Πριν από μερικές ώρες, στο κέντρο των Βρυξελλών, της «πρωτεύουσας της Ευρώπης», βέλγοι αγρότες με τα τρακτέρ τους, συνεπικουρούμενοι από ιταλούς και γάλλους συναδέλφους τους που έστειλαν αντιπροσωπείες, συγκρούστηκαν με τα βελγικά ΜΑΤ, που τους εμπόδισαν να τοποθετήσουν τα τρακτέρ τους μπροστά από το φαραωνικό Μπερλεμόν, την έδρα της ευρωενωσίτικης γραφειοκρατίας, όπου προσέρχονταν σε έκτακτη σύνοδο κορυφής οι ηγέτες των 27 της ΕΕ.
Η έκτακτη σύνοδος κορυφής είχε ως θέμα της το πακέτο βοήθειας προς την Ουκρανία, όπου ο ουκρανικός λαός χρησιμοποιείται σαν κρέας για τα κανόνια στον πόλεμο της ιμπεριαλιστικής Δύσης με την ιμπεριαλιστική Ρωσία. Ο ακροδεξιός Ορμπαν έκανε τσαλιμάκια, τα οποία «κατάπιε», μετά από ένα δείπνο με τον Μακρόν και την αγαπημένη του Μελόνι, στο οποίο πήρε προφανώς κάποια «δωράκια» για να συμμορφωθεί. Λαϊκιστής μέχρι το μεδούλι, όπως όλοι οι ακροδεξιοί, ο Ορμπαν έκανε μια επίσκεψη και στην παρακάτω πλατεία, για να επισκεφτεί τους αγρότες και να πει στις κάμερες ότι… έχουν δίκιο.
Μόνο που το δίκιο δεν τρώγεται. Και ο Ορμπαν, όπως και ο Μακρόν και οι άλλοι, δεν ζήτησαν να μπει το Αγροτικό στα θέματα της ημερήσιας διάταξης της συνόδου κορυφής. Το ανέθεσαν στην Φον ντερ Λάιεν («Ούρσουλα ερχόμαστε», είχαν γράψει με τεράστια γράμματα σε μια πλαγιά οι βέλγοι αγρότες, που μάλλον δεν είναι και πολύ με την… πολιτική ορθότητα). Η οποία είχε φροντίσει να παρθεί μια απόφαση εξαίρεσης χωραφιών από την αγρανάπαυση και για το 2024, νομίζοντας πως έτσι θα ικανοποιούσε τους αγρότες. Φυσικά, οι αγρότες σε όλη την Ευρώπη θεώρησαν εμπαιγμό αυτή την απόφαση της Κομισιόν, διότι δεν τους λένει κανένα πρόβλημα.
Οπως δεν ικανοποιήθηκαν οι γάλλοι αγρότες από τις εξαγγελίες του νεόκοπου πρωθυπουργού Γκαμπριέλ Ατάλ και από τη «δέσμευση» του Μακρόν ότι θα «επανεξετάσει» τη συμφωνία ΕΕ-MERCOSUR, «αν πλήττει τα συμφέροντα των γάλλων αγροτών». Οπως δεν ικανοποιήθηκαν προηγουμένως οι γερμανοί αγρότες από κάποιες εξαγγελίες της κυβέρνησης Σολτς.
Είναι γνωστό ότι στις χώρες του αναπτυγμένου, του μονοπωλιακού καπιταλισμού, υπάρχει εδώ και δεκαετίες συγκέντρωση της γης και του κεφαλαίου στα χέρια μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων. Δίπλα στους μεγάλους φάρμερ, όμως, παραμένουν και μεσαία αγροτικά νοικοκυριά ή νοικοκυριά αγροεργατών, που καλλιεργούν μια μικρή έκταση γης ή έχουν μια μικρή κτηνοτροφική εκμετάλλευση, παράλληλα με τη δουλειά τους ως εργατών στη μεγάλη βιομηχανία, το εμπόριο και τις υπηρεσίες. Δεν έχουμε κάποια ανάλυση της ταξικής διάρθρωσης σε ιμπεριαλιστικές χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, όμως είμαστε σίγουροι ότι στις κινητοποιήσεις συμμετέχουν όλα τα στρώματα της αγροτιάς, γιατί το χτύπημα της αγροτικής παραγωγής είναι στρατηγική επιλογή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να πλήττεται και η πλούσια αγροτιά.
