Το ελεγχόμενο από το ρωσικό κράτος μονοπώλιο φυσικού αερίου Gazprom ανακοίνωσε στις 14 Δεκέμβρη ότι θα υπερτετραπλασιάσει την τιμή του φυσικού αερίου που πουλάει στην Ουκρανία. Συγκεκριμένα, από την 1η Ιανουαρίου η Ουκρανία θα πληρώνει το φυσικό αέριο στις τιμές της ευρωπαϊκής αγοράς, που είναι σήμερα 220 – 230 δολάρια για τα 35.000 κυβικά πόδια, αντί των 50 δολαρίων που πληρώνει τώρα.
Οι δυο πλευρές βρίσκονται εδώ και μήνες σε διαμάχη για τα σχέδια της Ρωσίας να αυξήσει την τιμή, ενώ η Ουκρανία αγνόησε την αρχική πρόταση της Gazprom για 160 δολάρια τα 35.000 κυβικά πόδια.
Ο αντιπρόεδρος της Gazprom δήλωσε ότι «η Ουκρανία με τη διαπραγματευτική τακτική που ακολουθεί έχασε την ευκαιρία και τώρα δεν μπορεί να γίνει καμιά συζήτηση για τα 160 δολάρια, γιατί η κατάσταση στην αγορά έχει αλλάξει και αλλάζει συνεχώς». Και ο υπουργός Οικονομικών Αλεξέι Κούντριν δικαιολόγησε την αύξηση δηλώνοντας στο Πρακτορείο Νοβόστι ότι «ο καιρός που η Ρωσία ακολουθούσε την πολιτική μερικής επιδότησης της οικονομίας των γειτονικών χωρών φτάνει βαθμιαία στο τέλος της. Πρέπει να εστιάσουμε στα συμφέροντά μας».
Ανάλογη στάση κρατά η Ρωσία απέναντι και σε άλλες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες που έχουν ξεφύγει ή επιχειρούν να ξεφύγουν από τη σφαίρα επιρροής της. Τον περασμένο μήνα ανακοινώθηκε ότι οι χώρες της Βαλτικής, Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία, που έχουν ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα πληρώνουν από τη νέα χρονιά το φυσικό αέριο στην τιμή των 120 – 125 δολαρίων για τα 35.000 κυβικά πόδια, αντί των 80 δολαρίων που πληρώνουν σήμερα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Γεωργία και τη Μολδαβία, που στρέφονται προς τις ΗΠΑ και προσπαθούν να αναπτύξουν στενούς δεσμούς με τη Δύση. Από τη νέα χρονιά θα πληρώνουν το φυσικό αέριο στη διπλάσια τιμή, 110 και 150 – 160 δολάρια αντίστοιχα.
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με τη Λευκορωσία, η οποία διατηρεί στενούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η Gazprom παρέτεινε τη συμφωνία σύμφωνα με την οποία η Λευκορωσία θα πληρώνει το φυσικό αέριο στην τιμή των 46.68 δολαρίων. Το ίδιο και η Αρμενία.
Είναι ολοφάνερο ότι το Κρεμλίνο εκμεταλλεύεται την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία και χρησιμοποιεί τις τιμές των καυσίμων ως όπλο για να ανακόψει και να περιορίσει την επέκταση της αμερικάνικης και γενικότερα της δυτικοευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής επιρροής στην περιφέρειά της. Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό ασκεί σοβαρή πίεση τόσο στις κυβερνήσεις που αλληθωρίζουν προς τη Δύση, όσο και στους ηγέτες των διάφορων «πορτοκαλί επαναστάσεων», που κινδυνεύουν να χάσουν την εξουσία που κατέλαβαν λόγω των τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι λαοί των χωρών τους. Χαρακτηριστική είναι, άλλωστε, η περίπτωση του Ουζμπεκιστάν, όπου οι Αμερικάνοι εκδιώχτηκαν από την αεροπορική βάση Κ2, του Κιργιζστάν, η κυβέρνηση του οποίου, παρόλο που επιβλήθηκε από «έγχρωμη επανάσταση», ζητά 100πλάσιο ενοίκιο (200 αντί 2 εκατομμύρια δολάρια) το χρόνο από τους Αμερικάνους για τη στρατηγικής σημασίας για τον πόλεμο του Αφγανιστάν αεροπορική βάση Μανάς που χρησιμοποιούν, αλλά και της Λευκορωσίας, όπου ένα χρόνο μετά την περιβόητη «πορτοκαλί επανάσταση», τα σκάνδαλα διαφθοράς έχουν προκαλέσει σοβαρή πολιτική κρίση και ο ανατραπείς πρόεδρος Γιανούκοβιτς κερδίζει ξανά έδαφος.