Δεν είναι μαρξιστής, δεν είναι καν δημοκράτης όποιος δεν αναγνωρίζει και δεν υπερασπίζει την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, όποιος δεν αγωνίζεται ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση ή ανισοτιμία. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Είναι όμως επίσης αναμφισβήτητο και ότι ο δήθεν μαρξιστής, που βρίζει ασύστολα ένα μαρξιστή άλλου έθνους για «αφομοιωτισμό», στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας εθνικιστής μικροαστός. (…)
Το κήρυγμα της πλέριας ισοτιμίας των εθνών και των γλωσσών κάνει να ξεχωρίζουν σε κάθε έθνος μόνο τα συνεπή δημοκρατικά στοιχεία (δηλαδή μόνο οι προλετάριοι) και τα ενώνει με βάση όχι την εθνικότητα, αλλά τον πόθο τους για βαθιές και σοβαρές βελτιώσεις του γενικού κρατικού καθεστώτος.
Β.Ι. Λένιν
Πρέπει να αντιμετωπίζει εσωκομματική «γκρίνια» ο Περισσός με την επιθετική εθνικιστική θέση του για το «Μακεδονικό». Βλέπετε, υπάρχει και η Ιστορία. Οι θέσεις του επαναστατικού ΚΚΕ για τα εθνικά δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων γενικά, των Σλαβομακεδόνων της ελληνικής επικράτειας ιδιαίτερα, στις οποίες εύκολα ανατρέχουν τα μέλη και οι οπαδοί του Περισσού, καθώς το Διαδίκτυο έχει καταστήσει πιο εύκολες τις αναφορές σε παλαιότερα κείμενα. Από την άλλη, εν προκειμένω δεν τίθεται καν ζήτημα αλλαγής συνόρων, για να καλυφθούν πίσω απ’ αυτό, όπως συνέβαινε την περίοδο που διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία. Το ζήτημα που τίθεται αφορά την ιθαγενική ταυτότητα ενός από τα πολλά έθνη της Βαλκανικής, που ο κύριος όγκος του είναι ήδη συγκροτημένος κρατικά.
Ο χώρος δεν επιτρέπει πλήρη ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας για το εθνικό ζήτημα, έτσι όπως την ανέπτυξαν ο Λένιν και ο Στάλιν, όμως οι πηγές υπάρχουν και είναι εύκολα προσιτές ακόμα και στο Διαδίκτυο*. Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές επισημάνσεις για την κραυγαλέα εθνικιστική στάση του Περισσού και τη γελοία απόπειρά του να «δολοφονήσει» τον Λένιν, σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο «Περί “αυτοδιάθεσης“» και υπογραφή «Χ.» («Ριζοσπάστης», 17.2.2018).
Ο εθνικιστής αρθρογράφος του Περισσού επιχειρεί να εμφανίσει τον Λένιν ως… σχετικιστή στο εθνικό ζήτημα. Γράφει: «Στη συνέχεια το “εθνικό ζήτημα“, το ζήτημα της “εθνικής αυτοδιάθεσης“ αντιμετωπίζεται κυρίως από τον Λένιν ως σύνθημα με το οποίο μπορούν να τραβηχτούν οι χιλιάδες των καταπιεζόμενων αγροτικών εθνοτήτων της Ευρώπης και της Ασίας στην πάλη ενάντια στις μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες και στην αποικιοκρατία ως σύμμαχοι στην πάλη του προλεταριάτου για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ομως, και τότε ο Λένιν με σαφήνεια προσδιορίζει ότι τα συνθήματα αυτά έχουν νόημα προοδευτικό μόνο ως επιμέρους συνθήματα (μερικά, ειδικά) που εξυπηρετούν το γενικό, το κύριο, που δεν είναι άλλο από αυτό της πάλης για το σοσιαλισμό και δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή την πάλη, ως συνθήματα “δεμένα“ δηλαδή με την επανάσταση». Για να περάσει -μετά απ’ αυτή την καρικατούρα λενινισμού- στη θέση του κόμματός του: «Οποιος λοιπόν θεωρεί εξαρχής προοδευτικά και διεθνιστικά γενικά τα συνθήματα της “αυτοδιάθεσης και του εθνικού αυτοπροσδιορισμού“ στα Βαλκάνια “κινδυνεύει“ να παίζει ασυνείδητα (ή συνειδητά) το παιχνίδι του κοσμοπολιτισμού, πίσω από τον οποίο ξετυλίγεται ο ιμπεριαλιστικός σχεδιασμός που σήμερα ονομάζεται σχέδιο “ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης“ των Βαλκανίων. Και μια τέτοια πολιτική κάθε άλλο παρά διεθνιστική είναι. Γιατί ο διεθνισμός σημαίνει αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζόμενους διαφορετικής εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, με κριτήριο τα κοινά τους συμφέροντα, την κοινή τους πάλη ενάντια στον εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό τους, τις αστικές τάξεις».