Κι όπως συμβαίνει πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι επιπτώσεις είναι διαφορετικές. Ο πλούσιος αγρότης θέλει να κρατήσει τα κέρδη του και το επίπεδο της παραγωγής του, ο μεσαίος αγρότης προσπαθεί να αποφύγει το ξεκλήρισμα και την προλεταριοποίηση. Αν δει κανείς κάποια αιτήματα, θα διαπιστώσει ότι έχουν κοινή βάση: περιορισμός των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων. Οι ευρωπαίοι αγρότες ζητούν να επιβληθούν στα ουκρανικά αγροτικά εμπορεύματα οι δασμοί που καταργήθηκαν, για να στηριχτεί η κλίκα του Ζελένσκι στον πόλεμο. Γάλλοι αγρότες ζητούν να επιβληθεί απαγόρευση εισαγωγής σε μια σειρά λαχανικά και φρούτα από χώρες της ΕΕ, λόγω χρήσης συγκεκριμένων εντομοκτόνων. Γάλλοι κτηνοτρόφοι (βοοτρόφοι κυρίως) ζητούν να καταγγελθεί η συμφωνία ΕΕ-MERCOSUR.
Αυτά και άλλα παρόμοια αιτήματα αποτελούν ψηφίδες της μεγάλης εικόνας, η οποία όμως παραμένει αόρατη για τους κινητοποιούμενους αγρότες. Αυτή η μεγάλη εικόνα είναι που προκαλεί τη σημερινή αγροτική αναταραχή σε ολόκληρο το δυτικό τμήμα της γηραιάς ηπείρου. Η στρατηγική επιλογή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να χτυπήσει την αγροτική παραγωγή, ήταν νομοτελειακό ότι θα προκαλούσε ασφυξία σε ολόκληρη την αγροτιά και σε συνθήκες προϊούσας καπιταλιστικής ύφεσης στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, θα οδηγούσε σε αντιδράσεις.
Οι αγρότες διεκδικούν μέτρα-ασπιρίνες, που μπορούν να απαλύνουν τον πόνο, όμως δεν θεραπεύουν την αρρώστια. Φυσικά, δε θα μπορούσαμε να είμαστε ενάντια στα μέτρα-ασπιρίνες (όπως ακριβώς είμαστε υπέρ των αγώνων των εργατών για την τιμή στην οποία πωλούν την εργατική τους δύναμη), οφείλουμε όμως να αποκαλύψουμε τη μεγάλη εικόνα, την αρρώστια, για να υπάρξει κάποια στιγμή και στρατηγική επιλογή της φτωχής αγροτιάς, η οποία έτσι κι αλλιώς δε γλιτώνει την εξαθλίωση και το ξεκλήρισμα και με τα μέτρα-ασπιρίνες.
Συμπληρώνονται σχεδόν δυο δεκαετίες από τότε που αρχίσαμε να αναπτύσσουμε αυτό το θέμα. Ο σημερινός αγροτικός αναβρασμός σε όλη την Ευρωένωση έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή την ανάλυση (στο τέλος θα παραθέσουμε συνδέσμους προς κάποια κεντρικά άρθρα που έχουμε δημοσιεύσει όλα αυτά τα χρόνια).
Στρατηγική επιλογή
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το μεγάλο κεφάλαιο των ευρωπαϊκών κρατών επεδίωκε την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ και βοηθούσε σ’ αυτή. Αυτό συνέβαινε πρώτον γιατί πολλά από τα αγροτικά προϊόντα είναι πρώτη ύλη για τη μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανία. Δεύτερον, γιατί θέλει να παραμένει σχετικά χαμηλά η τιμή της εργατικής δύναμης. Και για να συμβεί αυτό έπερπε να ζουν κοντά στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις εργατοαγρότες που δουλεύουν στις φάμπρικες και ταυτόχρονα στο δικό τους χωράφι. Τρίτον, γιατί τότε το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, στον ανταγωνισμό με το αμερικάνικο κεφάλαιο, δεν είχε ακόμα ενισχύσει τις θέσεις του στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου.
