Τη μείωση των επιθέσεων εναντίον των αμερικάνικων στρατευμάτων στο Ιράκ και τον περιορισμό της βίας στη Βαγδάτη τους τρεις τελευταίους μήνες, που αποδίδονται στην «επιτυχία» της επιχείρησης «Surge» στη Βαγδάτη και της στρατηγικής που εφάρμοσε ο στρατηγός Πετράους, χρησιμοποιεί ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Λευκού Οίκου για να παρουσιάσει ότι σημειώνεται αισθητή βελτίωση της κατάστασης στο Ιράκ και ότι δικαιώνεται η πολιτική του.
Μόνο που η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, η μείωση των επιθέσεων εναντίον των στρατευμάτων κατοχής οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες. Στην απόφαση του Σαντρ να σταματήσει ο «Στρατός του Μαχντί» τις επιθέσεις εναντίον αμερικάνικων στόχων για να προχωρήσει σε εσωτερικές εκκαθαρίσεις και ανασυγκρότηση και στη συνεργασία μεταξύ Αμερικάνων και σουνιτών φυλάρχων, που οδήγησε στη συγκρότηση σουνιτικών ένοπλων ομάδων, που εξοπλίζονται και χρηματοδοτούνται από τους Αμερικάνους, με αποστολή να εκδιώξουν την Αλ Κάιντα του Ιράκ από τα μέχρι πρότινος προπύργια της σουνιτικής αντικατοχικής αντίστασης και να αναλάβουν την αστυνόμευση στις περιοχές που δρουν.
Οι υποστηριζόμενες από τους Αμερικάνους σουνιτικές πολιτοφυλακές, γνωστές με το όνομα «ανησυχούντες ντόπιοι πολίτες», παίρνουν από τους Αμερικάνους όπλα, αυτοκίνητα, στολές, αλεξίσφαιρα γιλέκα και μισθό 300 δολάρια το μήνα το άτομο. Ο αριθμός τους έχει ήδη φτάσει τους 77.000, είναι δηλαδή μεγαλύτερος από το «Στρατό του Μεχντί» και ο μισός του επίσημου ιρακινού στρατού. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια και επανειλημμένες αντιδράσεις της ελεγχόμενης από τα σιιτικά κόμματα ιρακινής κυβέρνησης, γιατί οι σουνιτικές πολιτοφυλακές βρίσκονται έξω από τον έλεγχό της, αλλά και γιατί φοβάται, όπως και πολλοί αμερικάνοι στρατιωτικοί, ότι η συνεργασία με τους Αμερικάνους είναι προσωρινή και ότι αργά ή γρήγορα θα στραφούν εναντίον των σιιτικών πολιτοφυλακών σε ένα εμφύλιο πόλεμο για την αναδιανομή της εξουσίας και τον έλεγχο του φυσικού πλούτου της χώρας.
Από τις εξελίξεις αυτές προκύπτει το ερώτημα: τι συμβαίνει με την Ιρακινή αντικατοχική αντίσταση, πώς και γιατί περιοχές-προπύργια της αντίστασης, όπως η επαρχία Ανμπάρ, προβάλλονται σήμερα ως παραδείγματα προς μίμηση και απτές αποδείξεις της «επιτυχίας» της αμερικάνικης στρατηγικής; Εμείς τουλάχιστον δεν έχουμε τα στοιχεία για να δώσουμε μια τεκμηριωμένη απάντηση σ’ αυτό. Ωστόσο, επειδή πιστεύουμε ότι παρόμοια ερωτηματικά και προβληματισμοί απασχολούν πολλούς ανθρώπους που παρακολουθούν τις εξελίξεις στο Ιράκ, μεταφέρουμε κάποιες εκτιμήσεις, οι οποίες, με βάση τα στοιχεία που έχουμε κι εμείς στη διάθεσή μας, θεωρούμε ότι δε βρίσκονται μακριά από την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε στέλεχος του πολιτικού τμήματος της σουνιτικής αντιστασιακής οργάνωσης «Ταξιαρχίες της Επανάστασης του 1920» στην εφημερίδα «Guardian» (3/12/07) στη Δαμασκό, οι βασικές σουνιτικές αντιστασιακές ομάδες έχουν αποκλιμακώσει τις επιθέσεις τους εναντίον των αμερικάνικων δυνάμεων στη Βαγδάτη και σε περιοχές της επαρχίας Ανμπάρ, στα πλαίσια μια στρατηγικής που έχει στόχο την ανασυγκρότηση και την επανεκπαίδευσή τους εν αναμονή του τέλους της αμερικάνικης επιχείρησης «Surge».
Οι ομάδες των «ανησυχούντων ντόπιων πολιτών», είπε μεταξύ άλλων, «έχουν κάνει συμφωνία με τις ΗΠΑ να αναλάβουν τον έλεγχο των περιοχών τους και να μη χτυπούν τα αμερικάνικα στρατεύματα, ενώ ο στόχος της αντίστασης είναι να διώξει τους κατακτητές από το Ιράκ. Εμείς περιμένουμε στις περιοχές που ελέγχουν. Διαφωνούμε μ’ αυτούς, αλλά δεν τους πολεμάμε. Εχουμε μεταφέρει τις επιχειρήσεις μας σε άλλες περιοχές. Στο Ραμάντι δεν υπάρχει καθόλου αντίσταση προς στιγμή. Οι ομάδες αυτές είναι καλές για το διώξιμο της Αλ-Κάιντα, αλλά αρνητικές για την αντίσταση. Δεν υπάρχουν καθόλου ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε μας και σ’ αυτούς, αλλά μας εμποδίζουν να δουλεύουμε στις περιοχές τους».
Οταν ρωτήθηκε για την πιθανότητα συνεργασίας με τις σιιτικές πολιτοφυλακές απάντησε: «Εμείς βοηθήσαμε το Μοκτάντα αλ-Σαντρ το 2004, όταν οι Αμερικάνοι επιτέθηκαν στη Νατζάφ, όμως τώρα δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα διαλόγου μαζί του. Αυτός υποστηρίζει ακόμη τη σεχταριστική κυβέρνηση στη Βαγδάτη. Οταν η πολιτοφυλακή του επιτίθεται στους Αμερικάνους, το κάνει για τους δικούς της πολιτικούς λόγους και όχι για να απελευθερώσει το Ιράκ. Κάθε σουνιτική οικογένεια στη Βαγδάτη έχει νεκρό από το Στρατό του Μεχντί. Εχουν καταστρέψει 300 περίπου τζαμιά στη Βαγδάτη. Αν θέλεις να μας ζητήσεις να συνεργαστούμε με τον αλ-Σαντρ, πρέπει να μας ζητήσεις να συνεργαστούμε και με την Αλ-Κάιντα. Θεωρούμε ότι η Αλ-Κάιντα είναι πιο κοντά σε μας από το Στρατό του Μαχντί».
Πολύ πιο εμπεριστατωμένο και εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το άρθρο του γνωστού βρετανού δημοσιογράφου Πάτρικ Κόκμπουρν της εφημερίδας «Independent» (11/12/07), με τίτλο: «Μόνο ένα πράγμα ενώνει το Ιράκ: το μίσος για τις ΗΠΑ», το οποίο θα αναδημοσιεύσουμε στο επόμενο φύλλο. Ο Π. Κόκμπουρν έχει επισκεφτεί πολλές φορές το Ιράκ και τα άρθρα του χαρακτηρίζονται από εγκυρότητα και αντικειμενικότητα.