Οσο περνά ο καιρός, αυτά που συμβαίνουν στο Λίβανο και τη Συρία θυμίζουν το σκηνικό που είχαν στήσει οι Αμερικάνοι με τα όπλα μαζικής καταστροφής που υποτίθεται ότι διέθετε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεϊν. Με τη διαφορά ότι το όπλο που χρησιμοποιείται για την αποσταθεροποίηση στις δύο χώρες και την κλιμάκωση των πιέσεων στο συριακό καθεστώς είναι οι πολιτικές δολοφονίες.
Την περασμένη Δευτέρα, 12 Νοέμβρη, δολοφονήθηκε ο χριστιανός ορθόδοξος εκδότης και βουλευτής Τζεμπράν Τουένι, γνωστός για την αντίθεσή του στη Συρία, όταν το θωρακισμένο αυτοκίνητό του πέρασε δίπλα από παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο σε χριστιανική συνοικία της Βηρυττού. Χωρίς κανένα στοιχείο, οι Αμερικάνοι αμέσως έδειξαν ως ένοχο τη Συρία. Ο Λευκός Οίκος σε σχετική ανακοίνωσή του επισήμανε ότι η δολοφονία του Τουένι «είναι άλλη μια τρομοκρατική ενέργεια με στόχο την προσπάθεια υπαγωγής του Λιβάνου στη συριακή κυριαρχία», υποδαυλίζοντας έτσι τις αντισυριακές εκδηλώσεις στο Λίβανο.
Στις 23 του περασμένου Φλεβάρη, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου Ραφίκ Χαρίρι, ο αρθρογράφος Πάτρικ Σιλ της βρετανικής εφημερίδας «Γκάρντιαν» σε σχετικό άρθρο του, μεταξύ άλλων, έγραφε: «Αν η Συρία δολοφόνησε το Ραφίκ Χαρίρι, πρώην πρωθυπουργό του Λιβάνου και ιθύνοντα νου της αναγέννησής του μετά τον εμφύλιο πόλεμο, πρέπει να δικαστεί σαν πράξη πολιτικής αυτοκτονίας. Η Συρία βρίσκεται ήδη κάτω από μεγάλη διεθνή πίεση από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ισραήλ. Το να δολοφονήσει το Χαρίρι αυτή την κρίσιμη στιγμή θα ήταν σαν να ήθελε να καταστρέψει την υπόληψή της μια για πάντα και να δώσει στα χέρια των εχθρών της ένα όπλο, με το οποίο να της καταφέρουν το πλήγμα που θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει εντελώς το καθεστώς της Δαμασκού, ακόμη και να το ανατρέψει».
Η ρεαλιστική αυτή πολιτική εκτίμηση ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση της δολοφονίας του Τουένι. Η Συρία είναι σήμερα με την πλάτη στον τοίχο, ο κλοιός σφίγγει όλο και πιο πολύ γύρω της και η απειλή των κυρώσεων κρέμεται πάνω από το κεφάλι της. Στη δεινή θέση που βρίσκεται και με το συσχετισμό δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί στο Λίβανο δεν έχει να κερδίσει τίποτα από τη δολοφονία του Τουένι. Αντίθετα είναι αυτή που πρώτα και κύρια θα υποστεί τις συνέπειες, γιατί θα χρησιμοποιηθεί προπαγανδιστικά στην ενορχηστρωμένη εκστρατεία εναντίον της.
Η δολοφονία του Τουένι μυρίζει έντονα προβοκάτσια. Κι αυτοί που πιθανότατα την έχουν στήσει δεν είναι άλλοι απ’ αυτούς που αναμφίβολα επωφελούνται απ’ αυτή την υπόθεση, η Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ. Η Συρία είναι στο στόχαστρό τους γιατί δεν συνεργάζεται όσο θα ήθελαν στον πόλεμο για την καταστολή της ιρακινής αντίστασης και την υποταγή του ιρακινού λαού, γιατί φιλοξενεί ακόμη στο έδαφός της ριζοσπαστικές παλαιστινιακές οργανώσεις, αλλά και για τους δεσμούς που έχει με τη λιβανέζικη οργάνωση Χεσμπολά, η οποία ανάγκασε τον ισραηλινό στρατό να αποχωρήσει από το Λίβανο. Στόχος τους είναι να σφίξουν τον κλοιό γύρω από το συριακό καθεστώς για να το αναγκάσουν να υποταχτεί στις απαιτήσεις τους, να απομονώσουν και να αποδυναμώσουν στρατιωτικά και πολιτικά τη Χεσμπολά, να αποσταθεροποιήσουν πολιτικά το Λίβανο και να υποδαυλίσουν τις θρησκευτικές αντιθέσεις για να δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος που θα διευκολύνει την ανάμειξή τους.
