Πρέπει να άνοιξαν «μπουκάλια» στον Περισσό. Τέτοια προβολή είχαν πολλά χρόνια να τη ζήσουν. Από το Δεκέμβρη του 2008, όταν τα αστικά ΜΜΕ προέβαλαν τις «άσφαιρες» διαδηλώσεις τους «μακριά από το αγριεμένο πλήθος», ως υπόδειγμα… αγωνιστικής συνέπειας και πολιτικής σοβαρότητας και υπευθυνότητας. Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τώρα τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ έδωσαν χώρο και χρόνο για να δείξουν τους παμίτες να σηκώνουν τα ρολά του υπουργείου Εργασίας και να μπουκάρουν στο γραφείο της Αχτσιόγλου, όπου ο Τασούλας χτύπησε το χέρι στο υπουργικό τραπέζι, κι άλλους παμίτες να σπρώχνονται με τους μπάτσους έξω από το Μαξίμου ή να κρεμούν πανό στο Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη. «Επαναστατικές» ενέργειες δηλαδή. Οσο για την ομιλία του Κουτσούμπα στη Βουλή, δε φείστηκαν επαίνων: «Ο Κουτσούμπας σήκωσε το γάντι», «Πόλεμο κατά του ΣΥΡΙΖΑ κηρύσσει το ΚΚΕ» και άλλα τέτοια… ανατριχιαστικά.
Οι μνημονιακές εφημερίδες κάνουν αντιπολιτευτική σπέκουλα. Θα συμφωνήσουν και οι του Περισσού μ' αυτή την εκτίμηση, αλλά θα σηκώσουν τους ώμους: «Και τι φταίμε εμείς γι' αυτό;». Μεταξύ μας, υποκριτικό είναι το ερώτημα. Τους αρέσει και τους παραρέσει αυτή η προβολή. Αλλωστε, η δράση τους προσανατολίστηκε έτσι που να εξασφαλίζει αυτή την προβολή. Ας αναρωτηθούμε: αν η δράση του Περισσού δεν ήταν στενά αντικυβερνητική και δεν έπαιρνε το χαρακτήρα του πολιτικού σόου, αν ήταν μια δράση σκληρά ταξική, που θα έκανε να πονέσει το σύστημα και όχι η κυβέρνηση, θα είχε αυτή την προβολή από τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ;
Αυτά τα ΜΜΕ ποντάρουν σε μια -έστω και μικρή- εκλογική ενίσχυση του Περισσού σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Και δυο ποσοστιαίες μονάδες να του κόψει, θα είναι κέρδος για τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, σκέφτονται. Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί ποντάρουν στον Περισσό για να «ξεπουπουλιάσει», έστω και λίγο, από τ' αριστερά τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι άλλες δυνάμεις (ΛΑΕ, Κωνσταντοπούλου, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δεν έχουν κοινοβουλευτική δυναμική και την «πληρώνουν» εξαιτίας της λογικής της «χαμένης ψήφου». Δεν παραλείπουν, πάντως, να προβάλλουν και τις «διασπάσεις» του ΣΥΡΙΖΑ στη δράση εναντίον των πλειστηριασμών, στην οποία επικεντρώνονται, σχεδόν αποκλειστικά.
Από την άλλη, αυτή η δράση του Περισσού, ακόμα και στις πιο εντυπωσιακές (για την ακρίβεια εντυπωσιοθηρικές) εκφράσεις της, δε διασαλεύει ούτε τη μνημονιακή κανονικότητα ούτε τη λειτουργία του συστήματος. Η αστική τάξη δεν έχει να φοβάται τίποτα. Εχει αποδεχτεί τη δράση του Περισσού και τη θεωρεί χρήσιμη. Ξέρει ότι υπάρχει αντιμνημονιακό ρεύμα στον ελληνικό λαό και έχει κάθε συμφέρον αυτό το ρεύμα να εκπροσωπείται πολιτικά από αυτό το κόμμα, που έχει δώσει τις εγγυήσεις του για το σεβασμό της αστικής νομιμότητας και γενικότερα της καθεστηκυίας τάξης. Οπως έλεγενα και έγραφαν πολλοί το 2008, είναι καλύτερα το παιδί να γραφτεί στην ΚΝΕ, παρά να πετάει πέτρες στους μπάτσους. Η μνημονιακή πολιτική δεν κινδυνεύει από τον Περισσό, ο καπιταλισμός δεν κινδυνεύει από τον Περισσό, οπότε οι αντι-ΣΥΡΙΖΑ μιντιακές δυνάμεις έχουν κάθε λόγο να προβάλλουν τη δράση του (μολονότι οι περισσότεροι από τους αρθρογράφους τους σιχαίνονται και τους ανθρώπους του Περισσού και κάθε αναφορά στον κομμουνισμό).
