Κλιμακώνεται η αναμέτρηση ανάμεσα στον ουκρανικό στρατό και τους φιλορώσους αυτονομιστές αντάρτες στην ανατολική Ουκρανία μετά την εκπνοή της 10ήμερης κατάπαυσης του πυρός το βράδυ της 30ής Ιούνη και την άρνηση του ουκρανού προέδρου Πέτρο Ποροσένκο να την παρατείνει.
Η απόφαση του Ποροσένκο ακολούθησε μετά την τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τους Πούτιν, Μέρκελ και Ολάντ λίγο πριν από την εκπνοή της εκεχειρίας, κατά την οποία οι τρεις ηγέτες δεν κατάφεραν να τον πείσουν να δώσει μια νέα παράταση, όπως δήλωσε ο Πούτιν, ενώ ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ σε ανακοίνωσή του συνέδεσε την απόφαση Ποροσένκο εμμέσως πλην σαφώς με παρέμβαση του Λευκού Οίκου.
Υπενθυμίζουμε ότι ο ουκρανός πρόεδρος είχε ανακοινώσει 7ήμερη μονομερή κατάπαυση του πυρός από τις 20 μέχρι τις 27 Ιούνη, στη διάρκεια της οποίας καλούσε τους αυτονομιστές αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα, υποσχόμενος αμνηστία για όσους δεν είχαν εμπλακεί σε σοβαρά εγκλήματα και ασφαλή έξοδο από τη χώρα για όσους ήθελαν να πάνε στη Ρωσία.
Η εξαγγελία της 7ήμερης κατάπαυσης του πυρός εντασσόταν στο πλαίσιο του «σχεδίου ειρήνης» 15 σημείων του Ποροσένκο, το οποίο προβλέπει τη δημιουργία ουδέτερης ζώνης στα ρωσοουκρανικά σύνορα, που θα ελέγχεται από κοινές περιπόλους, πρόωρες περιφερειακές και κοινοβουλευτικές εκλογές, προστασία των γλωσσικών δικαιωμάτων του πληθυσμού που χρησιμοποιεί τη ρωσική ως κύρια γλώσσα και τροποποιήσεις στο σύνταγμα που θα επιτρέπουν την αποκέντρωση της εξουσίας. Οπως επεσήμανε εξαρχής ο Λαβρόφ, από το «σχέδιο ειρήνης» του Ποροσένκο λείπει το ζήτημα – κλειδί, η πρόταση για έναρξη διαλόγου, στον οποίο πρέπει να συμμετέχουν όλες οι περιφέρειες και όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας για να καταλήξουν σε μια συμφωνία πάνω στη συνταγματική μεταρρύθμιση.
Ακολούθησαν δύο συναντήσεις της αποκαλούμενης ομάδας επαφής, στην οποία συμμετείχαν ο πρώην ουκρανός πρόεδρος Λεονίντ Κούτσμα, κατόπιν αιτήματος του Ποροσένκο, ο επικεφαλής του ΟΑΣΕ, ο ρώσος πρεσβευτής στην Ουκρανία, ο αποκαλούμενος πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ Αλεξάντερ Μποροντάι και άλλοι πολιτικοί παράγοντες από την ανατολική Ουκρανία, οι οποίες, όπως ήταν επόμενο, δεν κατέληξαν πουθενά.
Η εκεχειρία έμεινε στα χαρτιά εν μέσω αλληλοκατηγοριών για συνεχείς παραβιάσεις, παρόλο που οι αντάρτες στις 23 Ιούνη συμφώνησαν να τη σεβαστούν, ενώ αρνήθηκαν εξαρχής να καταθέσουν τα όπλα.
Στις 27 Ιούνη, μέρα εκπνοής της 7ήμερης κατάπαυσης του πυρός, ο Ποροσένκο ανακοίνωσε τριήμερη παράτασή της και την ίδια μέρα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανακοίνωσε υπό μορφή τελεσιγράφου ότι «περιμένει μέχρι τις 30 Ιούνη (σ.σ εντός της τριήμερης παράτασης) να γίνουν τα εξής βήματα: Συμφωνία για ένα μηχανισμό επαλήθευσης, υπό την εποπτεία του ΟΑΣΕ, για την τήρηση της εκεχειρίας και τον αποτελεσματικό έλεγχο των συνόρων, επιστροφή των τριών συνοριακών φυλακίων στις ουκρανικές αρχές, απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένων όλων των παρατηρητών του ΟΑΣΕ, έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για την εφαρμογή του σχεδίου ειρήνης του προέδρου Ποροσένκο». Επίσης, κάλεσε τη Ρωσία «να χρησιμοποιήσει δραστήρια την επιρροή της στις παράνομες ένοπλες ομάδες και να σταματήσει την εισροή όπλων και μαχητών από τα σύνορά της», ενώ προειδοποίησε ότι είναι έτοιμο να συγκληθεί ανά πάσα στιγμή για να επιβάλει νέες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, αν το κρίνει αναγκαίο.
