Κλιμακώνεται επικίνδυνα η πολεμική ένταση ανάμεσα στο Σουδάν και το Νότιο Σουδάν μετά την κατάληψη από τα στρατεύματα του τελευταίου στις 10 Απριλίου της πόλης Χέγκλιγκ, η οποία βρίσκεται στα σύνορα με το Νότιο Σουδάν και με απόφαση του Μόνιμου Δικαστηρίου Διαιτησίας της Χάγης το 2009 αναγνωρίστηκε στο (βόρειο) Σουδάν. Η περιοχή γύρω από την πόλη αυτή περιέχει τα μισά από τα κοιτάσματα πετρελαίου που έχουν απομείνει στο Σουδάν μετά την απόσχιση του Νότιου Σουδάν τον περασμένο Ιούλιο, οπότε και το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου της χώρας πέρασε στο νέο κράτος.
Η κατάληψη της πόλης Χέγκλιγκ χαρακτηρίστηκε από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ «παράνομη ενέργεια» και η Αφρικανική Ενωση κάλεσε τον πρόεδρο του Νότιου Σουδάν Σάλβα Κιρ να αποσύρει άμεσα και χωρίς όρους τα στρατεύματά του, ενώ ο Ομπάμα και η Ευρωπαϊκή Ενωση κάλεσαν τους αντίπαλους να λύσουν τις διαφορές τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αρχικά, Ο Σάλβα Κιρ αγνόησε τις εκκλήσεις αυτές υποστηρίζοντας ότι υπερασπίζει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας του και λίγο αργότερα δήλωσε ότι θα τα αποσύρει μόνο αν αναπτυχθούν στην περιοχή κυανόκρανοι του ΟΗΕ. Τελικά, στις 21 Απριλίου, ο Σάλβα Κιρ αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Χέγκλιγκ ύστερα από βομβαρδισμούς και σφοδρές μάχες με το σουδανικό στρατό, ενώ ο πρόεδρος του Σουδάν Ομάρ αλ – Μπασίρ ανακοίνωσε ότι ο στρατός του νίκησε τις δυνάμεις που είχαν καταλάβει την πόλη προσθέτοντας ότι «αυτοί ξεκίνησαν τον πόλεμο και εμείς θα ανακοινώσουμε πότε θα τελειώσει». Στις 23 Απριλίου, ο Μπασίρ επισκέφτηκε την πόλη Χέγκλιγκ και απευθυνόμενος στους στρατιώτες δήλωσε ότι ο χρόνος για διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση του Σάλβα Κιρ έχει τελειώσει, γιατί αυτή δεν καταλαβαίνει παρά μόνο τη γλώσσα των όπλων. Αυτή τη στιγμή, έχουν συγκεντρωθεί στην περιοχή ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και των δύο αντιπάλων και η κυβέρνηση Κιρ καταγγέλλει ότι συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί και οι επιθέσεις του σουδανικού στρατού στο έδαφος του Νότιου Σουδάν, ενώ ο Σάλβα Κιρ κατά την επίσκεψή του στις 23 Απριλίου στην Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα σουδανικού πετρελαίου, με στόχο να αποσπάσει την υποστήριξη της, δήλωσε από το Πεκίνο ότι το Σουδάν «έχει κηρύξει πόλεμο» εναντίον της χώρας του.
Η σύγκρουση αυτή έχει δύο διαστάσεις. Μία εσωτερική, που έχει σχέση με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις κυβερνητικές κλίκες των δύο κρατών και τα οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπούν. Και μία εξωτερική, που έχει να κάνει με την προσπάθεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να περιορίσει την οικονομική διείσδυση της Κίνας στην Αφρική, να ενισχύσει τη στρατιωτική του παρουσία και να θέσει υπό τον έλεγχό του τους υδρογονάνθρακες και τις στρατηγικής σημασίας πρώτες ύλες της αφρικανικής ηπείρου.
Οι εκκρεμότητες τροφοδοτούν την πολεμική ένταση
Η απόσχιση του Νότιου Σουδάν τον περασμένο Ιούλιο, ύστερα από δημοψήφισμα, στα πλαίσια της συμφωνίας του 2005 που έθεσε τέρμα σε ένα μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο, άφησε σε εκκρεμότητα κρίσιμα ζητήματα, όπως τη διανομή των εσόδων από το πετρέλαιο και του εθνικού χρέους, τον ακριβή καθορισμό των συνόρων και το καθεστώς των πολιτών του ενός κράτους που εξακολουθούν να ζουν στο άλλο.