Μπορεί ο Περισσός να κερδίσει εκλογικά απ' αυτού του τύπου τη δράση; Μολονότι μας είναι αδιάφορο, δε θα διστάσουμε να πούμε ότι μπορεί. Γι' αυτό, άλλωστε, επέλεξε αυτό το μπαράζ «θεάματος» ενόψει της ψήφισης του πολυνομοσχέδιου. Η ηγεσία του εκτίμησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον αναξιόπιστος (αν όχι μισητός) σε πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης (εργαζόμενων, ανέργων και συνταξιούχων), οπότε ανέβασε την ένταση της ασκούμενης αντιπολίτευσης, προσθέτοντας και το «αγωνιστικό σόου» στις κοινοβουλρυτικές ομιλίες και στις κομματικές διαδηλώσεις που και προηγούμενα χρησιμοποιούσε.
Η τακτική αυτή είναι μια καθαρά προεκλογική τακτική. Φαίνεται και από την περιχαράκωση σε αυστηρά κομματικές εκδηλώσεις, χωρίς το παραμικρό άνοιγμα σε άλλους χώρους, αλλά και από το περιεχόμενο αυτής της τακτικής, που όπως το περιγράψαμε παραπάνω, δε δημιουργεί κανέναν κίνδυνο για το σύστημα. Οι μόνες που κινδυνεύουν, σε κάποιο μικρό βαθμό, είναι οι ψήφοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Το σημειώνουμε αυτό γιατί βλέπουμε και πάλι να αναπτύσσονται οι ιδέες ενός πολιτικού «φλερτ» από δυνάμεις που βρίσκονται στ' αριστερά του Περισσού. Δεν αναφερόμαστε στα «ορφανά» του ΣΥΡΙΖΑ, που μέσα από τις ενωτικές εκκλήσεις προσπαθούν να κερδίσουν κάποιες ψήφους σε βάρος του Περισσού (το ίδιο έκαναν και όσο ανήκαν στον προ Μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ), αλλά σε αγωνιστές και συλλογικότητες με ταξικές αναφορές.
Να ξεκαθαρίσουμε, καταρχάς, ένα ζήτημα. Δεν αναφερόμαστε στην ενιαιομετωπική δράση στο πλαίσιο π.χ. ενός συνδικάτου ή ενός χώρου εργασίας, όπου απαγορεύεται κάθε είδους πολιτικός διαχωρισμός ανάμεσα στους εργαζόμενους. Ο μόνος διαχωρισμός, που είναι μάλιστα επιβεβλημένος, αφορά τα τσιράκια της εργοδοσίας. Ολοι οι υπόλοιποι πρέπει να δώσουν από κοινού τον αγώνα, συσπειρωμένοι σε ταξική βάση και αποφασίζοντας μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Αναφερόμαστε σ' εκείνη την πολιτική εκτίμηση που διαχωρίζει τον Περισσό από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, στο όνομα είτε της συσπείρωσης ενός εργατικού δυναμικού στις γραμμές του, είτε (ακόμα χειρότερα) των ψευδοκομμουνιστικών αναφορών του, είτε και των δύο. Αυτή είναι μια παλιά τροτσκιστική τακτική, που έφτανε μέχρι τον αποκληθέντα «εισοδισμό». Σε κάθε περίπτωση, είναι πολιτική ουράς σε ένα αστικό κόμμα. Πολιτική που υπονομεύει την ανεξάρτητη ταξική οργάνωση και δράση.
