Οταν διαβάσαμε το «ρεπορτάζ» του Γ. Παπαχρήστου, «συντάκτη ειδικών αποστολών» του Συγκροτήματος Ψυχάρη, για τη συνάντηση Λαλιώτη-Σπίρτζη σε ταβερνείο, στη διάρκεια της οποίας ο Σπίρτζης μετέφερε πρόταση Παππά, στην οποία συμφώνησε η Φώφη και μετά φιξάρισε ο Λαλιώτης τηλεφωνικά με τους Βούτση και Φλαμπουράρη, βάλαμε πολλά ερωτηματικά. Οχι τόσο για τη διαδικασία, αλλά για το περιεχόμενο του θρυλούμενου «ντιλ».
Σύμφωνα με τον Παπαχρήστο, το ΠΑΣΟΚ θα ψήφιζε τις τροπολογίες Παππά για το νόμο του, ενώ οι Τσιπραίοι θα μείωναν τη συμμετοχή των παλιοπασόκων στην κυβέρνηση (γι' αυτό πήραν τον πούλο Μπόλαρης, Τζάκρη και Μάρδας), δε θα υπουργοποιούσαν Ξενογιαννακοπούλου και Τζουμάκα και δε θα στρίμωχναν τον Σαλαγιάννη στην Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια των κομμάτων.
Παράξενο «ντιλ», αλλά στον κόσμο της ίντριγκας ανάμεσα στα αστικά κόμματα τίποτα δεν αποκλείεται. Και δεν ακούστηκε καθόλου πειστική η διάψευση του Λαλιώτη, ότι έτυχε να βρεθεί αυτός με την παρέα του και ο Σπίρτζης με τη δική του στο ταβερνείο, όπου «εκτός από μια σύντομη φιλοφρόνηση σε ανοιχτό χώρο και με την παρουσία άλλων προσώπων, δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική συζήτηση, κανένα παρασκήνιο και πολύ περισσότερο κανένα “προξενιό“ και κανένας “αρραβώνας“». Ακόμα και σ' ένα τέτοιο «τυχαίο» ραντεβού, πάντοτε βρίσκεται ο χρόνος για μια σύντομη προκαταρκτική συζήτηση, η οποία μετά ολοκληρώνεται σε άλλες επαφές, οι οποίες μένουν κρυφές. Και βέβαια, σημειώσαμε το άκρως φιλικό ύφος της επιστολής Λαλιώτη, σε αντίθεση με την οξύτητα της επίσημης ανακοίνωσης του ΠΑΣΟΚ, καθώς και τη συγκατάβαση με την οποία δέχτηκε την επιστολή Λαλιώτη ο Παπαχρήστος, αλλά και το πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα που έκανε ο ίδιος. Είναι σαν και τα δύο μέρη να παραδέχτηκαν ότι «κάτι έτρεξε», όμως το καθένα από τα παιδιά διατήρησε διαφορετική άποψη για τη «διαδικασία».
Δεν ήμασταν στο ταβερνείο (δεν το σηκώνει και η τσέπη μας να συχνάζουμε σε τέτοια μέρη), δεν είδαμε την επαφή Λαλιώτη-Σπίρτζη, δεν μπορούμε να έχουμε άποψη αν απ' αυτή ξεκίνησε το «ντιλ». Το μόνο βέβαιο είναι ότι κάποιο «ντιλ» έγινε (εκεί ή κάπου αλλού) κι αυτό αποδεικνύεται από τα γεγονότα. Τα γεγονότα που επικαλείται ο Παπαχρήστος συνέβησαν (το ΠΑΣΟΚ βάδισε μαζί με την κυβέρνηση σε όλες τις φάσεις της υλοποίησης της υποχώρησης των Τσιπραίων από το νόμο Παππά, οι παλιοπασόκοι του ΣΥΡΙΖΑ αραίωσαν από την κυβέρνηση, νέοι δεν μπήκαν και ο Σαλαγιάννης έκανε έναν υγιεινό περίπατο στην Εξεταστική, χωρίς να αντιμετωπίσει ιεροεξεταστικού τύπου ερωτήσεις από τους γνωστούς συριζαίους), όμως κανείς δεν μπορεί να πει ότι αυτό ήταν το ακριβές περιεχόμενο της συναλλαγής ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Η ίδια η διαδικασία της απεμπλοκής στο ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, που με αγωνία επιζητούσε η κυβέρνηση μετά τη νίλα της στο ΣτΕ, ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος μια αλυσίδα από «ντιλ» ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα κόμματα της μνημονιακής αντιπολίτευσης, με το ΠΑΣΟΚ να έχει προσχωρήσει από την αρχή και να στηρίζει την κυβέρνηση σε κάθε βήμα υποχώρησης που έγινε. Η ΝΔ, όμως, δεν τσίμπησε και ακολούθησε τη δική της τακτική, ακόμα κι όταν είχε απομείνει μόνη. Οταν έκρινε ότι δεν μπορεί να το τραβήξει άλλο, συμφώνησε στην εκλογή του ΕΣΡ, αφού όμως πήρε τον πρόεδρο και ένα ακόμα μέλος στο ΕΣΡ (αποκλείοντας ισάριθμους συριζαίους) και αφού ο Παππάς υποχρεώθηκε σε μια ακόμα εξευτελιστική δήλωση και ο Βούτσης επιβεβαίωσε δημόσια πως εγγυάται πως τα πάντα θα αποφασιστούν από το ΕΣΡ και ο αριθμός των αδειών θα αυξηθεί.
