Ο αριθμός των Αμερικάνων στρατιωτών που τραυματίστηκαν στο Ιράκ τον περασμένο μήνα σημείωσε κατακόρυφη άνοδο, φτάνοντας στο ψηλότερο μηνιαίο επίπεδο των δύο τελευταίων χρόνων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Πενταγώνου, τον περασμένο Σεπτέμβρη, τραυματίστηκαν στο Ιράκ 776 Αμερικάνοι στρατιώτες. Πρόκειται για το μεγαλύτερο αριθμό από την πολιορκία της Φαλούτζα το Νοέμβρη του 2004, ενώ ο αριθμός των απωλειών αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο τον Οκτώβριο, αφού μόνο μέσα στην πρώτη βδομάδα του μήνα ο αριθμός των τραυματιών έφτασε στους 300.
Η κατακόρυφη αυτή αύξηση αποδίδεται από αμερικάνους διοικητές τόσο στις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών στην επαρχία Ανμπάρ όσο και στη συμμετοχή μεγαλύτερου αριθμού αμερικάνικων στρατευμάτων στις επιχειρήσεις που γίνονται στη Βαγδάτη και επισημαίνουν ότι ο αριθμός των τραυματιών και όχι των νεκρών στρατιωτών είναι πολύ καλύτερο κριτήριο της σφοδρότητας των συγκρούσεων, γιατί οι βελτιώσεις στον εξοπλισμό και στην ιατρική περίθαλψη επιτρέπουν σε πολλούς τραυματισμένους, που σε παλιότερους πολέμους θα πέθαιναν, να επιβιώνουν. Σήμερα μόνο 1 στους 8 τραυματίες πεθαίνει, ενώ στον πόλεμο του Βιετνάμ η αναλογία ήταν 1 στους 3. Συνολικά, από την αρχή του πολέμου στο Ιράκ, ο αριθμός των νεκρών Αμερικάνων στρατιωτών έχει ξεπεράσει τους 2.750 και ο αριθμός των τραυματιών τους 20.000.
Μεγάλες όμως απώλειες έχει υποστεί και η ιρακινή αστυνομία τα δύο τελευταία χρόνια από επιθέσεις ανταρτών. Οπως ανακοίνωσε στις 6 Οκτωβρίου ο Αμερικάνος στρατηγός Τζόζεφ Πέτερσον, υπεύθυνος για την εκπαίδευση της ιρακινής αστυνομίας, 4.000 περίπου Ιρακινοί αστυνομικοί έχουν σκοτωθεί και περισσότεροι από 8.000 έχουν τραυματιστεί τα δύο τελευταία χρόνια. Παραδέχτηκε επίσης ότι τα αποσπάσματα θανάτου έχουν διεισδύσει στην αστυνομία, ότι συνεργάζονται με δυνάμεις της αστυνομίας στις επιχειρήσεις μαζικών δολοφονιών εναντίον Σουνιτών και για το λόγο αυτό απολύθηκε μια ολόκληρη ταξιαρχία 700 αστυνομικών στις 5 Οκτωβρίου.
Στο μεταξύ, ενώ οι Αμερικάνοι μεταφέρουν δυνάμεις από την επαρχία Ανμπάρ στη Βαγδάτη σε μια προσπάθεια να περιορίσουν την εκτός ελέγχου δράση των αποσπασμάτων θανάτου και της σιιτικής πολιτοφυλακής Αλ – Μαχντί του Μοκτάντα αλ – Σάντρ, η βία επεκτείνεται και κλιμακώνεται και στο νότιο και βόρειο Ιράκ.
Την περασμένη Κυριακή, ξέσπασε σφοδρή μάχη στην πόλη Ντιβανίγια του νότιου Ιράκ, με σιιτικό στην πλειοψηφία πληθυσμό, όταν εισέβαλαν αιφνιδιαστικά τα ξημερώματα αμερικάνικα και ιρακινά στρατεύματα για να συλλάβουν ένα διοικητή της πολιτοφυλακής του Μαχντί. Οι συγκρούσεις κράτησαν 6 ώρες και κατά τη διάρκειά τους καταστράφηκε από τα πυρά της σιιτικής πολιτοφυλακής τουλάχιστον ένα τανκ Μ1Α2 Abrams. Στην περιοχή υπάρχει μεγάλη ένταση από τον περασμένο Αύγουστο που είχε γίνει πάλι σφοδρή μάχη ανάμεσα στους μαχητές του Μαχντί και αμερικανοϊρακινά στρατεύματα. Ο επικεφαλής του γραφείου του Σαντρ στην Ντιβανίγια δήλωσε ότι «ο αμερικάνικος στρατός σκοπεύει να εξαπολύσει μεγάλης κλίμακας επιχείρηση εναντίον του Στρατού του Μαχντί και θα επιχειρήσει να εισβάλλει στη Σαντρ Σίτι της Βαγδάτης».