Οι εκκρεμότητες αυτές τροφοδοτούν συνεχώς την ένταση και την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο πλευρές, εξαιτίας των οποίων, εκτός όλων των άλλων, έχει σταματήσει η παραγωγή πετρελαίου στο Νότιο Σουδάν από τον Ιανουάριο, η οικονομία του οποίου εξαρτάται αποκλειστικά από την εξαγωγή πετρελαίου (350.000 βαρέλια την ημέρα). Μη έχοντας άλλη βιομηχανική υποδομή, εισάγει τα πάντα, από βασικά είδη διατροφής μέχρι καύ-σιμα τώρα από την Ουγκάντα και την Κένυα. Παράλληλα, σύμφωνα, με ρεπορτάζ του «Reuters» (24/4/12), ανθεί η διαφθορά και η ευνοιοκρατία. Στους δρόμους της πρωτεύουσας Τζούμπα κυκλοφορούν πανάκριβα τζιπ (κάθε ανώτερος αξιωματούχος δικαιούται δύο) και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με κοστούμια διάσημων σχεδιαστών και ρολόγια Ρόλεξ δειπνούν σε ακριβά εστιατόρια στο Λευκό Νείλο, ενώ η πρωτεύουσα δεν έχει ούτε εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος ούτε δίκτυο ύδρευσης.
Η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη και στο βόρειο Σουδάν, όπου οι καταστροφές που υπέστησαν οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στην πόλη Χέγκλιγκ θα βαθύνουν ακόμη περισσότερο την οικονομική κρίση. Στις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση Μπασίρ και το κυβερνητικό κόμμα του Εθνικού Κογκρέσου εκμεταλλεύονται τον πληγωμένο εθνικισμό του αραβικού πληθυσμού για να εκτρέψουν την προσοχή του από τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα και να την στρέψουν προς την κατάκτηση των «εθνικών» στόχων, που δεν περιορίζονται, όπως διακηρύσσουν στις πύρινες ομιλίες τους, στην ανακατάληψη της Χέγκλιγκ, αλλά φτάνουν μέχρι την ανατροπή της κυβέρνησης του Σάλβα Κιρ και την απελευθέρωση του Νότιου Σουδάν. Ανάλογη τακτική ακολουθεί και η κυβέρνηση Κιρ εκμεταλλευόμενη την εχθρότητα που έχει γεννήσει ο ρατσισμός και η περιθωριοποίηση του μαύρου πληθυσμού από την κυρίαρχη αραβική κάστα. «Η κυβέρνηση δεν παρέχει τίποτα στο λαό. Ομως θα υπάρξει υποστήριξη για τον Κιρ, αν κρατήσει σκληρή στάση απέναντι στον Μπασίρ σε περίπτωση στρατιωτικής αντιπαράθεσης», δήλωσε στο «Reuters» ένας δυτικός διπλωμάτης.
Ο αμερικάνικος δάκτυλος
Πέρα από τα τοπικά ανταγωνιστικά συμφέροντα, στην αντιπαράθεση Σουδάν – Νότιου Σουδάν έχουν βάλει το χέρι τους ο Λευκός Οίκος, το Ισραήλ και οι στενοί δυτικοί σύμμαχοί του. Από τη δεκαετία του 90, ο Λευκός Οίκος κρατά επιθετική στάση απέναντι στο καθεστώς Μπασίρ, κατηγορώντας το για υπόθαλψη του ριζοσπαστικού Ισλαμισμού (από ‘κει πέρασε ο Οσάμα μπιν Λάντεν), και από το 1997 έχει επιβάλει εμπορικό εμπάργκο στο Σουδάν, το οποίο παραμένει ακόμη σε ισχύ. Επίσης, έχει εκδοθεί από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Ομάρ αλ Μπασίρ και του σουδανού υπουργού Αμυνας με την κατηγορία της γενοκτονίας στο Νταρ- φούρ (και σ’ αυτή την υπόθεση το «μήλον της έριδος» είναι το πετρέλαιο).
Από την άλλη, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ υποστήριξαν το αποσχιστικό κίνημα στο νότιο Σουδάν και σήμερα εξοπλίζουν και χρηματοδοτούν τον υπέρογκο στρατό του (200.000 άντρες). Μόλις δύο βδομάδες πριν από την κατάληψη της Χέγκλιγκ, ο Σάλβα Κιρ συναντήθηκε με τον Ομπάμα, φορώντας πάντα το καουμπόικο καπέλο που του χάρισε ο Μπους το 2006. Στη συνάντηση αυτή προφανώς εξασφάλισε τη συναίνεση του Ομπάμα στο σχέδιο κατάληψης της Χέγκλιγκ. Με στόχο σε πρώτη φάση να αμφισβητηθεί το εδαφικό δικαίωμα του Σουδάν στο πετρέλαιο της περιοχής και να τεθεί ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύ-σεων η απόφαση του Μόνιμου Δικαστηρίου Διαιτησίας της Χάγης.