Οταν όμως άρχισε σιγά-σιγά να ενισχύει τις θέσεις του, άρχισε βαθμιαία ν’ ανοίγει τις αγορές των κρατών της ΕΕ στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και βαθμιαία να καταργεί τις ποσοστώσεις και τους δασμούς. Για τους λόγους αυτούς, τα λεγόμενα θεσμικά όργανα της ΕΕ έπαιρναν αποφάσεις στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), με τις οποίες ενίσχυαν και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.
Από τις αρχές, όμως, της δεκαετίας του ‘90 άλλαξαν αρκετά πράγματα, που οδήγησαν στην αλλαγή προσανατολισμού του μεγάλου κεφαλαίου της ΕΕ και ιδιαίτερα του γαλλογερμανικού, που καθορίζει τις εξελίξεις στην ΕΕ. Ποια πράγματα άλλαξαν;
Πρώτον, ολοκληρώθηκε ο κύκλος της πτώσης των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γιγαντωθεί το μεταναστευτικό ρεύμα από τις χώρες αυτές και έτσι οι χώρες της ΕΕ να εξασφαλίσουν φτηνή εργατική δύναμη. Ετσι, δεν είχαν πια ανάγκη τους ευρωπαίους εργατοαγρότες και την αγροτική τους παραγωγή και παραπέρα την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή στην έκταση που υπήρχε τις προηγούμενες δεκαετίες.
Δεύτερον, ο γαλλογερμανικός άξονας πέτυχε να ενισχύσει προς το συμφέρον του τις θέσεις της ΕΕ στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε, ως δέλεαρ, ν’ ανοίξει η ΕΕ τις αγορές της στα αγροτικά προϊόντα των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, μέσω της προοδευτικής μείωσης των δασμών και της αύξησης των ποσοστώσεων. Ετσι, φτάσαμε πια στην πλήρη κατάργηση των δασμών και στην ελεύθερη είσοδο βασικών αγροτικών προϊόντων.
Την ίδια αυτή περίοδο (1990-2010) και ιδιαίτερα την υποπερίοδο 1990-2000, τα λεγόμενα θεσμικά όργανα της ΕΕ «ανακάλυψαν» ότι ο όγκος της αγροτικής παραγωγής ήταν πολύ μεγάλος για τις ανάγκες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων ήταν πολύ ψηλές, ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός ήταν πολύ μεγάλος και ότι έπρεπε να καταργηθεί η ενίσχυση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Ετσι, βαθμιαία άρχισαν να καταργούν την ενίσχυση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων και να περνούν σε πολιτική ενίσχυσης των αγροτών, προνοιακού χαρακτήρα. Μια πολιτική που – συνδυασμένη με την πολιτική ελεύθερης εισόδου των αγροτικών προϊόντων από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου – οδήγησε στη δραστική συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Ετσι, η ευρωπαϊκή βιομηχανία εξασφαλίζει μεγάλες ποσότητες φτηνών αγροτικών προϊόντων από τις τρίτες χώρες και έχουμε το φαινόμενο ν’ αυξάνονται οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ. Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα, όπως ήταν επόμενο, είναι πιο δραματικές, τόσο για το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων όσο και για τη φτωχολογιά του χωριού.
Αυτή η διαδικασία δεν αναπτύχθηκε χωρίς τριβές ανάμεσα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, ακόμα και μέσα στον γερμανογαλλικό άξονα. Το 2019, όταν οι διαπραγματευτές της Κομισιόν υπέγραψαν συμφωνία για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις τέσσερις χώρες της Λατινικής Αμερικής, που συνδέονται με τη συμφωνία MERCOSUR (Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη και Ουρουγουάη), επήλθε σύγκρουση μέσα στον γερμανογαλλικό άξονα, καθώς η Γαλλία συμμάχησε με το Βέλγιο (ιμπεριαλιστική χώρα με μεγάλη κτηνοτροφία, όπως και η Γαλλία) και στράφηκε ενάντια στη συμφωνία, γιατί θα πληττόταν η κτηνοτροφία και ιδιαίτερα η βοοτροφία της ΕΕ, καθώς προβλεπόταν η κατάργηση όλων των δασμών στη βοοτροφία και την πτηνοτροφία.
