Σε πόλεμο φθοράς χωρίς ορατό τέλος εξελίσσεται, όπως όλα δείχνουν, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία. Το καθεστώς Ασαντ φαίνεται να αντέχει, διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις πριν από ενάμιση μήνα που το ήθελαν να «μετράει μέρες». Εκτιμήσεις που βασίζονταν στο μπαράζ επιθέσεων που εξαπέλυσε ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός των αντικαθεστωτικών στις 15 Ιουλίου στη Δαμασκό, με αποκορύφωμα τη βομβιστική επίθεση στο γενικό αρχηγείο των υπηρεσιών Ασφάλειας, με θύματα τέσσερα κορυφαία στελέχη του καθεστώτος, και στις 20 Ιουλίου στο Χαλέπι, τη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, που μέχρι τότε θεωρούνταν προπύργιο του καθεστώτος. Επιπλέον, στις 5 Αυγούστου πέρασε στο στρατόπεδο των αντικαθεστωτικών ο πρωθυπουργός του Ασαντ, Ριάντ Χιτζάμπ, ενισχύοντας τις προβλέψεις περί επικείμενης κατάρρευσης.
Ενα μήνα αργότερα, η εικόνα φαίνεται να αλλάζει. Ο κρατικός μηχανισμός που στηρίζει το καθεστώς Ασαντ διατήρησε τη συνοχή του και ο κυβερνητικός στρατός πέρασε σε σφοδρή αντεπίθεση και ανάγκασε τους αντικαθεστωτικούς να υποχωρήσουν από τα περισσότερα αστικά κέντρα. Το κεντρικό Χαλέπι και η συνοικία Σαλαντίν, το βασικό προπύργιο των ανταρτών, πέρασαν ξανά στα χέρια του καθεστώτος. Το ίδιο έγινε στην Νταράγια και άλλα προάστια της Δαμασκού, οχυρά των ανταρτών, τα οποία ο κυβερνητικός στρατός κατάφερε να «εκκαθαρίσει» διά πυρός και σιδήρου.
Μετά την ανακατάληψη της περιοχής Μπάμπα Αμρ στη Χομς, τον περασμένο Φλεβάρη, το καθεστώς έδειξε ότι δεν έχει κανένα ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει βαριά όπλα και να σκοτώσει όσους είναι αναγκαίο για να ξανακερδίσει τον έλεγχο. Στα τέλη Ιουλίου, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η μάχη στο Χαλέπι, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά μαχητικά στους βομβαρδισμούς. Ωστόσο, οι συγκρούσεις συνεχίζονται στα νοτιοδυτικά της πόλης και γύρω από το αεροδρόμιο, όμως, όπως επισημαίνει σε σχετικό άρθρο του ο «Εκόνομιστ» (25/8/12), «το καλύτερο που μπορούν να ελπίζουν οι διοικητές των ανταρτών είναι να καταφέρουν να σύρουν το καθεστώς σε βάλτο». Και προσθέτει ότι αναλαμβάνοντας να «απελευθερώσουν» το Χαλέπι, οι αντάρτες υπερέβησαν τις δυνατότητές τους, γιατί δεν διαθέτουν ούτε την αριθμητική δύναμη ούτε τα όπλα για να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους πόλεις με αντίπαλο ένα ισχυρό κυβερνητικό στρατό και τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και στη Δαμασκό, παρόλο που και κει συνεχίζονται τόσο οι συγκρούσεις στα περίχωρα όσο και κάποιες βομβιστικές επιθέσεις σε νευραλγικά και αυστηρά φρουρούμενα σημεία της πρωτεύουσας.
Στο ίδιο άρθρο ο «Εκόνομιστ», έντυπο διόλου φιλικό προς το καθεστώς Ασαντ, επισημαίνει επίσης ότι «μέρος του προβλήματος αποτελεί το ότι οι αντάρτες αποτυγχάνουν να κερδίσουν την καρδιά και το μυαλό της μεσαίας τάξης στο Χαλέπι. Το ίδιο συνέβη και κατά την αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβουν τη Δαμασκό τον Ιούλιο. Οι περισσότεροι κάτοικοι στο Χαλέπι δεν μπορούν να ανεχτούν το καθεστώς, η βαρβαρότητα του οποίου έχει αφήσει περίπου 20.000 νεκρούς. Το ίδιο όμως απεχθάνονται την τακτική των συνοπτικών εκτελέσεων και των βασανιστηρίων κρατουμένων από τους αντάρτες».
