Βηρυτός 16-19 Νοέμβρη 2006. Με την παρουσία πάνω από 400 αντιπροσώπων απ’ όλο τον κόσμο ολοκληρώθηκαν την περασμένη Κυριακή οι εργασίες της διεθνούς συνάντησης που έγινε στη Βηρυτό για το χαιρετισμό της λιβανέζικης αντίστασης και τις προοπτικές συνεργασίας του αντιπολεμικού κινήματος απέναντι στην επερχόμενη επίθεση των Σιωνιστών στο Λίβανο. Οι συζητήσεις έγιναν στο κτίριο της Ουνέσκο, που βρίσκεται στον βορειοδυτικό τομέα της πόλης, και οργανώθηκαν κατά κύριο λόγο από τη Χεζμπολά και το Λιβανέζικο «Κ»Κ, σηματοδοτώντας μια βαθύτερη συνεργασία μεταξύ των δύο οργανώσεων, που ξεκίνησε απ’ τα πεδία των μαχών (το λιβανέζικο «Κ»Κ συμμετείχε στην αντίσταση κι έχασε 12 μαχητές του) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Αν και η περιοχή που έγινε η συνάντηση βρίσκονταν στον τομέα της πόλης που δεν ελέγχεται απ’ τη Χεζμπολά, δεν υπήρξε το παραμικρό πρόβλημα στη διοργάνωση που έγινε αρκετά οργανωμένα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα (αν εξαιρέσει κανείς τις μεγάλες δυσκολίες που υπήρξαν στον τομέα της μετάφρασης) και με αυστηρά μέτρα ασφαλείας, ιδιαίτερα την πρώτη μέρα που έγιναν οι χαιρετισμοί απ’ τις διάφορες οργανώσεις και κόμματα.
Οι συμμετοχές…
Στη συνάντηση συμμετείχαν αντιπροσωπείες απ’ όλο τον κόσμο: Ελλάδα, Τουρκία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Πορτογαλία, Αυστρία, Ισπανία, Νορβηγία, Ελβετία, ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό, Κούβα, Βραζιλία, Αίγυπτος, Σενεγάλη, Κονγκό, Παλαιστίνη και Ινδία, καθώς και κινήματα αλληλεγγύης και προσωπικότητες από διάφορες χώρες. Δυστυχώς, απ’ ό,τι μας είπαν οι διοργανωτές, υπήρξε σοβαρό πρόβλημα με πολλές αντιπροσωπείες απ’ την Ευρώπη, που έλαμψαν διά της απουσίας τους, παρά τις προσπάθειες της οργανωτικής επιτροπής να έρθουν (ορισμένες μάλιστα είχαν έρθει τον καιρό του πολέμου, αλλά δεν ήρθαν τώρα), πράγμα ενδεικτικό της κατάστασης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες που βλέπουν «αφ’ υψηλού» τη λιβανέζικη αντίσταση.
Πέρα απ’ αυτό, όμως, περιορισμένη ήταν και η παλαιστινιακή συμμετοχή (η Χαμάς και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης δε συμμετείχαν), γεγονός ενδεικτικό των προβλημάτων που υπάρχουν με τους Παλαιστίνιους (σ’ αυτό θα αναφερθούμε σε επόμενο φύλλο της «Κ»).
…και η συζήτηση
Τέσσερα «εργαστήρια» συζήτησης στήθηκαν σε διαφορετικές αίθουσες στο χώρο της συνάντησης: Ενα «νομικό», που ασχολήθηκε με τις δυνατότητες ανάδειξης της σιωνιστικής βαρβαρότητας σε νομικό επίπεδο στα διεθνή δικαστήρια (με περιορισμένη πράγματι αποτελεσματικότητα), ένα «εργαστήριο» που αφορούσε στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων περιοχών, με σχεδόν αποκλειστική παρουσία Αράβων μηχανικών, ένα «εργαστήριο» που αφορούσε στον Τύπο, με στόχο την ανάδειξη του ζητήματος της ισραηλινής εισβολής στα παγκόσμια ΜΜΕ, κι ένα «εργαστήριο» που ασχολήθηκε με τη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει το αντιπολεμικό κίνημα.