Η συμφωνία προέβλεπε ότι σε προϊόντα-εμπορεύματα που εισάγονται από τις χώρες της MERCOSUR δε θα μπαίνουν δασμοί, αλλά μόνο ποσοστώσεις. Eπομένως, η ζημιά θα ήταν μεγάλη για τους κτηνοτρόφους της Γαλλίας και του Βελγίου, γι’ αυτό και άρχισαν να αντιδρούν. Ακόμα και σήμερα, οι γάλλοι και οι βέλγοι αγρότες έχουν ως ένα από τα βασικά τους αιτήματα να μειωθούν οι ποσοστώσεις για τα κτηνοτροφικά προϊόντα από τις χώρες της MERCOSUR. Ειδικά οι Γάλλοι, απαιτούν από τους Μακρόν-Ατάλ να θεσπίσουν τέτοια μέτρα, σπάζοντας την πειθαρχία στη συμφωνία ΕΕ-MERCOSUR.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως δεν υπάρχει καμιά περίπτωση ν’ αναστραφεί η κατάσταση στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων, γιατί αυτή είναι η στρατηγική επιλογή του μονοπωλιακού κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ. Οι αγρότες θα κερδίσουν κάποια μέτρα-ασπιρίνες (η ποσότητα θα εξαρτηθεί από την ένταση του αγώνα τους), όμως η βασική κατεύθυνση θα παραμείνει και θα τους ξαναβγάλει στο δρόμο.
Η Ελλάδα της «δεύτερης ταχύτητας»
Η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία ή Βέλγιο. Είναι χώρα μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης, εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά. Το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο, παρασιτικό και κομπραδόρικο από τα γεννοφάσκια του, ήταν νομοτελειακό να αναζητήσει «προστασία» στην Ενωση του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφάλαιου, ξέροντας «τα κιλά του». Η Ελλάδα, ως εξαρτημένη χώρα μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης, θα τοποθετούνταν στη «δεύτερη ταχύτητα» της πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ.
Η ευρωλαγνεία-ευρωδουλεία έγινε βασικό συστατικό της ελληνικής αστικής ιδεολογίας. Τον Μάη του 2021, για παράδειγμα, μετά από έντεκα χρόνια βάρβαρης μνημονιακής πολιτικής, δε δίστασαν να οργανώσουν στο Ζάππειο μεγάλη φιέστα για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, σημερινή ΕΕ. Εβγαλαν ειδικό γραμματόσημο, φώτισαν την πρόσοψη της Βουλής, έφτιαξαν βίντεο προπαγάνδας, κυκλοφόρησαν ειδικές εκδόσεις της Βουλής με αρθρογραφία όλων των πολιτικών αρχηγών, αλλά… τζίφος. Ο ελληνικός λαός δεν έδειξε να συγκινείται. Κανένας δεν ξέχασε την αποικιοκρατική υποδούλωση μέσω του χρέους (η οποία ακόμα συνεχίζεται), την παραχώρηση όλης της κρατικής περιουσίας στους ιμπεριαλιστές δανειστές, το αντεργατικό και αντιασφαλιστικό καθεστώς (που παραμένει αλώβητο). Πώς να πανηγυρίσει, λοιπόν, ο ελληνικός λαός, υμνώντας αυτούς που τον υποδούλωσαν;
Κρατάει χρόνια η κολόνια της ευρωλαγνείας. Και όλες τις εποχές το βασικό επιχείρημα είναι «τα λεφτά που παίρνουμε». Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Μιλώντας απλά, θα λέγαμε το ακριβώς αντίθετο. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες αφαιμάζουν τις πιο καθυστερημένες. Η στενή λογιστική προσέγγιση, δηλαδή στη βάση του κοινοτικού προϋπολογισμού, είναι εντελώς παραπλανητική. Γιατί οι ιμπεριαλιστικές χώρες εισφέρουν περισσότερα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, όμως μέσω του μηχανισμού που ονομάζεται ΕΕ έχουν ανοίξει ορθάνοιχτες οι αγορές των εξαρτημένων χωρών.