Στόχος ο πλούτος της Κεντρικής Αφρικής
Ωστόσο, το ενδιαφέρον του Λευκού Οίκου για το Νότιο Σουδάν δεν οφείλεται μόνο στο πετρέλαιο που διαθέτει. Το Νότιο Σουδάν, η Ουγκάντα (όπου επίσης πρόσφατα ανακαλύφθηκαν πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου), η Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής και η Δημοκρατία του Κονγκό είναι οι χώρες όπου από τον Οκτώβριο του 2011 έχουν αναπτυχθεί οι πρώτοι 100 αμερικάνοι εκπαιδευτές των Ειδικών δυνάμεων, η δύναμη των οποίων θα αυξηθεί με νέα απόφαση του Ομπάμα. Με πρόσχημα την εκπαίδευση των τοπικών στρατών για τη σύλληψη του περιβόητου Γιόζεφ Κόνι, την καταπολέμηση της «ισλαμικής τρομοκρατίας» και την «υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων». Να σημειωθεί, παρόλο που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ότι ο Γιόζεφ Κόνι είναι ο αρχηγός του «Lord’s Resistance Army» και κατηγορείται από τους διώκτες του για τη βίαιη στρατολόγηση παιδιών και για μαζικά εγκλήματα σε βάρος του πληθυσμού στις περιοχές που έχει δράσει. Ο «Lord’s Resistance Army» σχηματίστηκε το 1987 στη βορειοδυτική Ουγκάντα από μέλη της φυλής Acholi, την οποία οι βρετανοί αποικιοκράτες εκμεταλλεύονταν ως δούλους και μετά την ανεξαρτησία της χώρας περιθωριοποιήθηκε από τις κυρίαρχες εθνικές ομάδες. Μαζί με το «Holy Spirit Movement» αποτελούσαν την ένοπλη πτέρυγα ενός κινήματος με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης του σημερινού προέδρου της Ουγκάντα και πιστού συμμάχου των ΗΠΑ, Yoweri Museveni. Ολα αυτά τα χρόνια ο Λευκός Οίκος αδιαφορούσε για τα εγκλήματα που του αποδίδονται και τον θυμήθηκαν τώρα που ο στρατός του, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, θεωρείται τελείως αποδυναμωμένος και τα ίχνη του δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής πουθενά στις τέσσερις χώρες όπου καταζητείται.
Ομως, διόλου τυχαία, οι χώρες αυτές αποτελούν τον κορμό της Κεντρικής Αφρικής, στο υπέδαφος της οποίας κρύβεται ένας απίστευτος πλούτος στρατηγικής σημασίας πρώτων υλών. Κι αυτό που ανησυχεί το Λευκό Οίκο δεν είναι η δράση του Γιόζεφ Κόνι, αλλά η συνεχώς αυξανόμενη οικονομική παρουσία της Κίνας στην περιοχή αυτή και ιδιαίτερα στη Δημοκρατία του Κονγκό.
Ενδεικτικά, στη Δημοκρατία του Κονγκό τα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα ορυκτών υπολογίζονται σε 24 τρισ. δολάρια. Υπάρχουν τεράστια κοιτάσματα διαμαντιών, κοβαλτίου, χαλκού, ουρανίου, μαγνησίου, κασσίτερου, βολφραμίτη, κολτάν (από το οποίο εξάγεται το νιόβιο και το ταντάλιο) και χρυσού. Η χώρα παράγει χρυσό αξίας 1 δισ. δολαρίων το χρόνο και διαθέτει το 30% των παγκόσμιων αποθεμάτων διαμαντιών και το 80% των παγκόσμιων αποθεμάτων κολτάν, η μεγαλύτερη ποσότητα από το οποίο εξάγεται στην Κίνα για επεξεργασία. Στην Κίνα επίσης εξάγεται η μεγαλύτερη ποσότητα πρώτων υλών, όπως το κοβάλτιο, μεταλλεύματα χαλκού και μια ποικιλία σκληρών ξύλων για παραπέρα επεξεργασία, ενώ το 90% των εργοστασίων επεξεργασίας στην πλούσια σε πρώτες ύλες νοτιοανατολική επαρχία Κατάνγκα είναι κινέζικης ιδιοκτησίας. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός εταίρος της Αφρικής και οι επενδύσεις που πραγματοποιεί συνολικά κάθε χρόνο σε διάφορες χώρες υπολογίζονται σε 5,5 δισ. δολάρια, όχι μόνο στον τομέα της εξόρυξης, αλλά και στις τηλεπικοινωνίες, στον κατασκευαστικό τομέα και στη βιομηχανία.
Η παραπέρα ενίσχυση της αμερικάνικης στρατιωτικής παρουσίας στην Αφρική είναι μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος για την επέκταση της αμερικάνικης Africa Command (AFRICOM) με την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων σε στρατηγικής σημασίας περιοχές της ηπείρου. Το 2007, ο σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Dr. J. Peter Pham παρουσίασε ως στρατηγικό στόχο της AFRICOM «την προστασία της πρόσβασης στους υδρογονάνθρακες και σε άλλες στρατηγικής σημασίας πρώτες ύλες, τις οποίες η Αφρική διαθέτει σε αφθονία, καθήκον το οποίο περιλαμβάνει την προστασία αυτού του φυσικού πλού-του και την εξασφάλιση ότι κανένα άλλο ενδιαφερόμενο τρίτο μέρος, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία ή η Ρωσία θα αποκτήσουν το μονοπώλιο σ’ αυτές ή προνομιακή μεταχείριση».