Θεαματική αύξηση των επιθέσεων εναντίον στρατιωτικών στόχων και συνεργατών των Αμερικάνων και της κυβέρνησης Καρζάι από ισλαμιστές μαχητές σημειώνεται τις δυο τελευταίες βδομάδες στο Αφγανιστάν.
Στις 27 Απρίλη σκοτώθηκαν σε επίθεση δύο μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων και ένας στρατιώτης στην περιοχή Panjwal. Στην ίδια περιοχή σκοτώθηκαν δύο μέρες αργότερα, στις 29 Απρίλη, πέντε αφγανοί κυβερνητικοί στρατιώτες. Την ίδια μέρα σημειώθηκαν δύο ακόμη επιθέσεις με νεκρούς. Στην επαρχία Χέλμαντ σκοτώθηκαν δύο στρατιώτες από πυρά που δέχτηκαν σε σημείο ελέγχου στο Choto και ακόμη δύο στην επαρχία Oυρουζγκάν στο κεντρικό Αφγανιστάν. Την περασμένη Κυριακή, 2 Μάη, σκοτώθηκαν τέσσερις κυβερνητικοί στρατιώτες σε επίθεση στην επαρχία Ζαμπούλ. Στις 3 Μάη σκοτώθηκαν εννιά ακόμη κυβερνητικοί στρατιώτες και πέντε αστυνομικοί σε επίθεση που δέχτηκε η αυτοκινητοπομπή τους όταν μπήκε στην απόμερη περιοχή Meya Nishin. Την ίδια μέρα απήχθηκαν πέντε αστυνομικοί στην περιοχή Shah Joy και την επόμενη μέρα οι γιατροί του νοσοκομείου της επαρχίας Ζαμπούλ παρέλαβαν τα πτώματά τους γαζωμένα με σφαίρες. Στις 4 του Μάη σκοτώθηκαν δύο βρετανοί μισθοφόροι και ο αφγανός διερμηνέας τους σε επίθεση που δέχτηκαν στην περιοχή Μαντόλ της ανατολικής επαρχίας Νουριστάν. Oι μισθοφόροι ήταν υπάλληλοι της βρετανικής εταιρείας ασφάλειας Global Risk Strategies και δούλευαν για την προετοιμασία των εκλογών τον ερχόμενο Σεπτέμβρη.
Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αλ Τζαζίρα στο Αφγανιστάν, οι ισλαμιστές μαχητές κάνουν «κλασσικό ανταρτοπόλεμο», που περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, επιθέσεις και καταλήψεις σε κυβερνητικά κτίρια, έστω και ολιγόωρες. Στις 29 Απρίλη ομάδα ανταρτών κατέλαβε την κατοικία του κυβερνήτη και τα κεντρικά γραφεία της Ασφάλειας στην επαρχία Oυζουργκάν, τη δεύτερη σε μέγεθος στη χώρα. Κατά την επίθεση σκοτώθηκαν δύο κυβερνητικοί στρατιώτες και καταστράφηκαν πολλά στρατιωτικά οχήματα.
Oι ειδήσεις για τις επιθέσεις αυτές μεταδόθηκαν από τα διεθνή πρακτορεία, ωστόσο, σύμφωνα με ισλαμικές ειδησεογραφικές πηγές (ιστοσελίδα του πρακτορείου Τζιχάντ Aνσπούν), στα τέλη του Απρίλη έγιναν αρκετές επιθέσεις και εναντίον αμερικάνων στρατιωτών. Oμάδα των Ταλιμπάν έκανε επίθεση κοντά στην αμερικάνικη αεροπορική βάση της Μπαγκράμ, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε αμερικάνοι στρατιώτες και ο οδηγός τους. Oι αμερικάνοι στρατιώτες επέβαιναν σε ιδιωτικό αυτοκίνητο, που κατευθύνονταν από την Κοχ Σάφι προς την Μπαγκράμ, και χτυπήθηκαν με ρουκέτες. O εκπρόσωπος των Ταλιμπάν Αμπντούλ Λατίφ Χακίμι δήλωσε ότι παρόλο που οι Αμερικάνοι έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν συχνά στις μετακινήσεις τους ιδιωτικά αυτοκίνητα για να μην γίνονται στόχος επιθέσεων, οι Ταλιμπάν έχουν πληροφορίες για τις μετακινήσεις τους, και προειδοποίησε τους οδηγούς των Ι.Χ. αυτοκινήτων να μην παίρνουν Αμερικάνους, γιατί κινδυνεύουν να βρεθούν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Μια άλλη επίθεση έγινε στην Κοστ πάλι με ρουκέτες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις Αμερικάνοι στρατιώτες. Η ανταλλαγή πυρών, που κράτησε περίπου 90 λεπτά, σταμάτησε όταν έφτασαν τα βομβαρδιστικά Β – 52 και άρχισαν να βομβαρδίζουν την περιοχή, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί μια γυναίκα σε γειτονικό χωριό.
