Στο προηγούμενο φύλλο της «Κ» αναφερθήκαμε στην εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης με την κατάρρευση της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας της Αμερικής, της Lehman Brothers, την εξαγορά της Merrill Lynch (τρίτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των ΗΠΑ) από την Bank of America και τη διάσωση στο παραπέντε της AIG (ενός από τους μεγαλύτερους αντασφαλιστικούς κολοσσούς στον κόσμο) με την παροχή μπόλικου ζεστού χρήματος και το πέρασμα της πλειοψηφίας των μετοχών της στο κράτος. Είχε προηγηθεί η κρατικοποίηση άλλων δύο τραπεζών που εξειδικεύονται στην παροχή στεγαστικών δανείων (της Fannie Μae και της Freddie Μac), μια βδομάδα μόλις πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Η κρίση έχει κάνει για τα καλά την εμφάνισή της. Κανείς δε μπορεί να την αμφισβητήσει, κανείς δε μπορεί να την υποτιμήσει. Τα πιο έγκυρα αστικά έντυπα (όπως ο Economist) ζωγραφίζουν την πραγματικότητα με τα πιο μελανά χρώματα και ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ο «γκουρού» της αμερικάνικης οικονομίας Αλαν Γκρίνσπαν δηλώνει ότι δεν έχει βρεθεί ακόμα λύση στο πρόβλημα και ότι η οικονομία αποδομείται. Μήπως, όμως, αυτή η κρίση είναι μια «υπερβολή» της «ελεύθερης αγοράς», που θα διορθωθεί αυτόματα ή με… ολίγη κρατική βοήθεια, για να συνεχιστούν τα πράγματα όπως ήταν πριν, ή τα χειρότερα δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα;
♦ Είμαστε ακόμα στην αρχή…
Η απάντηση που δίνουν στο παραπάνω ερώτημα τα ίδια τα αστικά οικονομικά έντυπα δε χωρά και πολλή αισιοδοξία. Για παράδειγμα, ο Economist[1] αναφέρει: «Με αυτές τις εξελίξεις η κρίση μπαίνει σε μια νέα και εξαιρετικά επικίνδυνη φάση… Ακόμα κι αν οι αγορές μπορέσουν να σταθεροποιηθούν αυτή τη βδομάδα, απέχουμε πολύ από το να τελειώσει ο πόνος, ο οποίος μπορεί να επεκταθεί… Επομένως, η σοβαρή πιστωτική στενότητα και οι προβλέψεις για χειροτέρευση είναι μπροστά μας».
Η παραπάνω διαπίστωση δεν είναι στον αέρα (ούτε θα μπορούσε άλλωστε, όταν μιλάμε για ένα από τα πιο έγκυρα έντυπα της αμερικάνικης κεφαλαιοκρατίας), αλλά αποτελεί συμπέρασμα που βγαίνει από την ανάλυση των οικονομικών δεδομένων. Στα πλαίσια αυτού του άρθρου, όμως, δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε σε μια αναλυτική αποτίμησή τους. Θα σταθούμε σε ορισμένα σημεία που δείχνουν την τάση που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται. Αυτά τα στοιχεία έχουν να κάνουν: 1. Με την αύξηση της ανεργίας, 2. Με την αύξηση των χρεοκοπιών και 3. Με τις δυσκολίες (στενότητα) πληρωμών.
♦ Ανεργία μαινόμενη
Μια ματιά στις οικονομικές στήλες των πιο έγκυρων αστικών εντύπων της Αμερικής αρκεί για να διαπιστώσει κανείς την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας στις ΗΠΑ. Από το 4.4%, που βρισκόταν ο επίσημος δείκτης στα μέσα του 2007, ανηφόρησε στο 5.5% στα μέσα του 2008, για να φτάσει σήμερα στο 6.1%[2]. Περιττεύει να πούμε ότι ο δείκτης αυτός είναι πλασματικός. Κι αυτό γιατί καταγράφει ως «εργαζόμενους» ακόμα κι αυτούς που εργάστηκαν μία ώρα τη βδομάδα της απογραφής, ενώ αποκλείει πάνω από 4.5 εκατομμύρια που τους βγάζει εκτός «εργατικού δυναμικού», αν και θέλουν να εργαστούν αλλά δεν έψαξαν για δουλειά κατά τη διάρκεια της απογραφής, είτε επειδή δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν διαθέσιμες δουλειές είτε γιατί καμιά απ’ όσες υπάρχουν δεν αντιστοιχεί στα προσόντα τους![3] Γι’ αυτό το λόγο τα ποσοστά ανεργίας που εμφανίζει το Γραφείο Εργατικής Στατιστικής των ΗΠΑ δεν προσφέρονται για την πραγματική μέτρηση της ανεργίας, αλλά μόνο για την τάση που εμφανίζει.