Για τον Λένιν και τους μπολσεβίκους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών ήταν αδιαπραγμάτευτο από άποψη αρχών. Είτε αφορούσε ένα «συμπαγές» καταπιεζόμενο έθνος, στο οποίο αναγνώριζαν –από άποψη αρχών– το δικαίωμα στον κρατικό αποχωρισμό (ανεξάρτητα από την πάλη του προλεταριάτου για τη σοσιαλιστική συγκρότηση στο πλαίσιο μεγάλων πολυεθνικών κρατών, όπως συνέβη με τη δημιουργία της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών), είτε αφορούσε μια εθνική μειονότητα («Με την αρχή της πλέριας ισοτιμίας συνδέεται αδιάρρηκτα η εξασφάλιση των δικαιωμάτων της εθνικής μειονότητας», έγραφε ο Λένιν.
Και συμπλήρωνε: «Να συμπεριληφθεί στο σύνταγμα ένας βασικός νόμος που να θεωρεί άκυρο κάθε προνόμιο ενός μόνο έθνους και κάθε παραβίαση των δικαιωμάτων της εθνικής μειονότητας»).
Ο Λένιν, σημειώνοντας ότι «το μεγάλο συγκεντρωτικό κράτος είναι ένα τεράστιο ιστορικό βήμα από το μεσαιωνικό κατατεμαχισμό προς τη μελλοντική σοσιαλιστική ενότητα όλου του κόσμου και δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει δρόμος προς το σοσιαλισμό που να μην περνά μέσα από ένα τέτοιο κράτος (που συνδέεται αδιάρρηκτα με τον καπιταλισμό)», τόνιζε παράλληλα εκείνα τα στοιχεία που θα εξασφάλιζαν την εθνική ισοτιμία: «Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός όχι μόνο δεν αποκλείει την τοπική αυτοδιοίκηση με αυτονομία των περιοχών, που τις διακρίνουν ιδιαίτερες οικονομικές και βιοτικές συνθήκες, ιδιαίτερη εθνική σύνθεση του πληθυσμού κλπ., μα απεναντίας απαιτεί επιτακτικά και το ένα και το άλλο».
