Στο προηγούμενο φύλλο και με αφορμή την πρόταση του υφυπουργού Αθλητισμού Γιώργου Ορφανού για είσοδο των ελληνικών ομάδων στο Στοίχημα, είχαμε πει ότι η είδηση δεν είναι στο αν θα μπουν ή όχι οι ομάδες μας στο τζόγο, αλλά η πρόθεση της κυβέρνησης να μετατρέψει τον ΟΠΑΠ από μεσάζοντα σε κανονικό μπουκ. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση μελετά την περίπτωση, αντί να παίρνει ο ΟΠΑΠ την προμήθεια από την εκάστοτε εταιρία που διαχειρίζεται το Στοίχημα, να αναλάβει το ρίσκο και να βάλει στο ταμείο του όλα τα φράγκα που βγαίνουν από την τσέπη των τζογαδόρων.
Η πρόταση της κυβέρνησης να «κρατικοποιήσει» τον τζόγο έρχεται σε μια περίοδο που οτιδήποτε δημόσιο έχει βγει στο σφυρί και πουλιέται κοψοχρονιά προκειμένου να μπουν φράγκα στα κρατικά ταμεία και αυτό θα πρέπει να μας γεννήσει κάποια ερωτηματικά. Οσοι βέβαια δεν γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα είναι πολύ πιθανό να δουν θετικά την πρόθεση της κυβέρνησης και να την ερμηνεύσουν με την εξής απλοϊκή σκέψη: «το κράτος θέλει να ξεφορτωθεί τις κρατικές επιχειρήσεις και να γεμίσει τα ταμεία του με φράγκα» (και παράλληλα «να ξεφορτωθεί και τους τεμπέληδες δημόσιους υπάλληλους»), όμως στην περίπτωση του τζόγου τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, γιατί εδώ οι προοπτικές είναι ευοίωνες. Οι αδαείς νομίζουν ότι το ατελείωτο χρήμα, το οποίο βγάζει σήμερα ο Κόκκαλης από το Στοίχημα, θα μπει στα κρατικά ταμεία, όμως αυτό είναι πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο.
Επί της ουσίας, η προοπτική να γίνει το κράτος τζογαδόρος εμπεριέχει πολύ μεγάλο ρίσκο. Καταρχάς, να ορίσουμε τι σημαίνει να είναι κάποιος διαχειριστής εταιρίας στοιχημάτων (ή αλλιώς μπουκ στη «νεοελληνική»). Ο μπουκ βγάζει αποδόσεις, κανονίζει το είδος και το «ήθος» των στοιχημάτων, πληρώνεται, πληρώνει, παίρνει ρίσκα, τζογάρει, επενδύει και χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να αυξήσει τα κέρδη του. Για να πετύχει το στόχο του χρησιμοποιεί και πληρώνει αδρά τα πλέον εξειδικευμένα άτομα που γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού και την ψυχολογία των εν δυνάμει πελατών (δηλαδή των δύσμοιρων τζογαδόρων) και μπορούν να κινούν ολόκληρο το μηχανισμό του τζόγου. Αν λοιπόν η κυβέρνηση θέλει να αναλάβει εξ ολοκλήρου το ρόλο του μπουκ, θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι θα συνεργαστεί με τους «ειδικούς» και μάλιστα με καλύτερους όρους από αυτούς που παρέχει σήμερα ο Κόκκαλης ή κάποια άλλη εταιρία στοιχημάτων.
Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα: Εχει τη δυνατότητα ο ΟΠΑΠ, ένας οργανισμός του ευρύτερου δημόσιου τομέα, να πληρώσει για να αποκτήσει τους «ειδικούς»; Επιπλέον, έχει τη γνώση ο ΟΠΑΠ να λειτουργήσει το μηχανισμό; Προσωπικά πιστεύω πως όχι, αφού μέχρι σήμερα οι υπάλληλοι του Οργανισμού ασχολούνται με την κλήρωση του Τζόκερ και του Λόττο και αν τύχει και γίνουν πέντε–έξι συνεχόμενα τζακ–ποτ, το όλο σύστημα μπλοκάρει. Αν, συνεπώς, η κυβέρνηση θέλει από το 2007 και μετά να αναλάβει εξ ολοκλήρου το Στοίχημα, θα πρέπει από τώρα να βγει στην πιάτσα και να κλείσει συμφωνία με τους κατάλληλους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει γίνει, πολύ περισσότερο δε, όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα δηλώσεις των αρμόδιων κυβερνητικών παραγόντων, δεν περνάει καν από το μυαλό τους.