Για την Ελλάδα, το κλασικότερο παράδειγμα, που αποδεικνύει αυτή την ανισότιμη σχέση, είναι το ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων. Μέχρι την ένταξη στην πρώην ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε θετικό ισοζύγιο με τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ εδώ και χρόνια το ισοζύγιο έχει γίνει αρνητικό. Για να μη μιλήσουμε για τον απόλυτο έλεγχο της βιομηχανίας, τους οικονομικούς προσανατολισμούς, ακόμα και την επιστροφή κονδυλίων στις ιμπεριαλιστικές οικονομίες, ενώ τυπικά φαίνεται πως κατευθύνονται στις χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, κονδύλια που χρηματοδότησαν μεγάλα έργα στην Ελλάδα, όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων, η γέφυρα Ρίου-Αντίρριου, οι αυτοκινητόδρομοι, επέστρεψαν στη Γερμανία και τη Γαλλία, αφού δικές τους εταιρίες κατασκεύασαν και εκμεταλλεύονται τα έργα.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ τον Ιούνη του 1981. Μέχρι τότε είχε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων τόσο με τις χώρες της ΕΕ όσο και με τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και από πλεονασματική η Ελλάδα άρχισε να γίνεται ελλειμματική στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα φούσκωνε και τον Νοέμβρη του 2007 έφτασε στα 3 δισ. ευρώ. Από το 2009 το εμπορικό έλλειμμα άρχισε να μειώνεται, γιατί απλούστατα άρχισαν να μειώνονται δραστικά οι εισαγωγές, λόγω της βαθιάς καπιταλιστικής ύφεσης και όχι γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Τόσο το γαλλικό και γερμανικό κεφάλαιο, που χαράσσουν την πολιτική των κρατών της ΕΕ, όσο και το κεφάλαιο των λεγόμενων βόρειων χωρών βγάζει τεράστια κέρδη από τις μεγάλες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (και όχι μόνο) στην Ελλάδα. Βγάζουν τεράστια κέρδη από την πώληση των αγροτικών προϊόντων, γιατί τα πουλάνε σε τιμές πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Φυσικά, το κεφάλαιο των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών βγάζει τεράστια κέρδη και από άλλες πηγές, εκμεταλλευόμενο το γεγονός ότι αυτό καθορίζει τις πολιτικές των λεγόμενων θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Γι’ αυτό, όταν κάνουμε ισολογισμό των εκροών και εισροών από την ελληνική οικονομία προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό και τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών της ΕΕ, θα πρέπει να συνυπολογίζουμε και αυτούς τους παράγοντες. Αν τους συνυπολογίσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα και ο σκληρά εργαζόμενος ελληνικός λαός βγαίνουν χαμένοι. Φυσικά, οι κυβερνήσεις, μπλε, πράσινες και ροζ, και οι αβανταδόροι τους κάνουν μονόπλευρη λογιστική προσέγγιση. Αποκρύπτουν τα δισεκατομμύρια ευρώ που παίρνει το κεφάλαιο των ευρωπαϊκών κρατών από τον ελληνικό λαό, μέσω του εμπορικού ισοζυγίου.
Ο μύθος των κοινοτικών επιδοτήσεων
Κάθε φορά, ανεξαρτήτως «χρώματος» κυβέρνησης, το ίδιο παραμύθι: οι σπουδαίες κοινοτικές ενισχύσεις, τις οποίες με σκληρή διαπραγμάτευση κατάφερε να αποσπάσει ο πρωθυπουργός. Κάθε φορά ο ίδιος σκυλοκαυγάς: δεν μπορείτε να δώσετε σκληρή μάχη, αν ήμασταν εμείς θα παίρναμε περισσότερα. Ενα παραμύθι και ένας σκυλοκαυγάς που τείνουν να δημιουργήσουν στον ελληνικό λαό το αίσθημα του επαίτη, το αίσθημα του παράσιτου. Οτι τον ταΐζουν οι πλούσιοι Ευρωπαίοι, χωρίς τη βοήθεια των οποίων θα ψωμολυσσούσε.