Η δολοφονία του Τζεμπράν Τουένι έγινε μια μέρα μετά την παράδοση στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ της τελευταίας έκθεσης του ειδικού ανακριτή του ΟΗΕ για τη δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι, Ντετλέβ Μέχλις. Στην έκθεση επισημαίνεται ότι νέα στοιχεία έχουν ενισχύσει την πεποίθηση της επιτροπής που διεξάγει την ανάκριση ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών της Συρίας και του Λιβάνου γνώριζαν για τη δολοφονία του Χαρίρι. «Στα τέλη Οκτώβρη του 2005, παρουσιάστηκε στην επιτροπή – αναφέρεται στην έκθεση - ένας νέος μάρτυρας, ο οποίος έδωσε μια περιεκτική και λογική κατάθεση σχετικά με τα σχέδια δολοφονίας του Χαρίρρι. Η μαρτυρία του εκτιμάται ως αξιόπιστη και οι πληροφορίες που έδωσε έγκυρες».
Η αναφορά στο νέο μάρτυρα γίνεται γιατί οι καταθέσεις δύο άλλων μαρτύρων στις οποίες στηρίχτηκε βασικά η προκαταρκτική έκθεση Μέχλις έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. Ο ένας απ’ αυτούς, ο Ζουχίρ Σιντίκ, συνελήφθη στη Γαλλία και κρατείται ως ύποπτος και ο άλλος, ο Χασάμ Ταχέρ Χασάμ, δήλωσε ότι απειλήθηκε και δωροδοκήθηκε για να ενοχοποιήσει τη Συρία από το γιο του Χαρίρι και ανακάλεσε την κατάθεσή του μπροστά στη συριακή τηλεόραση.
Η συριακή κυβέρνηση ζήτησε από το Μέχλις να πάρει υπόψη του κατά την ανάκριση το δεδομένο αυτό, εκείνος όμως χαρακτήρισε την κίνηση της Συρίας παρέμβαση στο έργο του και στην τελευταία έκθεσή του επισημαίνει ότι διαθέτει αξιόπιστες πληροφορίες ότι πριν από τη δημόσια ανάκληση της κατάθεσής του Χασάμ Ταχέρ Χασάμ, «στενοί συγγενείς του είχαν συλληφθεί και απειληθεί από σύριους αξιωματούχους» και ακόμη ότι «η προκαταρκτική ανάκριση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κύριος Χασάμ χειραγωγείται από τις συριακές αρχές». Αντε να βρεις άκρη. Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι η Συρία ανταποκρίνεται αργά στις απαιτήσεις της ανάκρισης, δίνοντας πάσα στο Λευκό Οίκο να αρχίσει το γνωστό τροπάριο ότι η Συρία δεν συμμορφώνεται πλήρως με την απόφαση 1636 του ΟΗΕ και να επαναφέρει πιεστικά στο προσκήνιο την απειλή των κυρώσεων.
Οπως φαίνεται, δεν έχουν προκύψει μέχρι στιγμής από την ανάκριση που διεξάγει η επιτροπή Μέχλις επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που ενοχοποιούν ανώτατους σύριους αξιωματούχους. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ να κλιμακώσουν την αντισυριακή προπαγανδιστική εκστρατεία τους. Κι αν κάποια στιγμή το σκηνικό που έχουν στήσει με τις πολιτικές δολοφονίες καταρρεύσει, δεν κοστίζει και πολύ στη δολοφονική συμμορία του Λευκού Οίκου να ομολογήσει ότι στηρίχτηκε σε λαθεμένες πληροφορίες, όπως έκανε ο Μπους και με τον πόλεμο του Ιράκ την περασμένη Τετάρτη.