Πριν από οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να ορίσουμε την ταξική ταυτότητα του Περισσού. Οπως γνωρίζουμε από τη θεωρία, η ταξική ταυτότητα ενός πολιτικού κόμματος δεν καθορίζεται από την κοινωνική σύνθεση των μελών του, αλλά από το πρόγραμμα, τη στρατηγική και την τακτική του. Αν κρίναμε με βάση την κοινωνική σύνθεση, τότε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που ακόμα και σήμερα συσπειρώνουν ευρύτατες εργατικές μάζες, θα ήταν οι βασικότεροι σύμμαχοι του επαναστατικού κινήματος.
Ο χώρος δεν επιτρέπει απόδειξη (το έχουμε κάνει προ πολλών ετών, σε εκτενέστατο άρθρο στη Μαρξιστική Λενινιστική Επιθεώρηση), όμως όποιος έχει διαφορετική άποψη θα πρέπει να την καταθέσει για να συζητηθεί. Να συζητηθεί με βάση τα δεδομένα της θεωρίας και της πράξης του εν λόγω κόμματος και όχι με συναισθηματικές αναφορές. Εμείς θεωρούμε τον Περισσό ένα αστικό κόμμα με εργατική, μικροαστική και αστική κοινωνική σύνθεση. Επομένως, δεν υπάρχουν περιθώρια πολιτικής συνεργασίας μ' αυτό το κόμμα (αναφερόμαστε σε γενική πολιτική συνεργασία και όχι σε ενδεχόμενες ad hoc συνεργασίες ή μάλλον συνευρέσεις σε πολιτικά ή κοινωνικά μέτωπα που ανοίγονται).
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η συμπερίληψη αυτού του κόμματος στις «εργατικές δυνάμεις» (γενικόλογη αναφορά που διευκολύνει την οπορτουνιστική παρέκκλιση) το διευκολύνει να συσπειρώνει εργατικές και νεολαιίστικες δυνάμεις στις γραμμές του. Είναι ένα είδος αριστερών διαπιστευτηρίων, που θολώνουν το τοπίο και εμποδίζουν την αναγκαία αντιπαράθεση. Γιατί ειδικά με δυνάμεις όπως ο Περισσός (και όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι να γίνει εξουσία αναγνωριζόταν επίσης ως «αριστερή», ου μην και «αντικαπιταλιστική» δύναμη) το ταξικό-επαναστατικό κίνημα πρέπει να βρίσκεται σε σκληρή ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση. Αντιπαράθεση «εφ' όλης της ύλης»: θεωρητική, ιστορική, προγραμματική, στρατηγική και τακτική.
Πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί ταξικά το εργατικό κίνημα, σε πολιτική βάση πρωτίστως, αν όχι σε σκληρή σύγκρουση των επαναστατικών πρωτοποριών με τον κάθε είδους ρεβιζιονισμό και οπορτουνισμό, που -για να θυμηθούμε μια παλιά τριτοδιεθνιστική έκφραση- εκπροσωπεί την αστική τάξη μέσα στο εργατικό κίνημα; Αλλοτε, η τακτική της ρήξης με τα αστικά-οπορτουνιστικά κόμματα θεωρούνταν «αλφαβήτα» για τους επαναστάτες κομμουνιστές. Σήμερα, μετά από τόσες δεκαετίες αναθεωρητικών μεταλλάξεων και σε συνθήκες ήττας του εργατικού κινήματος, πρέπει να ξεκινήσουμε από την «αλφαβήτα».
Είναι χρήσιμο να βουτάμε στην ιστορία του εργατικού κινήματος και να αντλούμε απ' αυτήν κατευθυντήριες γραμμές. Ας θυμηθούμε, λοιπόν, το «Τί να κάνουμε;» του Λένιν, την πάλη ενάντια στους οικονομιστές της εποχής του, τη θεωρία για την ανάγκη συγκρότησης ενός ταξικά ανεξάρτητου πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης. Πηγαίνοντας παραπίσω, ας θυμηθούμε την πάλη των Μαρξ και Ενγκελς, από τα νεανικά τους χρόνια ήδη, ενάντια σε όλες τις «αιρέσεις» που άνθιζαν τότε μέσα στο νεαρό εργατικό κίνημα της Ευρώπης. Μ' αυτόν τον μπούσουλα πρέπει να κινηθούμε, αν θέλουμε πραγματικά να οικδομήσουμε ένα επαναστατικό εργατικό κίνημα.
Πέτρος Γιώτης