Εχουμε αποκαλύψει και άλλες φορές, ότι σε συναντήσεις τους με ηγέτες ιμπεριαλιστικών κρατών της ΕΕ οι έλληνες πολιτικοί δε δέχονται την άποψη ότι η πλούσια Ευρώπη βοηθάει τη φτωχή Ελλάδα. Ξεκαθαρίζουν αυτό που είναι η αλήθεια και που το ξέρουν όλοι: ότι τις ενδοκοινοτικές οικονομικές σχέσεις δεν μπορείς να τις προσεγγίζεις με μια στενή λογιστική προσέγγιση. Αυτά που εμφανίζονται ως ροή κονδυλίων από τις πλουσιότερες προς τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ είναι ένα είδος ενοικίου, που πληρώνουν αυτές οι χώρες για την αποκλειστική νομή (για να μην πούμε το πλιατσικολόγημα) των αγορών των φτωχών χωρών.
Ας θυμίσουμε, λοιπόν, μερικά πράγματα, για να καταλάβουμε καλύτερα το πραγματικό περιεχόμενο της «μεγάλης εθνικής επιτυχίας» που παρουσιάζει κάθε έλληνας αστός πρωθυπουργός ο οποίος συμμετέχει σε κάποια σύνοδο κορυφής για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Εμείς ποτέ δεν μπήκαμε στον πειρασμό να ασχοληθούμε με το αν ο τάδε πρωθυπουργός μπορούσε να πάρει περισσότερα και δεν τα κατάφερε λόγω… μπουνταλοσύνης ή… οσφυοκαμψίας. Ο καθένας από δαύτους παίρνει αυτά που του δίνουν. Το παζάρι το κάνουν Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Ολλανδοί, Βέλγοι (μέχρι το Brexit και Βρετανοί) με βάση τα δικά τους συμφέροντα και τις γενικότερες ισορροπίες. Οι υπόλοιποι παίζουν απλά βοηθητικό ρόλο.
Ποιος παίρνει τις επιδοτήσεις; Τις παίρνει μήπως η φτωχή αγροτιά; Η πραγματικότητα των αριθμών αποκαλύπτει ότι οι επιδοτήσεις στο συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα τους κατευθύνονται προς το μεγάλο κεφάλαιο (βιομηχανικό, εμπορικό και αγροτικό). Ενας άνθρωπος υπεράνω υποψίας, ο συνεργάτης του ΙΟΒΕ (όργανο του ΣΕΒ) Γ. Mέργος, σε μελέτη του «O αγροτικός τομέας στη δεκαετία του ‘90: τάσεις και επιλογές πολιτικής» έγραφε: «Γενικότερα οι οικονομικές ενισχύσεις προς τον αγροτικό τομέα αυξήθηκαν από 20% περίπου, που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, σε 35-40% στο τέλος της δεκαετίας (σ.σ εδώ τα φουσκώνει). Eπομένως υπάρχει μια σημαντική μεταφορά στο αγροτικό εισόδημα, όμως από το ποσό αυτό μόνο το 40% περίπου δίνεται απ’ ευθείας στους αγρότες και επομένως ένα μέρος διαφεύγει προς μη αγροτικούς τομείς». Eίναι λοιπόν πέρα από κάθε αμφισβήτηση το γεγονός πως και από τις κοινοτικές επιδοτήσεις που πηγαίνουν στην αγροτική παραγωγή μόνο ένα μέρος καρπώνεται η αγροτιά.
H λογιστική προσέγγιση του ζητήματος των κοινοτικών επιδοτήσεων έχει κι άλλες πτυχές. Yπάρχει για παράδειγμα η πτυχή του εμπορικού ισοζύγιου. Οπως σημειώσαμε και παραπάνω:
- Tο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων της Eλλάδας με τις χώρες της EE, ενώ μέχρι το 1980 ήταν θετικό, από το 1981 έγινε μόνιμα ελλειμματικό.
- Tο εμπορικό ισοζύγιο της Eλλάδας με όλες τις χώρες, ενώ ήταν θετικό, από το 1981 έγινε μόνιμα ελλειμματικό.
