πού είσαι, της ανατροπής γενιά;
Και μόνο αυτό το «κατεβαίνει» στις εκλογές, δεν δείχνει πάρα πολλά;
Δέκα πουλάκια κάθονταν στο σύρμα της πλατείας
κρώζανε και ραμφίζονταν για το Επικρατείας.
Στου Επικρατείας την κορφή! Κάποιοι φωνάζουν «πέσε».
Μωραίνει γαρ ο Κύριος ον βούλεται απολέσαι.
Οι εκλογές που όλο και πλησιάζουν απειλητικά, μονοπωλούν το ενδιαφέρον και τις σκέψεις της λαϊκής μούσας που θρηνεί προβλέποντας τα μελλούμενα:
Μέσα η καρδιά μου με πονεί, βουίζει το κεφάλι
μέγα μαχαίρι με τρυπά, σαράκι και με τρώει.
Τώρα ουρανέ μου βρόντηξε κι εσείς σύννεφα βρέξτε
αφού οι προλετάριοι (ρε μπας και μας ψεκάζουν;)
τον Κούλη ετοιμάζονται να τον γλυκοψηφίσουν!
Ωιμέ. Πώς καταπίνονται τρία γυαλιά φαρμάκι
Της ανεργίας την αυγή, των χρεών το μεσημέρι
και τρίτο το πικρότερο του τσακισμένου βίου.
Κι έπειτα η ματιά στρέφεται σε μια ιδιαίτερη κατηγορία της δημοτικής παράδοσης, στα αναθέματα και στα τραγούδια της οργής και των μπινελικίων:
Τσουτσέκι που μας διέλυσες, καταραμένος να 'σαι
λεφτά να πιάνεις και κοπριά να γίνονται αράδα
να μη σταυρώσεις κότερο, στη λήθη να βουλιάξεις
που πρώτα επώασες ναζί κι απέ φέρνεις τον Κούλη.
Στέκεται καμαρωτή για τις επιλογές της στο ταμείο super market με αμφίβολης προέλευσης (και γι' αυτό φτηνά) προϊόντα. Θεωρεί πως διάλεξε ό,τι καλύτερο και πιο υγιεινό για το καλλίγραμμο σώμα της, στο οποίο έχει επιβάλει την ολιγάρκεια. Με τα γιαουρτάκια της, τα υπερμακράς διάρκειας ζωής (ούτε καν σκέφτηκε γιατί!) κριτσίνια, το τυρί (που πουθενά στη συσκευασία δεν αναγράφονται οι λέξεις «φέτα» ή έστω «τυρί»!), το παγωτό («γλύκισμα» γράφει! Αλλά ούτε αυτό αρκεί για να τη βάλει σε υποψίες!), το λιγοστό κρέας με το παράξενα έντονο χρώμα, τα γυαλιστερά σαν στολίδια λαχανικά ή τα άλλα από τη Βοιωτία («ε, και τι μ' αυτό;»). Λίγο αργότερα, χτυπάει την πόρτα της ο τρισκατάρατος καρκίνος. Που και πριν θέριζε σωρηδόν γύρω της, μα εκείνη το προσπερνούσε βαριεστημένα. Οπως και τα περί τον καπιταλισμό που δεν διστάζει να εμπορευτεί τον θάνατο, αν πρόκειται για κέρδος. Κι αναρωτιέται «γιατί;»…
Μέσα στην κάψα ενός αφόρητου καλοκαιριού (από πολλές απόψεις) η λαϊκή μούσα διασκευάζει Μπρένταν Μπίαν σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα:
Ηταν πρωί του Γιούλη κοντά στη ροδαυγή
ζερβά τήραγαν ούλοι κι ήρθε… χρυσή αυγή.
Ηταν απατεώνας κι αιώνια θα θρηνώ
τις άθλιες κωλοτούμπες, το βλέμμα το κενό.
Ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή
ανήκε στους εχθρούς μας το «αριστερό» παιδί.
Ναι, αφόρητο και παράξενο το φετινό καλοκαίρι, αλλοπρόσαλλο κι αυτό σαν ταις βουλαίς των ανθρώπων (ρε μπας και μας ψεκάζουν;). Λογικό να περνάει το παράλογο (παρ' άλογο, λόγω ιππουργών) από το μυαλό:
Πούλησαν τις ιδέες τους (ρε σεις, γιατί γελάτε;)
χάρισαν, ανταλλάξανε, είπαν «καλά θα φάτε»
δεν άφησαν και τίποτε να μην του βάλουν χέρι
παράξενο να πούλησαν ως και το καλοκαίρι;
Ομως, ας μη χάνουμε το «όλον» μέσα στο μερικό:
Ενας στρατός απίστευτων νάνων και σαλτιμπάγκων
σιγά-σιγά ετοιμάζεται απ' τη σκηνή να φύγει.
Τη διαλυμένη Αριστερά τσάκισαν λίγο ακόμη
επώασαν αυγά φιδιού, γονάτισαν τον κόσμο
έβαλαν στο ξεπούλημα την πιο βαριά σφραγίδα
και έγιναν προδοτικά «μία από τα ίδια».
Και εν κατακλείδι:
Επεσε μία κουτσουλιά πάνω στα ψηφοδέλτια
κι όλοι μαζί με μια φωνή είπανε «γούρι, γούρι!»
μα άλλο γούρι παρεκτός από φέτα σαλάμι
στην κάλπη, δεν υφίσταται. Τα άλλα είναι… «αγγούρι».
Κοκκινοσκουφίτσα