Απ’ αυτή την άποψη, το ποσοστό του 6.1% είναι συγκριτικά πολύ μεγάλο, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ από το Σεπτέμβρη του 2003! Για την ιστορία σημειώνουμε, ότι ακόμα και την περίοδο της κρίσης του 2001 δε σημειώθηκε τέτοιο ποσοστό ανεργίας.
Ενα δεύτερο πράγμα που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι ότι η περίοδος της «ανάκαμψης» μετά την κρίση του 2001 χαρακτηρίζεται από τα αμερικάνικα οικονομικά ιδρύματα ως «jobless recovery» (ανάκαμψη με ανεργία)[2]. Κι αυτό όχι άδικα: «Επιθεωρώντας όλο τον οικονομικό κύκλο από το 2000 μέχρι το 2007, η μέση αύξηση της απασχόλησης ήταν 0.6%, πολύ κάτω από το 1.8% της αύξησης του κύκλου της δεκαετίας του ‘90»[2]. Χρειάστηκαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια από την εποχή της προηγούμενης οικονομικής κρίσης (που επίσημα διήρκησε μόνο μερικούς μήνες μέσα στο 2001, εφόσον οι αστοί οικονομολόγοι μιλούν για κρίση μόνο αν σημειωθεί μείωση του ΑΕΠ για δύο συνεχή τρίμηνα) για να ανακτηθεί ο χαμένος αριθμός των θέσεων εργασίας, ενώ τα δύο πρώτα χρόνια της «ανάκαμψης» (2001-2003) η ανεργία συνέχιζε να αυξάνεται!
♦ Ολα στο σφυρί…
Η ραγδαία άνοδος της ανεργίας συνοδεύεται από μια παράλληλη αύξηση του αριθμού των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, αλλά και των νοικοκυριών που… βάρεσαν μπιέλα. Σύμφωνα με το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Χρεοκοπιών (American Bankruptcy Institute – ABI), το οποίο επικαλείται τα τελευταία στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Διοικητικό Γραφείο των αμερικάνικων δικαστηρίων[4], οι χρεοκοπίες που καταγράφηκαν από τα αμερικάνικα δικαστήρια (είτε εταιριών είτε νοικοκυριών) το πρώτο εξάμηνο του 2008 έφτασαν τις 522.205. Αυτό σημαίνει ότι σε ετήσια βάση οι χρεοκοπίες θα ξεπεράσουν το 1 εκατομμύριο. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε αύξηση 29% από την αντίστοιχη περίοδο του 2007, ενώ μόνο για τις επιχειρήσεις η αύξηση των χρεοκοπιών φτάνει στα 42.1% σε σχέση με πέρσι.
Σύμφωνα με τον διευθυντή του ABI, Σάμουελ Γκερντάνο, αναμένεται περαιτέρω αύξηση των χρεοκοπιών μέχρι το τέλος του έτους. Σίγουρα ο αριθμός των χρεοκοπιών δεν έχει φτάσει στα επίπεδα της κρίσης του 2001, όταν καταγράφηκαν 1.492.000 χρεοκοπίες (εταιριών και νοικοκυριών). Ομως τα πράγματα δε διαγράφονται καθόλου αισιόδοξα σ’ αυτό τον τομέα. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τα νοικοκυριά είναι ήδη επιβαρυμένα με ένα δυσβάστακτο δανεισμό που το 2007 ξεπέρασε το 140% του διαθέσιμου ατομικού εισοδήματος[2], ενώ πάνω από 7.5 εκατομμύρια Αμερικάνοι (δηλαδή το 15% των ιδιοκτητών ακινήτων με ενυπόθηκα δάνεια και 400 χιλιάδες περισσότεροι από τον προηγούμενο χρόνο) ξοδεύουν πάνω από το μισό των εισοδημάτων τους σε έξοδα που αφορούν στην κατοικία, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν πρόσφατα από το Γραφείο Στατιστικής των ΗΠΑ για το 2007[3].
Ολα αυτά δε μπορούν παρά να επηρεάσουν αρνητικά την κατανάλωση των αμερικάνικων νοικοκυριών το επόμενο διάστημα.