Eμάς, βέβαια, δεν μας ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις του ελλείμματος του ισοζύγιου αγροτικών εμπορευμάτων στην ελληνική οικονομία γενικά και αόριστα, αλλά οι επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά και τη φτωχολογιά των πόλεων. Oλοι αυτοί αγοράζουν αγροτικά προϊόντα για ατομική κατανάλωση, που εισάγονται από την EE σε τιμές ευρωπαϊκές, που είναι πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Eισάγονται για παράδειγμα από την EE κρέας και ζωντανά ζώα σε τιμές μεγαλύτερες από τις διεθνείς. Eισάγονται γάλα και γαλακτομικά σε τεράστιες ποσότητες.
Aν ποσοτικοποιούσαμε αυτές τις επιπτώσεις, θα διαπιστώναμε το μέγεθος της αλητείας των κομμάτων των καπιταλιστών, που χωρίς τσίπα πιπιλάνε την καραμέλα του πακτωλού που πηγάζει από την E(νωση) E(κμεταλλευτών) και χύνεται στην Eλλάδα. Oποιος μελετήσει τα σχετικά στοιχεία μένει χωρίς καμιά αμφιβολία πως στην πραγματικότητα έχουμε μια μεγάλη μεταφορά εισοδήματος από την Eλλάδα προς τις ανεπτυγμένες χώρες της EE. Mια μεταφορά εισοδήματος που κόστισε πάρα πολύ στη φτωχή αγροτιά, την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα.
Oι φτωχοί αγρότες αγοράζουν μηχανήματα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ζωοτροφές κ.ά, που εισάγονται από τις χώρες τις EE σε τιμές πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Kαι κάτι παραπάνω, γιατί αυτές αυξάνονται με ρυθμούς πιο γρήγορους απ’ ό,τι οι τιμές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων που εξάγονται στην EE. Eίναι λοιπόν μεγάλο ψέμα η προπαγάνδα για πακτωλό από τον κοινοτικό κορβανά.
Aυτό δεν το λέμε μόνο εμείς. Eπικαλούμαστε και πάλι τον Γ. Mέργο, που στη μελέτη που προαναφέραμε γράφει: «Eίναι αναμφισβήτητο ότι η εφαρμογή της KAΠ οδήγησε σε αύξηση του εμπορίου της Eλλάδας με την κοινότητα σε βάρος των τρίτων χωρών. Aυτό είχε ως συνέπεια να προμηθεύεται η χώρα μας ζωικά προϊόντα όχι σε τιμές διεθνείς, όπως πριν, αλλά στις πολύ υψηλότερες τιμές της KAΠ, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεταφορά εισοδήματος από την Eλλάδα προς τις υπόλοιπες χώρες».
Τάξη ενάντια σε τάξη
Για την ελληνική αστική τάξη, βέβαια, αυτό το καθεστώς αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης του λαού και της χώρας δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά ευλογία. Κομπραδόρικη από τα γεννοφάσκια της, η τάξη που βάφτισε την Ελλάδα «ψωροκώσταινα», έχει φτάσει στο έσχατο σημείο ξεπεσμού, χαρακτηρίζοντας τον τουρισμό… «βαριά βιομηχανία της χώρας». Η ελληνική κεφαλαιοκρατία έχει συνδέσει τις τύχες της με το ξένο κεφάλαιο. Κι αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.
Επομένως, η έξοδος από την ΕΕ δεν είναι ζήτημα της αστικής τάξης. Είναι ζήτημα της κομμουνιστικής επανάστασης. Οταν η εργατική τάξη μπορέσει να υψωθεί ως τάξη απέναντι στην τάξη των κεφαλαιοκρατών και σε στενή συμμαχία με τη φτωχή αγροτιά απαλλαγεί από τα καπιταλιστικά παράσιτα, τότε θα λύσει και το ζήτημα της συμμετοχής στην ΕΕ, αποχωρώντας απ’ αυτήν, τσακίζοντας τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής-αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης.
Είναι η κατάσταση ασφυξίας σε όλο το εύρος της αγροτικής παραγωγής που βγάζει στο δρόμο τους ευρωπαίους αγρότες. «Τρέμει ο κώλος τους» στις Βρυξέλλες και τις ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες, μη τυχόν και αυτό το κίνημα πάρει συγκρουσιακό χαρακτήρα. Ηδη, οργισμένες δηλώσεις αγροτών σε μπλόκα διακινούνται από μεγάλα πρακτορεία ειδήσεων. Χτεσινό άρθρο του ΑΡ είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Γιατί οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης παίρνουν τόσο σοβαρά τους οργισμένους αγρότες πριν από τη σύνοδο της Πέμπτης».
