Περισσότεροι από 200 κρατούμενοι, σύμφωνα με τους δικηγόρους που εκπροσωπούν μερικούς απ’ αυτούς, συνεχίζουν την απεργία πείνας στο κολαστήριο του Γκουαντανάμο, διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες κράτησης και την επ’ αόριστο κράτησή τους χωρίς την απαγγελία κατηγοριών.
Οπως αποκαλύφθηκε από τους δικηγόρους, η απεργία πείνας ξεκίνησε στις 8 Αυγούστου, οπότε εξέπνευσε η προθεσμία των δέκα ημερών μέσα στην οποία η διοίκηση του στρατοπέδου, κάτω από την πίεση της απεργίας πείνας που είχε προηγηθεί από τις 2 μέχρι τις 28 Ιουλίου, είχε υποσχεθεί ότι θα εναρμονιστεί η μεταχείριση των κρατουμένων με τη συνθήκη της Γενεύης, προκειμένου να πετύχει τον τερματισμό της απεργίας. Στη συνέχεια όχι μόνο αθέτησε την υπόσχεσή της και συνεχίστηκαν οι ξυλοδαρμοί και οι εξευτελισμοί κρατουμένων, αλλά διέλυσε και την εξαμελή επιτροπή που είχε δεχτεί να συγκροτηθεί για να εκπροσωπεί τους κρατούμενους.
Σύμφωνα με τη διοίκηση του κολαστηρίου, ο αριθμός των κρατουμένων που συμμετέχουν στην απεργία πείνας φτάνει στους 105 και 21 ακόμη, η υγεία των οποίων είχε φτάσει σε κρίσιμη κατάσταση, έχουν μεταφερθεί στο νοσοκομείο, όπου με χειροπέδες στα χέρια και με τα πόδια δεμένα στο κρεβάτι, υποβάλλονται σε υποχρεωτική θρέψη, με ενδοφλέβιες ενέσεις ή με σωλήνα από τη μύτη, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος τύπου της βάσης.
Η εφημερίδα «New York Times» (18/9/05), σε εκτεταμένο ρεπορτάζ για την απεργία χαρακτηρίζει «πολύ σοβαρή πρόκληση» για τη διοίκηση του στρατοπέδου την αντιμετώπισή της και επικαλείται έναν ανώτερο στρατιωτικό αξιωματούχο, ο οποίος, μιλώντας με την προϋπόθεση να μην αποκαλυφτεί το όνομά του, περιέγραψε την κατάσταση ως άκρως ανησυχητική για τη διοίκηση του στρατοπέδου και είπε ότι η τελευταία δοκίμασε αρκετούς τρόπους για να θέσει τέρμα στην απεργία πείνας, αλλά χωρίς επιτυχία. Επικαλείται επίσης τα σχόλια αξιωματούχων σχετικά με τους κρατούμενους, που συμβαδίζουν πολύ περισσότερο με τις δηλώσεις των δικηγόρων τους παρά με τις επίσημες ανακοινώσεις της διοίκησης του στρατοπέδου. Επισημαίνει, τέλος, την αυστηρή αυτολογοκρισία στην οποία υποβάλλονται οι δικηγόροι των κρατουμένων, ως προϋπόθεση για να τους επιτραπεί να επισκεφτούν τους πελάτες τους στο Γκουαντανάμο και επιβεβαιώνει ότι οι απεργίες πείνας στα 2002 και 2003 κρατήθηκαν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και ότι ήταν γνωστές μόνο στις αρχές του στρατοπέδου και σε αξιωματούχους του Ερυθρού Σταυρού, που είχαν δεσμευτεί να μην αποκαλύπτουν ό,τι μάθαιναν κατά τις επισκέψεις τους ως αντάλλαγμα για να συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση.
Ωστόσο, καθώς πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», εμφανίζονται όλο και περισσότερες ρωγμές στο τείχος της σιωπής στο σύγχρονο Νταχάου, που αφήνουν να ακουστούν έξω, έστω και πολύ αδύναμα, οι κραυγές των κολασμένων, που δίνουν με τον αγώνα τους μαθήματα αξιοπρέπειας, μαχητικότητας και ηρωισμού.