«Η 6η Γενάρη ήταν ένα αίσχος. Αμερικάνοι πολίτες επιτέθηκαν εναντίον της κυβέρνησής τους. Χρησιμοποίησαν την τρομοκρατία για να εμποδίσουν μια συγκεκριμένη πράξη δημοκρατικής διαδικασίας που δεν τους άρεσε. …. Ο Τραμπ είναι πρακτικά και ηθικά υπεύθυνος για την πρόκληση των γεγονότων εκείνης της μέρας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ο κόσμος που εισέβαλε στο κτίριο πίστευε ότι ενεργούσε βάσει της θέλησης και των οδηγιών του προέδρου του».
Θα περίμενε κανείς ότι αυτός που εκστόμισε αυτά τα σκληρά λόγια για τον Τραμπ θα ψήφιζε υπέρ της καταδίκης του στην ψηφοφορία του περασμένου Σαββάτου στην αμερικάνικη Γερουσία, μετά από πέντε μέρες συνεδριάσεων. Τα λόγια ανήκουν στον επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, Μιτς ΜακΚόνελ! Ο ΜακΚόνελ δικαιολόγησε την ψήφο του υπέρ της αθώωσης Τραμπ με το αιτιολογικό ότι δεν είναι πλέον πρόεδρος, άρα η Γερουσία δε μπορεί να τον καταδικάσει! Επικαλέστηκε ένα καθαρά νομικίστικο «επιχείρημα» για να γλιτώσει το κόμμα του από την ταπείνωση της καταδίκης ενός προέδρου που προήλθε από τα σπλάχνα του.
Αυτή ήταν η αιτία πίσω από την άρνηση των περισσότερων Ρεπουμπλικανών να τον καταδικάσουν. Ετσι, αν και η πλειοψηφία της Γερουσίας τον καταδίκασε (57 τον έκριναν ένοχο και 43 αθώο), η καταδίκη δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό των δύο τρίτων (67 γερουσιαστές) και ο Τραμπ αθωώθηκε.
Το φιάσκο της «επέλασης στο Καπιτώλιο», που έστησε ο Τραμπ για να κάνει μια εντυπωσιακή έξοδο από το προεδρικό αξίωμα, ολοκληρώθηκε με το φιάσκο της παραπομπής, που οδήγησε στην αθώωσή του.
Ο Τραμπ είναι τελειωμένος πλέον. Ακόμα κι αν επιχειρήσει να στήσει κάποιο άλλο πολιτικό μαγαζί. Η ουσία, όμως, της πολιτικής του παραμένει, γιατί δεν ήταν ο Τραμπ που καθόριζε τα πράγματα, αλλά οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες που ακούνε στο όνομα μονοπωλιακό κεφάλαιο. Αυτοί κινούν τα νήματα των προέδρων. Οι πρόεδροι το μόνο που κάνουν είναι να βάλουν την προσωπική τους χροιά, άλλοτε προς το «δημοκρατικότερο» (όπως ο Ομπάμα) και άλλωτε προς το αυταρχικότερο (όπως ο Μπους), αλλά ο Τραμπ το παράκανε. Τα φασισταριά δεν τα χρειάζεται το αμερικάνικο μονοπωλιακό κεφάλαιο για να εφαρμόσει την πολιτική του. Την εφαρμόζει «μια χαρά» με το «δημοκρατικό» προφίλ, ακόμα κι όταν οι μπάτσοι του ανοίγουν πυρ σε άοπλους μαύρους, όταν βομβαρδίζει το Ιράκ και το Αφγανιστάν ή διατηρεί κολαστήρια όπως αυτό του Γκουαντάναμο που ούτε ο «πολύς» Ομπάμα κατάργησε, αθετώντας την υπόσχεσή του.