♦ …κι ο βερεσές κομμένος
Σε κάθε οικονομική κρίση, αυτός που την πληρώνει πρώτος είναι αυτός που δανείζει. Η πίστη παύει να λειτουργεί σαν «αμορτισέρ» των κραδασμών της παραγωγής κι έτσι το σύστημα κλονίζεται συθέμελα. Μια ένδειξη για τα σημερινά ζόρια του πιστωτικού συστήματος στις ΗΠΑ είναι και ο χρόνος που απαιτείται για τις δημόσιες επιχειρήσεις να μαζέψουν τα χρήματα από τους δανειστές τους.
Στην κρίση του 2001, ο μέσος όρος αυτού του δείκτη ήταν 38.9 μέρες. Το 2006 έφτασε τις 39.7 και το 2007 τις 41 μέρες, δηλαδή σημείωσε αύξηση κατά 1.3 μέρες μέσα σ’ ένα χρόνο[5]. «Αυτό μπορεί να μη φαίνεται σαν μεγάλη αύξηση, αλλά ο δείκτης σπάνια έχει αυξηθεί ή πέσει περισσότερο από μισή μέρα το χρόνο», υποστηρίζει ο Economist[5].
♦ Παιχνίδια με τη φωτιά
Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, τα παιχνίδια με τη φωτιά που έκαναν οι «επενδυτικές τράπεζες» ήταν επόμενο να τους κοστίσουν ακριβά. Μιλώντας για παιχνίδια με τη φωτιά εννοούμε τα τεράστια ποσά που διακινήθηκαν στα λεγόμενα «Credit Default Swaps» (CDS, «πιστωτικές συμφωνίες ανταλλαγής»), στα οποία είχε χωθεί βαθειά η Lehman Brothers (και όχι μόνο).
Για να καταλάβετε τι εστί «πιστωτικές συμφωνίες ανταλλαγής», θεωρήστε το παρακάτω υποθετικό παράδειγμα. Εστω ότι μια τράπεζα (όχι κατ’ ανάγκη από τις μεγάλες) έχει δανείσει κάποια χρήματα (έστω 100.000 δολάρια) σε μια επιχείρηση. Η τράπεζα φοβάται ότι η επιχείρηση μπορεί να κλείσει και τα δανεικά να γίνουν… καπνός. Πάει λοιπόν στην Lehman Brothers και της ζητά «προστασία», πληρώνοντάς την έστω 100 δολάρια το μήνα για κάποιο χρονικό διάστημα (έστω πέντε χρόνια) και η Lehman Brothers υπόσχεται ότι θα αποζημιώσει την τράπεζα σε περίπτωση που η επιχείρηση που της δάνεισε βαρέσει κανόνι. Αν μέσα στα πέντε χρόνια η επιχείρηση που δανείστηκε τα 100.000 δολάρια δεν κλείσει, τότε η Lehman Brothers θα μπορεί να γεύεται με ικανοποίηση τα 6.000 δολάρια (δηλαδή 100/μήνα Χ 12 μήνες Χ 5 χρόνια) χωρίς να έχει κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι. Αν όμως η επιχείρηση φουντάρει, τότε η Lehman Brothers θα πρέπει να πληρώσει την ονομαστική αξία του παραγώγου (100.000 δολάρια) μείον την αξία των μετοχών της εταιρίας που πτώχευσε, στην τράπεζα που ζήτησε προστασία. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι μεγάλο μπελά μπορεί να βρει η κάθε Lehman Brothers, αν οι επιχειρήσεις για τις οποίες «εγγυήθηκε» φουντάρουν η μία μετά την άλλη.
Συνδυάστε το αυτό με την αύξηση των χρεοκοπιών, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, και θα έχετε μια καλύτερη εικόνα για την κατάσταση. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, γιατί η Lehman Brothers μπορεί να πουλήσει το CDS κάπου αλλού και το πιστωτικό αυτό παράγωγο να ακολουθήσει τη δική του πορεία στην αγορά (είτε να πουληθεί σε μεγαλύτερη τιμή, αν η επιχείρηση που δανείστηκε πάει καλά και δεν αναμένεται να πτωχεύσει, είτε να πουληθεί σε μικρότερη τιμή, αν η επιχείρηση που δανείστηκε πάει για φούντο), όμως η ουσία είναι όπως την περιγράψαμε παραπάνω.