Από τον τρόπο που χειρίζονται το θέμα, αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι το μοντέλο που έχουν στο μυαλό τους όσοι εμπλέκονται με αυτό είναι να «νοικιάσουν» προσωπικό και τεχνογνωσία από κάποια μεγάλη εταιρία στοιχημάτων του εξωτερικού και οι υπάλληλοι του ΟΠΑΠ να κάνουν τη λάντζα και να υλοποιούν τις οδηγίες των «ειδικών». Με άλλα λόγια ο ΟΠΑΠ θα πληρώνει για να του βγάζουν τις αποδόσεις και το είδος των στοιχημάτων και οι υπάλληλοί του απλώς θα λειτουργούν το σύστημα. Θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι ακόμη και αυτό το μοντέλο θα αποφέρει περισσότερα κέρδη από την προμήθεια που παίρνει σήμερα ο Οργανισμός από τον Κόκκαλη και συνεπώς καλό θα είναι να προχωρήσει η κυβέρνηση το σχεδιασμό της, μπας και μπει κανένα ευρώπουλο στο ταμείο. Ομως, και αυτό το μοντέλο εμπεριέχει σημαντικό ρίσκο, αφού τα πάντα θα εξαρτώνται από τη φερεγγυότητα της εταιρίας που θα προσφέρει τις «γνώσεις» στον Οργανισμό και η οποία θα είναι ταυτόχρονα και ανταγωνιστής του, μιας και θα δραστηριοποιείται και αυτή στο τζόγο.
Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μπουκ χρησιμοποιούν κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, και είναι αμείλικτοι. Επιπλέον, επειδή ανήκουμε σαν χώρα στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, οι όροι και οι κανόνες της οποίας είναι υπεράνω των αντίστοιχων της χώρας μας, θεωρείται βέβαιο ότι η οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρία στοιχημάτων θα μπορέσει να βρει τον τρόπο (μη ξεχνάμε ότι η ΕΕ κάνει ό,τι είναι δυνατό για να εξασφαλίσει επενδυτικές ευκαιρίες και «υγιή ανταγωνισμό») για να δραστηριοποιηθεί νόμιμα στο συγκεκριμένο τομέα και να στήσει το δικό της μηχανισμό. Η Intralot διαθέτει το απαραίτητο εξειδικευμένο προσωπικό και μια τεράστια πείρα από τη λειτουργία της εδώ και τόσα χρόνια στον χώρο, που της επιτρέπουν όχι μόνο να ανταγωνιστεί τον ΟΠΑΠ αλλά και να του κάνει χοντρή πλάκα, αν κάποια στιγμή βρεθούν αντιμέτωποι. Αρκεί νομίζω να σκεφτούμε ότι στον ΟΠΑΠ θα κάνει κουμάντο ο Ορφανός ή κάποιος άλλος από τους εθνοπατέρες που κατοικοεδρεύουν στη Βουλή, ενώ στην Intralot ο Κόκκαλης, για να καταλάβουμε τις «προοπτικές» που ανοίγονται για τον ΟΠΑΠ σε μια ενδεχομένη αυτόνομη δραστηριοποίησή του στο τζόγο, σε αντιπαράθεση με την εταιρία του Κόκκαλη.