Στο τελευταίο συμμετείχε και αντιπρόσωπος από την «Κ», που κατέθεσε την άποψη ότι το αντιπολεμικό κίνημα, για να είναι αποτελεσματικό, θα πρέπει να είναι εν τέλει αντικαπιταλιστικό, χωρίς να έχει αυταπάτες ότι μπορεί να περιμένει τίποτα απ’ τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που αντιτίθενται στην αμερικάνικη παρουσία στην περιοχή (Ρωσία, ΕΕ) ή τα αντιδραστικά καθεστώτα που «υποστήριξαν» την αντίσταση (Ιράν, Συρία), τα οποία είναι τρωτά στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις. Δε θα πρέπει, επίσης, το αντιπολεμικό κίνημα να διογκώνει το ρόλο και την αποτελεσματικότητά του, γιατί οι νίκες κρίνονται στα πεδία των μαχών, αλλά και να καταγγέλλει τις πράξεις αντίστασης ως «εγκληματικές», ακόμα κι αν ορισμένοι έχουν διαφωνίες από άποψη τακτικής με ορισμένες απ’ αυτές. Γιατί οι επιθέσεις τύπου 11ης Σεπτέμβρη δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η απάντηση των πληβείων της Ανατολής στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα.
Δυστυχώς, οι σύντομες τοποθετήσεις (που από πεντάλεπτες έγιναν τρίλεπτες) δεν έδιναν τη δυνατότητα για συζήτηση σε βάθος στα ζητήματα της στρατηγικής που απ’ τους διοργανωτές φαίνονταν να είναι «λυμένα» και να κατανοούνται περισσότερο σαν πρακτικά ζητήματα συντονισμού των διαφόρων αντιπολεμικών οργανώσεων, παρά σαν αυτό που θα έπρεπε να είναι. Αυτό φάνηκε και απ’ την απαγόρευση απ’ τους διοργανωτές, μετά το μεσημέρι της πρώτης μέρας των συζητήσεων, να γίνουν τοποθετήσεις, παρά μόνο ερωτήσεις και πρακτικές προτάσεις.
Αυτό έδειξε και τα όρια αυτής της συνάντησης που πέρα απ’ το χαιρετισμό της Αντίστασης (που φυσικά έχει μεγάλη πολιτική σημασία) δεν ήταν δυνατό να προχωρήσει παραπέρα. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να οριστεί μία μέρα «εορτασμού» της Αντίστασης (που τέθηκε από ορισμένους ομιλητές), ούτε να κατέβουμε όλοι μαζί την ίδια στιγμή στο δρόμο με το που θα ακούσουμε ότι τα ισραηλινά μαχητικά βομβαρδίζουν ξανά τη Βηρυτό, αλλά να τεθούν οι βάσεις για ένα πιο σταθερό και μόνιμο αντιπολεμικό κίνημα, που θα ξεφεύγει απ’ τον πασιφισμό, την καταγγελία της πληβειακής αντιβίας, και θα παίρνει αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Δυστυχώς, όμως, η σύνθεση και η πολυσυλλεκτικότητα αυτών που συμμετείχαν στη συνάντηση ήταν απαγορευτική για περαιτέρω συμφωνία σε θέματα στρατηγικής, ακόμα και σε ζητήματα όπως αυτό του Ιράν, που υπήρξε και μια διαμάχη για το κατά πόσο αυτή η συνάντηση θα έπρεπε να πάρει θέση, δεδομένης της στάσης του Ιράν απέναντι στην ιρακινή αντίσταση. Από μεριάς Χεζμπολά τέθηκε ουσιαστικά «βέτο» σε οποιαδήποτε κριτική απέναντι στο Ιράν. Παρολαυτά, ελπίζουμε ότι τουλάχιστον στον τομέα της πληροφόρησης θα υπάρξουν κάποια βήματα στο μέλλον, για να αναδειχθούν περισσότερες πλευρές αυτής της σύγκρουσης και των δυνάμεων που μάχονται και αντιστέκονται στη Μέση Ανατολή απέναντι στη σιωνιστική βαρβαρότητα.
Η περιοδεία στα νότια προάστια της Βηρυτού και τα κατεστραμμένα χωριά του Νοτίου Λιβάνου, που οργάνωσε η Χεζμπολά, ήταν μία πολύ σημαντική πράξη σ’ αυτό τον τομέα, για την ανάδειξη της σιωνιστικής βαρβαρότητας παγκόσμια και των αποτελεσμάτων της «αντιτρομοκρατικής» σταυροφορίας στους λαούς της Μέσης Ανατολής. Για όλα αυτά, όμως, καθώς και για την πολιτική κατάσταση στο Λίβανο, το ρόλο της Χεζμπολά και την κατάσταση των Παλαιστίνιων προσφύγων, που είναι πάνω από 250.000, θα μιλήσουμε στα επόμενα φύλλα της «Κ».