Κάθε εξέγερση έχει τους συμβολισμούς της και σε επίπεδο πράξης, σε επίπεδο μορφών πάλης και επιλογής στόχων. Η εξέγερση της προλεταριακής νεολαίας της Γαλλίας επέλεξε ως σύμβολό της το κάψιμο αυτοκινήτων. Φωτιές έβαλαν, βέβαια, και σε δημόσια κτίρια, όμως τα καμμένα αυτοκίνητα ήταν αυτά που έδιναν τον τόνο, αυτά που συμβόλιζαν την εξέγερση.
Η επιλογή ήταν ασφαλώς αυθόρμητη. Αλλωστε, η ίδια η εξέγερση ήταν αυθόρμητη. Ομως η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Δεν ήταν ο εύκολος στόχος, αυτός που τον βρήκαν μπροστά τους και τον κατέστρεψαν. Μόνο κάτι λυσσασμένοι αντιδραστικοί, όπως ο Σαρκοζί και ο Λεπέν, τόλμησαν να ισχυριστούν ότι το κάψιμο των αυτοκινήτων ήταν «βανδαλισμός». Οι υπόλοιποι, ειδικά κάποιοι διανοούμενοι που προσπάθησαν να δουν το φαινόμενο κοινωνιολογικά, συμφώνησαν ότι το κάψιμο των αυτοκινήτων ήταν ένας συμβολισμός που αντανακλούσε τη συνείδηση της εξέγερσης και τα μηνύματα που αυτή ήθελε να στείλει.
Κάποτε το αυτοκίνητο ήταν ένδειξη ευημερίας. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες. Σήμερα το αυτοκίνητο πόρω απέχει από το να θεωρείται ένδειξη ευημερίας. Κάθε εργατική οικογένεια διαθέτει σήμερα ένα αυτοκίνητο. Καμιά φορά και δύο, που τα χρησιμοποιούν τα μέλη της για τις μετακινήσεις τους. Δεν είναι, βέβαια, τα πολυτελή αυτοκίνητα των αστών. Είναι απλά αυτοκίνητα, μικρομεσαίου κυβισμού, μαζικής παραγωγής των εργοστασίων, με προσιτές τιμές. Από τέτοια αυτοκίνητα ήταν γεμάτα τα γαλλικά προλεταριακά γκέτο. Και τέτοια αυτοκίνητα κάηκαν τις μέρες της εξέγερσης. Αυτοκίνητα δικά τους, των πατεράδων, των γειτόνων τους.
Τύφλωση; Απελπισία; Κατηγορηματικά όχι. Αυθόρμητη επιλογή στόχου, που αναδείκνυε την αντίφαση ανάμεσα στα πιο εξαθλιωμένα προλεταριακά στρώματα και σ’ ένα σύστημα που διαφθείρει άλλα προλεταριακά στρώματα, τα οποία έχουν μια δουλειά και μπορούν να συντηρήσουν ένα μίζερο σπιτικό κι ένα μικρομεσαίο αυτοκίνητο.
Πριν μερικά χρόνια οι αστοί κοινωνιολόγοι μιλούσαν για τις κοινωνίες των 2/3. Ισως δεν δώσαμε τόση σημασία σ’ αυτό. Κι όμως, πίσω απ’ αυτό τον όρο κρυβόταν οι θεωρίες της συναίνεσης στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Τα 2/3 που ευημερούν, δεν ευημερούν βέβαια. Πρόκειται για έναν πληθυσμό ταξικά ετερόκλητο, που περιλαμβάνει αστούς, μικροαστούς και μεγάλο τμήμα του προλεταριάτου. Αυτά τα 2/3 εκτιμάται ότι μπορούν να τραβηχτούν στη συναίνεση, στην αποδοχή του συστήματος. Το άλλο 1/3 είναι οι εξαθλιωμένοι, οι παρίες, αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, που δεν έχουν καμιά ελπίδα να βγουν από το κοινωνικό περιθώριο. Η κινητικότητα ανάμεσα στα κάτω τμήματα των 2/3 και στο 1/3 υπάρχει, αλλά είναι μικρή. Κάποιοι καταφέρνουν να ξεφύγουν από την εξαθλίωση και κάποιοι χάνουν τη δουλειά τους και πέφτουν σ’ αυτή. Υπάρχει μια σταθεροποίηση.