Κος Πάπιας
ΥΓ1: Με τη μεταγραφή του Κονσεϊσάο, η οποία δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι τη στιγμή που έκλεινε η ύλη της εφημερίδας, η ΠΑΕ Παναθηναϊκός προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για την απώλεια του πρωταθλήματος και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας στους οπαδούς της, ενόψει μάλιστα και του ότι την νέα σεζόν η έδρα των πράσινων θα είναι το ΟΑΚΑ. Ο Βραζιλιάνος παίχτης είναι αναμφισβήτητα ένα από το μεγαλύτερα ονόματα που έχουν έρθει στην πατρίδα μας, όμως από μόνος του δεν μπορεί να δημιουργήσει «κλίμα» και να στείλει τους οπαδούς του Παναθηναϊκού στο γήπεδο. Διαβάζοντας τον περσινό ανεπίσημο ισολογισμό της ΠΑΕ, που δημοσιεύτηκε σε κάποια αθλητική εφημερίδα, είδα ότι στο ταμείο των πρασίνων την περσινή χρονιά μπήκαν περίπου 7 εκατ. περισσότερα από τις υποχρεώσεις της ομάδας. Η διοίκηση των πράσινων «ξεπούλησε» όποιον παίχτη μπόρεσε, χωρίς να φροντίσει να τους αντικαταστήσει, και απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι για τους Βαρδινογιάννηδες αυτό που προέχει δεν είναι η δόξα αλλά το χρήμα. Αν και η φετινή χρονιά έδειξε να ξεκινάει ιδανικά για τους οπαδούς του τριφυλλιού, τα μετέπειτα μηνύματα δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Οι μέχρι τώρα μεταγραφικές κινήσεις της ομάδας (εκτός αυτής του Κονσεϊσάο, που έγινε για να κινηθούν λίγο τα εισιτήρια διάρκειας που κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα με την ανεπίσημη ανακοίνωση της μεταγραφής) είναι ανάξιες λόγου, ενώ η όλη προσπάθεια της διοίκησης επικεντρώνεται στο πως θα πουληθούν οι παίχτες που έχουν μια καλή «αξία μεταπούλησης». Αν δεν αλλάξει κάτι, είναι πολύ πιθανό, εκτός από την επιστροφή της ομάδας στο ΟΑΚΑ, να ξανακουστεί από τους πράσινους οπαδούς το σύνθημα: «Βαρδινογιάννη πουσταρά, βάλε στον κώλο τα λεφτά».
ΥΓ2: Η λαϊκή ρήση «παρακάλα να μην σε πιάσει στο στόμα του» βρίσκει την απόλυτη δικαίωση στο πρόσωπο του Αντώνη Νικοπολίδη. Το Σεπτέμβρη του 2002 και ενώ τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά για τους πράσινους, ο τότε τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού έδωσε μια συνέντευξη στο περιοδικό «Παναθηναϊκό Τριφύλλι», στην οποία ζητούσε από τους οπαδούς της ομάδας να στηρίξουν τους παίχτες και την τότε τεχνική ηγεσία της ομάδας, τον Φερνάντο Σάντος. Πριν όμως κυκλοφορήσει το τεύχος του περιοδικού, ο προπονητής αποτελούσε παρελθόν. Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού της ερυθρόλευκης ΠΑΕ, ο Νικοπολίδης λέει για τον Μπάγιεβιτς: «Τον θεωρώ τον πιο επιτυχημένο προπονητή στην Ελλάδα. Κουβαλάει την εμπειρία που έχουμε ανάγκη εμείς, αλλά και η ομάδα για να κατακτήσει τους στόχους της. Είναι άνθρωπος που αντέχει στην κριτική και την πίεση και αυτό είναι που τον κάνει ξεχωριστό». Δυο τρεις μέρες μετά, ο Μπαγιεβιτς, οδηγήθηκε στην αποστρατεία. Τελικά, εκτός από τον Πάπια, βρέθηκε και άλλος που έχει την ικανότητα να κάνει έγκυρες προβλέψεις. Οσο για τη θέση του αθλητικού συντάκτη που έχω στην «Κ» νιώθω ότι αρχίζει να τρίζει. Αν μάλιστα επιβεβαιωθούν οι φήμες που θέλουν τον Αντώνη να δηλώνει ότι ανήκω στους κορυφαίους αθλητικούς συντάκτες της χώρας, τότε μάλλον θα πρέπει να ανησυχώ για τη θέση μου στην ΚΟΝΤΡΑ.