ως πότε, σύντροφοι, με τα σκατά;
Στην κοσμική ατζέντα των ημερών, ας μην παραλείψουμε να σημειώσουμε και την τερατογένεση που καταγράφει η ιστορία πριν από 77 χρόνια, στις 2 Ιούνη (καμία σχέση με το ομώνυμο κίνημα) του 1940. Γεννήθηκε με έξι δάχτυλα (δεν έχουμε επίσημη διάψευση) ο υιός της Φρειδερίκης Κωνσταντίνος Β΄ Γκλύξμπουργκ, ο οποίος αργότερα έμελλε να γίνει βασιλιάς της Ελλάδας. Κι όπως όλα δείχνουν, μάλλον δεν θα είναι αυτός που θα πάρει την Πόλυ και θα παραμείνει με την Αννα-Μαρία.
«Μην ξεχνάτε ότι η μπουρζουαζία μας είναι και αγράμματη και φοβερά εκδικητική. Την τρομάρα που πήρε από το αντάρτικο και τα Δεκεμβριανά δεν εννοεί να την ξεχάσει. Φοβήθηκε πάρα πολύ» (Ηλίας Πετρόπουλος).
Μαράζωνε απ' τον καημό δυο μέτρα παλικάρι
κι οι λεύκες τον ρωτούσανε τι έχει και λυπάται:
– Τι έπαθες βρε Κωνσταντή και τι σε βασανίζει;
Γιατί βογκάς καθημερ'νά κι όλο κοιτάς απάνου;
– Αχ λεύκες μου ψηλόκορμες, ένας καημός με τρώει
που χρόνια τον Τζερόνιμο ζητάω ν' ανταμώσω
όμως δεν με αφήνουνε. Δεν έχω, λένε, λόγο.
– Και γι' αυτό σκας βρε Κωνσταντή; Απλή είναι η λύση.
Τράβα δήλωσε άθεος, κομμουνιστής συνάμα
ρίξε και λίγες απειλές κατά της Εκκλησίας
και σύντομα, να δεις, θα είσαι κολλητός του Τζέρι
θα τρώτε και θα πίνετε, παρέα θα γελάτε
θα σ' αγαπά, θα σε πονά και θα σου παραστέκει.
«Ολα όσα πρέπει να ειπωθούν έχουν ήδη ειπωθεί, αλλά μιας και κανένας δεν ακούει, πρέπει να γυρίζουμε συνεχώς πίσω και να τα λέμε όλα ξανά από την αρχή» (Andre Gide).
Δεν της έφτανε της Ξάνθης που είναι γεμάτη από μνημεία, ηρώα και αγάλματα κομμουνιστοφάγων αξιωματικών και (μόνο) δεξιών και «πατριωτών» πολιτικών και άλλων, θέλει να προσθέσει και ένα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Για να μην υπάρχουν ιστορικά, πολιτικά και λοιπά κενά…
«Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε / αλλότριο πλήθος έρπει τώρα στις λεωφόρους / άλλαξαν και των προαστίων οι ονομασίες / υψώνονται άσυλα στα γήπεδα και στις πλατείες. / Ποιος περιμένει την επιστροφή σου; Εδώ οι επίγονοι / λιθοβολούν τους ξένους, θύουν σ’ ομοιώματα. / Είσαι ένας άγνωστος μες στο άγνωστο εκκλησίασμα / και από τον άμβωνα αφορίζουν τους ξένους / ρίχνουνε στους αλλόγλωσσους κατάρες» (Μανόλης Αναγνωστάκης).
Οταν θες «μη», οι θεσμοί αναλαμβάνουν… Με μνημόνια και «μ'νι μ' ώνια».
Το τσεκελέτο κι ο ζαβός από το παραθύρι
τον κάμπο αγναντεύουνε και ψάχνουνε για «λύσεις».
– Θα σε ρωτήσω ηγέτη μου, ηγέρπη δοξασμένε
τίνος είναι τα πρόβατα τ' ασημοκουδουνάτα
που χίλιασαν και μύριασαν και γέμισαν οι ράχες;
– Δικά μας είναι Γιούκλιντες. Κι αυτά και άλλα τόσα
μα και το χώμα που πατούν, τα χόρτα όλα που βόσκουν
μέχρι που βλέπεις και πιο εκεί, όλα δικά μας είναι.
– Τότες τι περιμένουμε και δεν μοσχοπουλάμε
Να 'ρθει το χρήμα άφθονο, να 'ρθουν τσοπαναραίοι
να έρθουν και επενδυτές, να ανακάμψει η χώρα;
– Δεν μας τα παίρνουν σύντροφε (συγγνώμη για τη λέξη)
τους είπα, παρακάλεσα, μα με περιφρονούνε
μ' έχουν γραμμένο και αυτοί εκεί που μ' έχουν όλοι
κι ας πόνεσα, κι ας μάτωσα, ας έβγαλα και έρπη
μέσα στην αγωνία μου να τους ικανοποιήσω
κι ας κάνω καθημερινά άπειρες κωλοτούμπες.
Το τσεκελέτο σώπασε, βούρκωσε ο ηγέρπης
που κουβαλάει στην πλάτη του τέτοιο μεγάλο βάρος
κι απέ μαζί ξεσπάσανε στα τρανταχτά τα γέλια
μονάχοι συμφωνήσανε γι' άλλα τριάντα μέτρα.
«Οταν για την αδυναμία μας μάς περιγελούν / δεν πρέπει πια να χάνουμε καιρό. / Πρέπει έτσι να το φροντίσουμε / που όλοι οι αδύναμοι να βαδίσουμε μαζί. / Και τότε κανείς πια δεν τολμά να μας περιγελάει» (Berthold Brecht).
Κοκκινοσκουφίτσα