Και βέβαια, ο Λένιν υποστήριζε -στο πλαίσιο των πολυεθνικών κρατών- την πρωτοκαθεδρία του διεθνικού πολιτισμού του προλεταριάτου, πάντα με σεβασμό στις εθνικές ιδιαιτερότητες, όπως π.χ. η γλώσσα: «Οι μεγαλορώσοι και οι ουκρανοί εργάτες πρέπει να υπερασπίζουν μαζί και – όσο ζουν στα πλαίσια ενός κράτους – με την πιο στενή οργανωτική ενότητα και συγχώνευση τον κοινό ή διεθνικό πολιτισμό του προλεταριακού κινήματος και να δείχνουν απόλυτη ανοχή στο ζήτημα της γλώσσας, όπου θα γίνεται η προπαγάνδα, καθώς και όταν πρόκειται να ληφθούν υπόψη οι καθαρά τοπικές ή οι καθαρά εθνικές λεπτομέρειες κατά την προπαγάνδα. Αυτή είναι η υποχρεωτική απαίτηση του μαρξισμού. Κάθε κήρυγμα χωρισμού των εργατών του ενός έθνους από το άλλο, κάθε επίθεση ενάντια στο μαρξιστικό “αφομοιωτισμό“, κάθε αντιπαράθεση σε ζητήματα που αφορούν το προλεταριάτο, του ενός εθνικού πολιτισμού σαν σύνολο σ’ έναν άλλο τάχα ενιαίο εθνικό πολιτισμό κλπ., είναι αστικός εθνικισμός, που έχουμε υποχρέωση να τον καταπολεμούμε αμείλικτα».
Και για να κλείσουμε με τη θεωρία που επεξεργάστηκαν οι μπολσεβίκοι για το εθνικό ζήτημα, παραθέτουμε μερικές επισημάνσεις του Στάλιν, ιδιαίτερα χρήσιμες για να δούμε την εθνικιστική πολιτική του Περισσού στο «Μακεδονικό»:
«Η πολιτική της εθνικιστικής καταπίεσης είναι επικίνδυνη για το προλεταριάτο κι από μιαν άλλη πλευρά. Δεν αφήνει τα πλατιά στρώματα να προσέξουν τα κοινωνικά ζητήματα, τα ζητήματα της ταξικής πάλης, στρέφει την προσοχή τους προς τα εθνικά ζητήματα, τα “κοινά“ ζητήματα για το προλεταριάτο και την κεφαλαιοκρατία. Κι αυτό δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος για το απατηλό κήρυγμα της “αρμονίας των συμφερόντων“, για να σβήνουν τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου, για την πνευματικήν υποδούλωση των εργατών. Αυτό το ίδιο γίνεται κιόλας ένας σοβαρός φραγμός για να συνενωθούν οι εργάτες απ’ όλες τις εθνότητες. (…)
Οι εργάτες όμως, σ’ όποιο έθνος κι αν ανήκουν ενδιαφέρονται για την πλέρια συγχώνευση όλων των συντρόφων τους μέσα σ’ ένα διεθνικό στρατό, για τη γρήγορη και τελική απελευθέρωσή τους απ’ τον πνευματικό ζυγό της κεφαλαιοκρατίας, για να αναδειχθούν πλέρια και ολόπλευρα οι πνευματικές δυνάμεις των συναδέλφων τους σ’ όποιο έθνος κι αν ανήκουν. Για τούτο οι εργάτες αγωνίζονται και θα αγωνίζονται ενάντια στην πολιτική της καταπίεσης των εθνών σε όλες της τις μορφές, απ’ τις πιο εκλεπτυσμένες ίσαμε τις πιο χοντροκομμένες, όπως κι ενάντια στην πολιτική του εξερεθισμού σε όλες της τις μορφές. Γι’ αυτό η σοσιαλδημοκρατία όλων των χωρών διακηρύχνει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σημαίνει πως μονάχα το έθνος το ίδιο έχει το δικαίωμα να καθορίζει την τύχη του, κανένας δεν έχει δικαίωμα ν’ ανακατώνεται βίαια στη ζωή του έθνους, να καταστρέφει τα σχολεία και τα άλλα ιδρύματά του, να καταργεί τα ήθη και τα έθιμά το, να του απαγορεύει τη γλώσσα, να του ακρωτηριάζει τα δικαιώματα.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως η σοσιαλδημοκρατία θα υποστηρίζει όλους και τους κάθε λογής θεσμούς και έθιμα του έθνους. Καταπολεμώντας την καταπίεση ενάντια στο έθνος, θα υπερασπίζει μονάχα το δικαίωμα του έθνους να καθορίζει μόνο του την τύχη του, διαφωτίζοντας σύγκαιρα ενάντια στους βλαβερούς θεσμούς και έθιμα που έχει το έθνος αυτό, με σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στα εργαζόμενα στρώματα του δοσμένου έθνους να λυτρωθούν απ’ αυτούς».
