολτς.
ΥΓ2. Αν υπουργός Οικονομικών της νέας γερμανικής κυβέρνησης οριστεί ο Κρίστιαν Λίντνερ του FDP, που φέρεται ως ο επικρατέστερος, θα θέλαμε να δούμε τα μούτρα των συριζαίων, που πανηγύρισαν για τη νίκη των «προοδευτικών δυνάμεων» στη Γερμανία. Διότι ο Λίντνερ είναι ένας σκληρός νεογιλελεύθερος, ο οποίος σε επίπεδο ρητορικής είναι τόσο πιο σκληρός από τον Σόιμπλε, ώστε ο τελευταίος να μοιάζει μπροστά του με αγαθό πάστορα.