Απαντώντας στην ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Αλεξάντερ Μποροντάι δήλωσε ότι οι αντάρτες «θα αρχίσουν συνομιλίες μόνο όταν ο Δεξιός Τομέας, οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και οι αστυνομικές δυνάμεις αποσυρθούν από τις περιφέρειες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ και ότι θα συμφωνήσουν να ανταλλάξουν τους αιχμαλώτους με βάση την αρχή "όλοι για όλους" (σ.σ όχι μονομερώς, όπως απαιτεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο)».
Με λίγα λόγια, κανένας από τους όρους που έχει θέσει ο Ποροσένκο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έχει ικανοποιηθεί μέχρι στιγμής από τους αυτονομιστές αντάρτες, οι οποίοι διατηρούν τις θέσεις τους, κρατούν περισσότερους από 100 αιχμαλώτους (απελευθέρωσαν μόνο μια ομάδα παρατηρητών του ΟΑΣΕ), ελέγχουν ακόμη τα τρία συνοριακά φυλάκια και αρνού-νται να μπουν σε συνομιλίες με τους όρους που απαιτούν ο Ποροσένκο και οι δυτικοί πάτρωνές του.
Κεντρικό ζήτημα στην ουκρανική κρίση είναι η συνταγματική μεταρρύθμιση, που θα καθορίσει το βαθμό αποκέντρωσης της εξουσίας και αυτονομίας των περιφερειών της χώρας. Σ’ αυτό το καθοριστικής σημασίας ζήτημα καμιά πλευρά δεν είναι διατεθειμένη, με το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, να κάνει υποχωρήσεις. Παρόλο που ο κυβερνητικός στρατός δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καταφέρει να διαλύσει τους αυτονομιστές αντάρτες, η κυβέρνηση του Κιέβου, με τις πλάτες του Λευκού Οίκου και των δυτικών εταίρων του, το παίζει σκληρή και αρνείται ουσιαστικά να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους αντιπάλους της. Ενδεικτικό των προθέσεών της είναι ότι όχι μόνο δεν έκανε καμιά κίνηση για να αρχίσουν οι συνομιλίες για τη συνταγματική μεταρρύθμιση με τη συμμετοχή όλων των περιφερειών και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, αλλά προχώρησε μια μέρα πριν από την εκπνοή της 7ήμερης κατάπαυσης του πυρός, στην κατάθεση στη βουλή του πακέτου των προτεινόμενων από τον Ποροσένκο τροποποιήσεων του συντάγματος, που αναμένεται να ψηφιστούν τις επόμενες μέρες, ενώ μια μέρα νωρίτερα ο ουκρανός πρόεδρος είχε δηλώσει ότι η ουκρανική θα παραμείνει η μόνη εθνική γλώσσα στο σύνταγμα (οι ρωσόφωνοι απαιτούν να κατοχυρωθεί η ρωσική ως η δεύτερη εθνική γλώσσα).
Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι το Κρεμλίνο, παρά τις «φιλειρηνικές» κορώνες του, θα συνεχίσει να παρεμβαίνει με διάφορους τρόπους και να πιέζει ώστε να δοθούν δι-ευρυμένες εξουσίες στις περιφέρειες, που θα επιτρέψουν στις ρωσόφωνες ανατολικές επαρχίες να διατηρήσουν στενούς δεσμούς με τη Ρωσία και να μπλοκάρουν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο θα υλοποιηθεί η συμφωνία των υπουργών Εξωτερικών Ρωσίας, Ουκρανίας, Γερμανίας και Γαλλίας στις 2 Ιούλη στο Βερολίνο για τη λήψη «μιας σειράς μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της επανέναρξης συνομιλιών όχι αργότερα από το Σάββατο 5 Ιούλη, με στόχο την επίτευξη μιας χωρίς όρους και αμοιβαία αποδεκτής βιώσιμης κατάπαυσης του πυρός».
Το μόνο βέβαιο είναι ότι είναι πολύ νωρίς για να περιμένει κανείς αποκλιμάκωση των συγκρούσεων και ότι θα χυθεί ακόμη πολύ αίμα.