Είναι σίγουρο ότι οι επιθέσεις θα κλιμακωθούν καθώς θα πλησιάζουν οι προγραμματισμένες για τον ερχόμενο Σεπτέμβρη εκλογές. Oι Ταλιμπάν απέρριψαν την πρόταση του αφγανού προέδρου Χαμίντ Καρζάι να πάρουν μέρος στις εκλογές, με την προϋπόθεση να σταματήσουν τον ένοπλο αγώνα. O δεύτερος στην ιεραρχία των Ταλιμπάν, διοικητής Νταντ Oυλάχ, σε δηλώσεις του μέσω δορυφορικού τηλεφώνου προειδοποίησε ότι οι επιθέσεις θα ενταθούν με στόχο να μη γίνουν οι εκλογές σε συνθήκες αμερικάνικης κατοχής, ότι θα δολοφονηθούν υποψήφιοι στις εκλογές, ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί εναντίον του ανδρείκελου καθεστώτος του Χαμίντ Καρζάι και ότι δεν πρόκειται να γίνουν διαπραγματεύσεις ειρήνευσης με το καθεστώς.
Στο μεταξύ, τόσο ο αφγανός πρόεδρος όσο και αμερικάνοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για την «ήπια στάση απέναντι στην τρομοκρατία» που κράτησε η πακιστανική κυβέρνηση με τη συμφωνία που κατέληξε ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους φύλαρχους του Νότιου Βαζιριστάν.
Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο Μάρτη, κάτω από την πίεση των Αμερικάνων, η κυβέρνηση του στρατηγού Περβέζ Μουσάραφ έδωσε εντολή να επιτεθούν χιλιάδες άντρες του πακιστανικού στρατού και της συνοριοφυλακής εναντίον φιλοταλιμπάν φυλάρχων στο Νότιο Βαζιριστάν για να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους ισλαμιστές μαχητές που, σύμφωνα με τους Αμερικάνους, τη χρησιμοποιούν ως κρησφύγετο και ορμητήριο για τις επιθέσεις τους στο αφγανικό έδαφος. Όμως οι βαριά οπλισμένοι και εμπειροπόλεμοι πολέμαρχοι μαζί με τους ισλαμιστές μαχητές πρόβαλαν σθεναρή και παρατεταμένη αντίσταση στις επιθέσεις του πακιστανικού στρατού, που είχε σοβαρές απώλειες στις γραμμές του, ενώ οι νεκροί και από τις δυο πλευρές υπολογίζονται στους 120. Η σφοδρή αντίσταση που συνάντησε ο πακιστανικός στρατός, η εξάπλωση των συγκρούσεων σε πολλά σημεία του Νότιου Βαζιριστάν, ο άμεσος κίνδυνος επέκτασής τους και στο Βόρειο Βαζιριστάν (συνολικά στο Νότιο και Βόρειο Βαζιριστάν ζουν πέντε εκατομμύρια Παστούν) και οι έντονες αντιδράσεις σ’ όλο το Πακιστάν εναντίον της κυβέρνησης ανάγκασαν την τελευταία να προχωρήσει σε κατάπαυση του πυρός και σε διαπραγματεύσεις με τους εξεγερμένους πολέμαρχους.
Δεν έγιναν γνωστοί όλοι οι όροι της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι δυο πλευρές. Το μόνο που έγινε γνωστό είναι ότι δόθηκε αμνηστία στους πέντε φύλαρχους που κατηγορούνταν ότι πρόσφεραν καταφύγιο στους Ταλιμπάν, οι οποίοι υποτίθεται ότι έδωσαν εγγυήσεις ότι η περιοχή τους δεν θα χρησιμοποιείται πλέον ως ορμητήριο για επιθέσεις στο Αφγανιστάν. Ακόμη ότι οι ξένοι μαχητές που παρέμειναν στο Βαζιριστάν ύστερα από το τέλος του πολέμου εναντίον της ρώσικης κατοχής στο Αφγανιστάν, δεν θα διωχθούν ούτε θα απελαθούν, με την προϋπόθεση ότι θα δηλωθούν στις αρχές και θα αποκηρύξουν την τρομοκρατία. Η προθεσμία που είχε δοθεί αρχικά για την καταγραφή αυτών των ανθρώπων ήταν μέχρι τις 30 Απριλίου. Όμως μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας αυτής δεν είχε παρουσιαστεί να καταγραφεί από τις αρχές ούτε ένας, γεγονός που ανάγκασε την κυβέρνηση Μουσάραφ να δώσει παράταση μιας βδομάδας, χωρίς να τολμήσει να απειλήσει με νέα επίθεση σε περίπτωση που συνεχιστεί η ίδια κατάσταση. Αντίθετα φρόντισε να αποσυνδέσει το ένα από το άλλο, εξοργίζοντας ακόμη περισσότερο τους Αμερικάνους και τον αφγανό πρόεδρο, που απαιτούν άμεσα και σκληρά μέτρα για την εκκαθάριση των συνοριακών περιοχών του δυτικού Πακιστάν από τους ισλαμιστές μαχητές.