Παράλληλα, συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί από ξηρά και αέρα εναντίον θέσεων των ανταρτών και οι επιθέσεις των ανταρτών σε μεγάλα τμήματα της Συρίας. Στα νότια, στρατός και αεροπορία συνεχίζουν να βομβαρδίζουν κατοικημένες περιοχές προπύργια των ανταρτών μέσα και έξω από την Νταράα, πρωτεύουσα της επαρχίας, απ’ όπου ξεκίνησε η εξέγερση.
Σύμφωνα με καταγγελίες στο «Ρόιτερς», το περασμένο Σαββατοκύριακο, μετά από βομβαρδισμό, ο στρατός έκαψε και κατεδάφισε εκατοντάδες σπίτια ανθρώπων που έχουν καταφύγει στην Ιορδανία, ενώ η παλιά Ντεράα έχει μετατραπεί σε ερείπια. Στα βόρεια, οι βομβαρδισμοί επικεντρώνονται στην ελεγχόμενη από τους αντάρτες περιοχή ανάμεσα στο Χαλέπι και τα τουρκικά σύνορα, η οποία αποτελεί ουσιαστικά ασφαλή θύλακα τόσο για τους πρόσφυγες που κατευθύνονται προς την Τουρκία όσο και για τον ανεφοδιασμό των ανταρτών.
Συν τοις άλλοις, η πολυδιάσπαση, οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν το πολιτικό σκηνικό στη χώρα. Το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο, ένα συνονθύλευμα στην πλειοψηφία αυτοεξόριστων παραγόντων, χωρίς σοβαρή εξαρχής πολιτική επιρροή στη Συρία, μαστίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και δεν έχει καταφέρει να παρουσιάσει μια συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Συνεπώς δεν μπορεί να προσφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική μεταβατική πολιτική λύση και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των δυτικών αντιπάλων του Ασαντ, παρόλο που οι τελευταίοι του πρόσφεραν εξαρχής αφειδώς διεθνή προβολή και πολιτική στήριξη, με στόχο να παίξει αντίστοιχο ρόλο με τη Λιβύη. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Τουρκία, με θέμα, μεταξύ άλλων, τη συριακή κρίση, η Χίλαρι Κλίντον αρνήθηκε να συναντηθεί με την ηγεσία του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου. Ούτε φυσικά οι τοπικές συντονιστικές επιτροπές, που πρωτοστάτησαν στην οργάνωση και στην εξέλιξη της εξέγερσης, μπορούν να προσφέρουν μια εναλλακτική μεταβατική λύση, που να εξυπηρετεί τους στόχους και τα συμφέροντα των δυτικών αντιπάλων του Ασαντ και των στενών αράβων συμμάχων τους. Γι’ αυτό και η διαδικασία αναζήτησης μιας τέτοιας λύσης, διόλου εύκολη στις συνθήκες της διάλυσης και του χάους που έχει δημιουργήσει ο εμφύλιος, συνεχίζεται. Μέχρι τότε η παραμονή του Ασαντ στην εξουσία εξυπηρετεί εχθρούς και φίλους του.
Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική και με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό. Ο κατακερματισμός, η έλλειψη συνοχής, συντονισμού, στενής συνεργασίας και ενιαίας στρατιωτικής ηγεσίας χαρακτηρίζουν τις ένοπλες ομάδες που δρουν σ’ όλη τη χώρα και βγαίνουν με την ταμπέλα του Ελεύ-θερου Συριακού Στρατού. Οι ομάδες αυτές, που υπολογίζονται στις 2.000 περίπου, επιχειρούν κυρίως αυτόνομα σε τοπικό επίπεδο. Ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες και τις επιδιώξεις των αρχηγών τους, συντονίζονται και συνεργάζονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό ή και καθόλου μεταξύ τους και με την ηγεσία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, που έχει την έδρα της στην Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι η δράση τους δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της ηγεσίας του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, γεγονός ιδιαί-τερα ανησυχητικό και επικίνδυνο και σ’ αυτή τη φάση αλλά και στη μετά Ασαντ εποχή. Ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία προκαλεί όχι μόνο στους αντιπάλους αλλά και στους φίλους του καθεστώτος Ασαντ η αυξανόμενη παρουσία και δράση ένοπλων ομάδων από μαχητές του ριζοσπαστικού Ισλάμ, είτε Σύριους είτε προερχόμενους από άλλες χώρες, και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει το γεγονός αυτό στις εξελίξεις.
Ολοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τις κινήσεις στο διπλωματικό επίπεδο. Η Ρωσία και η Κίνα συνεχίζουν να μπλοκάρουν στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ κάθε απόφαση για ξένη επέμβαση. Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι θα επέμβει στρατιωτικά μόνο αν ο Ασαντ χρησιμοποιήσει χημικά όπλα κατά των αντιπάλων του. Ανάλογη στάση κρατούν επίσης η Βρετανία και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ. Μόνο ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κάλεσε την αντιπολίτευση να ενωθεί για να σχηματίσει μια εξόριστη κυβέρνηση, που θα έχει το δικαίωμα να αναγνωριστεί. Ομως αμερικάνοι διπλωμάτες έσπευσαν να απαντήσουν ότι θα ήταν πρόωρη κίνηση.
Καθώς οι βομβαρδισμοί από τις κυβερνητικές δυνάμεις κλιμακώνονται, αυξάνονται οι εκκλήσεις της αντιπολίτευσης στους δυτικούς αντίπαλους του Ασαντ και στους άραβες συμμάχους τους για την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων και την αποστολή αντιαεροπορικών πυραύλων. Ομως οι τελευταίοι παραμένουν απρόθυμοι. Γιατί στην περίπτωση επιβολής ζώνης απαγόρευσης πτήσεων ή κάποιας μορφής ουδέτερης ή ασφαλούς ζώνης απαιτείται ο εξαναγκασμός του καθεστώτος Ασαντ να συναινέσει ή η προθυμία από την πλευρά του ΝΑΤΟ να την υπερασπίσει σε περίπτωση επίθεσης των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων. Γι’ αυτό και η πρόταση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, στις 29 Αυγούστου, στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ για τη δημιουργία ασφαλούς ζώνης για τους σύριους πρόσφυγες στο έδαφος της Συρίας δεν είχε καμιά τύχη, αφού στη συνεδρίαση για τη συζήτηση της πρότασης προσήλθαν μόλις 5 από τα 15 μέλη. Για το ίδιο ζήτημα, η Χίλαρι Κλίντον κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Τουρκία υποσχέθηκε περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια για τους σύριους πρόσφυγες στην Τουρκία, αλλά επανέλαβε ότι τα στρατιωτικά μέτρα είναι ανεφάρμοστα και κοντόφθαλμα.
Οσο για τα αντιαεροπορικά και αντιαρματικά όπλα που ζητά η αντιπολίτευση υπάρχει επίσης απροθυμία γιατί είναι άγνωστο σε ποια χέρια θα πέσουν.
Το κλίμα που επικρατεί στο διπλωματικό επίπεδο απηχούν και οι δηλώσεις του νέου απεσταλμένου του ΟΗΕ στη Συρία, Λακντάρ Μπραχίμι, στο Αλ – Τζαζίρα, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είπε: «Είναι πολύ νωρίς για να πού-με ποιος πρέπει να φύγει και ποιος να μείνει. Ο κύριος Ασαντ είναι εκεί και είναι ο πρόεδρος της κυβέρνησης». Σε αντίθεση με τον αποχωρήσαντα Κόφι Ανάν, ο οποίος είχε συνταχθεί με τη θέση της Δύσης ότι η αποχώρηση του Ασαντ αποτελεί προϋπόθεση για την ειρήνευση στη χώρα.
Φαίνεται ότι μάλλον ο Μπραχίμι έχει δίκιο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένας πόλεμος φθοράς χωρίς ορατό τέλος και όποιος αντέξει.