«Η Ούρσουλα έχει το θράσος να πηγαίνει στο Κίεβο, αλλά δεν έχει το θάρρος να έρθει να δει εμάς», δήλωνε ο φάρμερ Ζαν-Φρανσουά Ντεφλάντρ, στον αποκλεισμένο αυτοκινητόδρομο στην Αλ, κοντά στις Βρυξέλλες. Ο αγρότης Πάολο Πεπόνι, που συμμετέχει σε μπλόκο αποκλεισμού ενός αυτοκινητόδρομου κοντά στη Ρώμη, έλεγε: «Δεν είναι η Ευρώπη των λαών, δεν είναι η Ευρώπη αυτών που εργάζονται. Είναι οι πολυεθνικές εταιρίες που κυβερνούν την Ευρώπη. Γι’ αυτό βρισκόμαστε όλοι στο κέντρο του δρόμου». Ο Μπενουά Λακί, αγρότης από το Σεντάν στη Βόρεια Γαλλία, έδειχνε προς το κτίριο γραφείων της ΕΕ και έλεγε: «Οι τεχνοκράτες είναι το πρόβλημα και ακούνε τόσο πολύ τους οικολόγους, αντί να ακούσουν εμάς που έχουμε την κοινή αίσθηση της αγροτικής παραγωγής».
Πανσπερμία απόψεων, αυταπάτες, αλλά και πολλή οργή. Αυτή είναι που προκαλεί ανατριχίλα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτές ξέρουν καλά ποια είναι η γενεσιουργός αιτία αυτού του πανευρωπαϊκού διεκδικητικού κινήματος και τρέμουν μπροστά στην ιδέα πως αν γιγαντωθεί και κυρίως αν γίνει ακόμα πιο μαχητικό, θ’ αναγκαστούν «να βάλουν το χέρι στην τσέπη». Γιατί μπλοκάροντας μεγάλους αυτοκινητόδρομους και σιδηροδρομικές γραμμές, οι αγρότες μπορούν να παραλύσουν την οικονομική ζωή στο κέντρο της ιμπεριαλιστικής Ευρώπης, όχι μόνο το εμπόριο αλλά και τη βιομηχανία. Κι αν οι κυβερνήσεις στείλουν τη χωροφυλακή και την αστυνομία, φοβούνται για τα χειρότερα.
Οι έλληνες αγρότες που βγαίνουν στο δρόμο, προβάλλοντας άμεσες διεκδικήσεις και αιτήματα, δεν το κάνουν από χαβαλέ ή επειδή «υποκινούνται», όπως έλεγε μέχρι προχθές ο πολιτικά άθλιος Αυγενάκης, αλλά γιατί είναι μόνιμα και διαρκώς αφόρητη η πολιτική όλων των κυβερνήσεων, που θέλουν να τελειώνουν τόσο με τις απαιτήσεις της αγροτιάς για επιβίωση όσο και με την ίδια τη φτωχή αγροτιά. Οσοι αγρότες δεν βγαίνουν στις κινητοποιήσεις δεν το κάνουν επειδή είναι ευχαριστημένοι από την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Είναι σίγουρο ότι οι κινητοποιήσεις των ευρωπαίων αγροτών έδωσαν ενθάρρυνση και κουράγιο και στους έλληνες αγρότες. Οταν ο Μητσοτάκης τούς γλείφει, και ο Αυγενάκης που παρίστανε το μπουλντόγκ τώρα παριστάνει το πεκινουά, σημαίνει πως τους φοβούνται. Γι’ αυτό και πρέπει να πυκνώσουν τα μπλόκα και να κλιμακώσουν την ένταση («ο διάολος φοβέρα θέλει»), σε πλήρη συντονισμό με τους ευρωπαίους αγρότες. Πρέπει να χτιστεί κίνημα διεκδίκησης και όχι κίνημα διαμαρτυρίας. Το σύστημα και η κυβέρνησή του πρέπει να «πονέσουν» για ν’ αναγκαστούν να υποχωρήσουν.