Αυτά περιγράφει η αστική κοινωνιολογία και πρέπει να παραδεχτούμε ότι η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα οι αστικές κοινωνίες στην Ευρώπη προσομοιάζει με το κοινωνιολογικό μοντέλο. Η διαφορά μας με τους αστούς κοινωνιολόγους είναι πως αυτοί βλέπουν τα πράγματα στατικά, αμετάβλητα, ενώ εμείς βλέπουμε τα πράγματα στην κίνησή τους, στην προοπτική τους, έτσι όπως προσδιορίζεται από την πορεία της ταξικής πάλης. Οταν η ταξική πάλη γενικά βρίσκεται σε ύφεση, τότε μπορεί να δει κανείς το μοντέλο των 2/3-1/3. Να δει τις αντιθέσεις και στο εσωτερικό της εργατικής τάξης.
Αν ακολουθούσαμε το αστικό κοινωνιολογικό μοντέλο θα λέγαμε ότι εκείνο που εξεγέρθηκε ήταν το 1/3, το ταξικό κομμάτι των απόλυτα εξαθλιωμένων προλετάριων, νέων στην πλειοψηφία τους. Εξεγέρθηκαν ενάντια στ’ αφεντικά και το κράτος τους και έκαψαν τα αυτοκίνητα των ταξικών τους συντρόφων, χτυπώντας μ’ αυτό το συμβολικό τρόπο τον ίδιο τον πυρήνα της κοινωνίας των 2/3. Ηταν ένα μήνυμα και ένα κάλεσμα. Ενα μήνυμα για την καταστροφικότητα που περικλείει κάθε πραγματικά εξεγερτικό κίνημα. Ενα κάλεσμα στην ολότητα του προλεταριάτου να βγει από τον ταξικό λήθαργο, να πάψει να ικανοποιείται με μια δουλειά, ένα γεμάτο τσουκάλι κι ένα μικρομεσαίο αυτοκίνητο. Να συνειδητοποιήσει πως η θέση του είναι στο δρόμο, στη διεκδίκηση της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Φανταζόμαστε τις… συνήθεις ενστάσεις σ’ αυτόν τον συλλογισμό. Ακούμε ήδη την κατηγορία της υπόκλισης στο αυθόρμητο και στις καταστροφικές αβανγκαρντικές τάσεις. Ομως, ουδείς δικαιούται να λοιδορεί το αυθόρμητο. Γιατί χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει συνειδητό. Σίγουρα οι εξεγερμένοι των γαλλικών γκέτο δεν κάθησαν να κάνουν τις δικές μας κοινωνιολογικές αναλύσεις. Αυτοί κινήθηκαν με βάση το αυθόρμητο ταξικό τους ένστικτο. Χρέος δικό μας είναι να αναλύσουμε το περιεχόμενο αυτού του αυθορμητισμού, να βρούμε το επίπεδο της συνείδησής του. Γιατί και το αυθόρμητο κίνημα έχει συνείδηση, μόνο που αυτή δεν είναι η συνείδηση της επαναστατικής ανατροπής. Κάποιοι αρτηριοσκληρωμένοι γραφειοκράτες, που αρέσκονται να φτιάχνουν λεκτικά επαναστατικά σχήματα, αλλά δεν έχουν καμιά σχέση με την καθημερινή επαναστατική πράξη, κοιτάζουν αφ’ υψηλού αυτά τα κινήματα και ξινίζουν τα μούτρα τους, επειδή οι πρωταγωνιστές τους δεν μπορούν να απαγγείλουν τσιτάτα του Μαρξ και του Λένιν. Ομως, ο Μαρξ, ο Λένιν και όλοι οι θεωρητικοί της επανάστασης όχι μόνο δεν λοιδόρησαν αυτά τα κινήματα, αλλά και κατέστησαν σαφές ότι ο ηρωισμός και η προσφορά των πρωταγωνιστών τους είναι που προσέφεραν το υλικό για τις θεωρητικές γενικεύσεις που ακολούθησαν.