Αφού είδαμε, εν συντομία, τον πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας που επεξεργάστηκαν οι μπολσεβίκοι (που δρούσαν σ’ ένα πολυεθνικό κράτος που το χαρακτήριζε η εθνική καταπίεση δεκάδων εθνοτήτων από τον μεγαλορώσικο εθνικισμό), ας δούμε τι συμβαίνει από το 1992 μέχρι σήμερα με το «Μακεδονικό» και τι θέση παίρνει ο Περισσός.
Εχουμε ένα έθνος το οποίο συγκροτήθηκε κρατικά για πρώτη φορά το 1944 (στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας) και ως ανεξάρτητο κράτος (πολυεθνικό) το 1992, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Φυσικά, η παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα ήταν άμεση στις διαδικασίες κατακερματισμού της Γιουγκοσλαβίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν κροατικό, σλοβενικό, αλβανικό (κοσοβάρικο), μακεδονικό έθνος. Αλλωστε, τέτοιο στάτους είχαν αυτά τα έθνη (πλην των Κοσοβάρων Αλβανών). Δεν ενδιαφέρει από τη σκοπιά του θέματος που εξετάζουμε, όμως πρέπει να πούμε ότι και στην πλευρά που υπερασπιζόταν την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας δεν είχαμε κάποιο προλεταριακό ή έστω κάποιο αστικό-δημοκρατικό κίνημα. Είχαμε τον μεγαλοσέρβικο εθνικισμό (βουτηγμένο στο αίμα όσο και οι αντίπαλοί του – αν όχι περισσότερο), πίσω από τον οποίο κρυβόταν ο ρωσικός ιμπεριαλισμός που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει την τελευταία ζώνη επιρροής που του είχε απομείνει στα Βαλκάνια.
Κατά τη διαδικασία κατακερματισμού της Γιουγκοσλαβίας, χύθηκε πολύ αίμα απ’ όλες τις πλευρές, απ’ όλα τα έθνη. Το διακύβευμα ήταν η διατήρηση του ενιαίου ομοσπονδιακού κράτους ή ο κατακερματισμός του σε εθνικά κράτη (και στη μια και στην άλλη περίπτωση η ιμπεριαλιστική εξάρτηση και υπαγόρευση ήταν δεδομένη).
Ουδέποτε τέθηκε ως διακύβευμα η εθνική ταυτότητα της μιας ή της άλλης εθνότητας. Οι Σέρβοι ήταν Σέρβοι, οι Κροάτες Κροάτες, οι Μακεδόνες Μακεδόνες. Ακόμα και οι Κοσοβάροι αναγνωρίζονταν ως εθνικά Αλβανοί, μολονότι η Κοσόβα δεν είχε στάτους ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Η αμφισβήτηση ενός και μόνο έθνους από το εθνικό μωσαϊκό της Γιουγκοσλαβίας ήρθε «απέξω». Ηταν η αστική Ελλάδα που αμφισβήτησε το δικαίωμα της πρώην Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μακεδονίας να ονομάζεται -μετά την απόσχισή της- Δημοκρατία της Μακεδονίας, το δικαίωμα του κυρίαρχου έθνους αυτής της χώρας να ονομάζεται μακεδονικό και η γλώσσα του μακεδονικά (όπως ονομαζόταν για περισσότερο από δυο αιώνες).