Τα CDS έχουν γνωρίσει τεράστια άνθηση τα τελευταία χρόνια. Από τα 900 δισ. δολάρια που ήταν η αγοραία αξία αυτών των ομολόγων το 2000, στις αρχές του 2008 έφτασε στα 45.5 τρισ. δολάρια! Δηλαδή, 50πλασιάστηκε, αντιστοιχώντας στο διπλάσιο περίπου του συνόλου των μετοχών της αμερικάνικης χρηματαγοράς[7] ή στο υπερτριπλάσιο του ετήσιου αμερικάνικου Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος! Βέβαια, αυτά τα νούμερα είναι απλά φούσκες. Κι αυτό γιατί τα 45.5 τρισ. δολάρια απέχουν πολύ από τα 5.7 τρισ. δολάρια της αξίας που «προστατεύουν» (δηλαδή της αξίας που θα πρέπει να πληρωθεί αν πτωχεύσει ο δανειστής).
Η Lehman Brothers ήταν μέσα στις δέκα εταιρίες με τις μεγαλύτερες δοσοληψίες τέτοιων παραγώγων κρατώντας συμβόλαια ονομαστικής αξίας περίπου 800 δισ. δολαρίων[1], δηλαδή 25% μεγαλύτερης αξίας από το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων! Το ίδιο χωμένη σ’ αυτά τα ριψοκίνδυνα παράγωγα ήταν και η AIG. Από τα 41 δισ. δολάρια των απομειώσεων (της υποτίμησης δηλαδή) των μετοχών της, η πλειοψηφία οφειλόταν σ’ αυτά τα παράγωγα[8]. Πάντως, μεταξύ των μεγαλύτερων «παικτών» αυτών των «πιστωτικών συμφωνιών ανταλλαγής» βρίσκονται και εμπορικές τράπεζες, όπως η CityBank και η Bank of America, ενώ τα πρωτεία κατέχει η JP Morgan[7]. Ο φόβος για το σπάσιμο της φούσκας έκανε τις δύο εναπομείνασες από τις πέντε μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες (την Goldman Sachs και την Morgan Stanley) να ζητήσουν καταφύγιο στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED), μετατρεπόμενες όμως σε τράπεζες συμμετοχών (bank holding) με μεγαλύτερη πρόσβαση σε ζεστό χρήμα από τη FED, αλλά με αυστηρότερες ρυθμίσεις ως προς τη λειτουργία τους.
Ο ίδιος φόβος έκανε την αμερικάνικη κυβέρνηση να εκπονήσει «σχέδιο διάσωσης» το οποίο τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει ακόμα εγκριθεί από το Κογκρέσο. Τα 700 δισ. δολάρια που σκοπεύει να δώσει η κυβέρνηση για να αγοράσει τα χρέη των τραπεζών θα εκτινάξουν το εθνικό χρέος στα 11.3 τρισ. δολάρια, από τα 10.6 που βρίσκεται σήμερα. Φυσικά, κάποιος πρέπει να επωμιστεί αυτό το βάρος και δε θα είναι άλλος από την αμερικάνικη εργατική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες των χωρών που τους ρουφά το αίμα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός.
Θα μπορέσει αυτό το «σχέδιο διάσωσης» να αναχαιτίσει την εξάπλωση της κρίσης; Θα μπορέσει η Αμερική να βρει στήριγμα στους Ευρωπαίους «εταίρους» της για να γλυτώσει τα χειρότερα; Γι’ αυτά καθώς και για τον πραγματικό χαρακτήρα της «πιστωτικής κρίσης» γενικότερα θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
[1] Economist, 15/9/08
[2] «Η κατάσταση της εργαζόμενης Αμερικής – 2008» – Αμερικάνικο Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής
[3] Γραφείο Εργατικών Στατιστικών ΗΠΑ (αναλυτικοί πίνακες και ορισμοί παρουσιάζονται στο site https://stats.bls.gov/cps/tables.htm#pnilf)
[4] American Bankruptcy Institute, 27/8/08
[5] Economist, 4/9/08
[6] Business Week, 23/9/08 (επικαλείται στοιχεία του αμερικάνικου Γραφείου Στατιστικής, τα οποία δημοσιεύτηκαν την περασμένη Τρίτη).
[7] «Η μυστική αγορά βρίσκεται κοντά σε μια μεγάλη πιστωτική δοκιμασία», New York Times, 17/2/08.
[8] Asia Times,, 23/9/08.