Δυο μέρες νωρίτερα, είχε επιβληθεί 36ωρη απαγόρευση κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων στην πόλη Κιρκούκ του βόρειου Ιράκ, κατά τη διάρκεια της οποίας ιρακινά στρατεύματα με την υποστήριξη αμερικάνικων ελικοπτέρων έκαναν επιδρομές και έρευνες σε διάφορα κτίρια και κατοικίες αναζητώντας ύποπτους επιθέσεων και όπλα. Οι επιθέσεις αυξάνονται συνεχώς και στο βόρειο Ιράκ, που θεωρούνταν πιο σταθερή και ασφαλής περιοχή. Στο πλούσιο σε πετρέλαιο Κιρκούκ οι επιθέσεις με αυτοκίνητα – βόμβες πενταπλασιάστηκαν τον περασμένο μήνα. Από 3 τον περασμένο Αύγουστο ανέβηκαν στις 16 το Σεπτέμβριο και οι νεκροί αντίστοιχα από 12 σε 42, σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας.
Η κλιμάκωση της βίας σχετίζεται με την προσπάθεια της τοπικής κουρδικής κυβέρνησης να αλλάξει τη σύνθεση του πληθυσμού, μειώνοντας το ποσοστό των Αράβων, και να ενσωματώσει με δημοψήφισμα την πόλη στην αυτόνομη κουρδική περιφέρεια. Γι’ αυτό και οι επιθέσεις που αποδίδονται σε Αραβες έχουν στόχο συνήθως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, τοπικούς κυβερνητικούς αξιωματούχους, στελέχη και γραφεία των κουρδικών κομμάτων και την κουρδική αστυνομία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όσο οξύνεται η κατάσταση δεν θα πολλαπλασιαστούν οι επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης και από τις δύο πλευρές, όπως συμβαίνει στη Βαγδάτη. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στη Μοσούλη, όπου όμως η πλειοψηφία είναι Αραβες, ενώ εκατοντάδες κουρδικές οικογένειες έχουν εγκαταλείψει την πόλη.
Παράλληλα, βέβαια, συνεχίζονται με την ίδια ένταση οι επιθέσεις της ιρακινής αντίστασης εναντίον των κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους, οι οποίες όμως επισκιάζονται από τις ειδήσεις για τα δεκάδες θύματα των αποσπασμάτων θανάτου που ανακαλύπτονται καθημερινά. Ετσι εξηγείται και η κατακόρυφη άνοδος των αμερικάνικων απωλειών τον τελευταίο μήνα. Από τις πιο πρόσφατες σημαντικές επιχειρήσεις της ιρακινής αντίστασης είναι η εκτέλεση στις 9 Οκτωβρίου του στρατηγού Αμίρ αλ – Χασίμι, συμβούλου του υπουργείου Αμυνας και αδελφού του ιρακινού αντιπροέδρου Ταρίκ αλ – Χασίμι. Αγνωστοι ένοπλοι με αστυνομικές στολές εισέβαλαν στο σπίτι του, σκότωσαν τους φρουρούς του και τον ίδιο και συνέλαβαν το γιο του. Είναι ο τρίτος στενός συγγενής του ιρακινού αντιπροέδρου που εκτελείται. Το βράδυ της επόμενης μέρας έγινε επίθεση με όλμους σε μεγάλη αποθήκη πυρομαχικών σε αμερικάνικη βάση στην περιοχή Ρασίντ της Βαγδάτης. Οι αλλεπάλληλες εκρήξεις που προκλήθηκαν συγκλόνισαν την ιρακινή πρωτεύουσα και οι φωτιές έκαιγαν για περισσότερες από 14 ώρες. Την ευθύνη της επίθεσης ανέλαβε ο «Ισλαμικός Στρατός» και θεωρείται μεγάλη επιτυχία της ιρακινής αντίστασης, γιατί σπάνια πραγματοποιούνται με επιτυχία τέτοιες επιχειρήσεις λόγω των αυστηρών μέτρων ασφάλειας στις αμερικάνικες εγκαταστάσεις.