Φαντάζεται κανείς τον Λένιν ή τον Στάλιν να μιλά για «Δημοκρατία του Κιέβου» ή «της Τιφλίδας» ή «της Τασκένδης», κατά το «Δημοκρατία των Σκοπίων» που χρησιμοποιεί ο γενικός γραμματέας του Περισσού; Φαντάζεται κανείς έναν μπολσεβίκο ηγέτη να δηλώνει «δεν υπάρχει “Μακεδονικό” έθνος, δεν υπάρχει “Μακεδονική” γλώσσα»; Να δηλώνει ότι «δεν υπάρχουν όλα αυτά τα στοιχεία τα οποία συνιστούν λόγους αλυτρωτισμού, διεκδικήσεων σε βάρος της χώρας μας. Αλλά αυτά υπάρχουν στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, που σημαίνει ότι από αυτό το Σύνταγμα πρέπει να αλλάξει»; (Ολες οι εντός εισαγωγικών φράσεις πάρθηκαν, ενδεικτικά, από πρόσφατη συνέντευξη του Δ. Κουτσούμπα στο Ραδιοσταθμό 984 της Κρήτης).
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ο Περισσός αντιμετωπίζει το ζήτημα όχι από την άποψη των επί του εθνικού ζητήματος αρχών, αλλά από την άποψη του ελληνικού αστισμού. Ακόμα και η αναφορά σε κίνδυνο αλυτρωτισμού αυτό αποκαλύπτει. Γιατί αλυτρωτισμός μπορεί να αναπτυχθεί (θεωρητικά μιλώντας, γιατί πρακτικά αυτό είναι αδύνατο) όταν υπάρχει «πρώτη ύλη». Δηλαδή, όταν υπάρχει εθνική μειονότητα την οποία μπορεί να επικαλεστεί η «μητέρα πατρίδα». Η τοποθέτηση του ζητήματος από τη σκοπιά του προλεταριάτου απαιτεί (όπως μας διδάσκουν οι μπολσεβίκοι) την αναγνώριση όλων των δικαιωμάτων της αποδεκατισμένης και υπό πολύχρονο διωγμό σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, ώστε να μπορέσει να οικοδομηθεί η ταξική ενότητα, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή, και να ανοιχτεί έτσι μέτωπο και ενάντια στην εθνική καταπίεση αυτής της μειονότητας από τον ελλαδικό εθνικισμό και ενάντια σε τυχόν αλυτρωτισμούς από την αστική τάξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Οπως έχουμε ξαναγράψει, μια τέτοια πολιτική αρχών δεν είναι κάτι το καινοφανές. Την έχει εφαρμόσει το επαναστατικό ΚΚΕ, καταφέρνοντας να τραβήξει την πλειονότητα των σλαβομακεδόνων εργατών και φτωχών εργατών στον επαναστατικό αγώνα.
Η πολιτική του Περισσού είναι καραμπινάτος αστικός εθνικισμός. Ερχεται να προσφέρει στήριξη στο ανιστόρητο, ψευδές, μεγαλοϊδεάτικο αφήγημα του ελληνικού εθνικισμού, που αρνείται την ύπαρξη του μακεδονικού έθνους και της γλώσσας του. Και βέβαια, μ’ αυτή την πολιτική γραμμή μόνο τείχη σηκώνονται ανάμεσα σε έλληνες και σλαβομακεδόνες εργαζόμενους (στην Ελλάδα και στη Δημοκρατία της Μακεδονίας). Τείχη εθνικιστικά που βοηθούν κάθε αστική τάξη να εγκλωβίσει στο εσωτερικό τους το «δικό της» λαό. Ο Περισσός δεν αντιμάχεται τον μακεδονικό εθνικισμό και τις δικές του αντιεπιστημονικές γελοιότητες (καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες κτλ.), αλλά στηρίζει τον ελληνικό εθνικισμό και τις αντίστοιχες δικές του αντιεπιστημονικές γελοιότητες. Αυτή η πολιτική δεν τέμνεται πουθενά με τη θεωρία και την πολιτική αρχών των μπολσεβίκων.
* Αναφερόμαστε κυρίως στο κλασικό έργο του Στάλιν «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα» (https://www.eksegersi.gr/wp-content/uploads/2020/08/2027/o_marxismos_kai_to_ethniko_zhthma.pdf) και στη συλλογή του Λένιν «Για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση».
Πέτρος Γιώτης