Αν αφαιρέσουμε το στοιχείο της ίντριγκας, για τις διαδικασίες της οποίας δεν μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά (και δεν έχει και σημασία), εκείνο που μένει είναι το πρόβλημα πολιτικής στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ, που τροφοδοτεί συνεχή δημόσια επεισόδια μιας κρίσης που μαίνεται με αδιάλειπτη ένταση στο κομματικό παρασκήνιο. Πρόκειται για μια κρίση που πλήττει μεν το ΠΑΣΟΚ, όμως αφορά τις συμμαχίες πολιτικής διακυβέρνησης που θα σχηματιστούν στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Υπάρχουν από τη μια ο Βενιζέλος με τους λίγους υποστηρικτές του, που θέλουν το ΠΑΣΟΚ ουρά της ΝΔ, απαιτώντας από την ηγεσία του να στηρίζει την πολιτική Μητσοτάκη, που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «να φύγει η κυβέρνηση – εκλογές τώρα». Παρά τα όσα λέει ο Βενιζέλος, ότι αγωνίζεται για τη νίκη του ΠΑΣΟΚ, η πολιτική στρατηγική που επιλέγει είναι η στρατηγική του κόμματος-τσόντα. Ομως τσόντα αποκλειστικά της ΝΔ. Πόσο πολιτικά επεξεργασμένη είναι αυτή η στρατηγική και πόσο οφείλεται στο προσωπικό κόμπλεξ του Βενιζέλου έναντι του Τσίπρα, στο πληγωμένο σύνδρομο μεγαλοπρέπειας που τον κατατρύχει και στο γεγονός ότι με τη ΝΔ έχει ήδη συνεργαστεί κυβερνητικά, δε θα το εξετάσουμε. Σημασία δεν έχουν οι προθέσεις, αλλά το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα της «στρατηγικής Βενιζέλου» είναι η στήριξη στη ΝΔ, με σκοπό τη συγκυβέρνηση μ' αυτήν το συντομότερο δυνατόν.
Από την άλλη υπάρχουν οι ξεπεσμένοι βαρόνοι του παλιού ΠΑΣΟΚ (Λαλιώτης, Σκανδαλίδης), που κινούν τα νήματα της Φώφης, συν ο Λοβέρδος, που έχει προσκολληθεί σ' αυτούς. Και αυτοί λένε ότι αγωνίζονται για τη νίκη του ΠΑΣΟΚ, ότι προσβλέπουν στον επαναπατρισμό ψηφοφόρων που μετά το 2010 μετακινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν πιστεύουν ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να γίνει σύντομα το δεύτερο κόμμα. Στρατηγική κόμματος-τσόντα έχουν και αυτοί, αλλά δεν αποκλείουν συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνο στο μέλλον, αλλά ακόμα και στη διάρκεια της παρούσας βουλευτικής περιόδου, η οποία συνταγματικά λήγει το Σεπτέμβρη του 2019 και μπορεί να «γεννήσει» και άλλες εκδοχές συγκυβέρνησης εκτός από αυτή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Η τακτική αυτή, που είναι εμφανώς πλειοψηφική στο ΠΑΣΟΚ, από τη μια ποντάρει στα εναπομείναντα αντιδεξιά σύνδρομα (ώστε να μην επιτρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ να εγκλωβίσει ψηφοφόρους που ενδεχομένως θα μετακινούνταν προς το ΠΑΣΟΚ), ενώ από την άλλη βρίσκεται σε αρμονία με τις (καθόλου ευγενικές) υποδείξεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για συνεργασία με τον Τσίπρα, χωρίς παράλληλα να κλείνουν οι πόρτες για συνεργασία με τη ΝΔ, αν παραστεί ανάγκη. Οπως λένε με νόημα η Φώφη και οι υπόλοιποι, αν είχαν κρυφή συμφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα ψήφιζαν και τον εκλογικό νόμο. Ομως, τότε προτίμησαν να ψηφίσουν μαζί με τη ΝΔ και το Ποτάμι, φράζοντας έτσι το δρόμο στον ΣΥΡΙΖΑ. Από τότε μέχρι τώρα, βέβαια, έχει περάσει καιρός και τα πράγματα στην πολιτική δεν μένουν στάσιμα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν κάνει τη συμφωνία πρόσφατα.
Γεγονός είναι ότι αυτή η στρατηγική επιτρέπει στο ΠΑΣΟΚ μεγαλύτερη τακτική ευελιξία. Μπορεί να πηγαίνει πότε με τη ΝΔ και πότε με τον ΣΥΡΙΖΑ και να ισχυρίζεται ότι κάνει πολιτική αρχών, ακολουθώντας ανεξάρτητο δρόμο. Ετσι, βουλώνει και τα στόματα εκείνων των παραγόντων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (γάλλων και ιταλών κυρίως) που πιέζουν τη Φώφη για συνεργασία με τον Τσίπρα.
Ο Βενιζέλος έχει τη στήριξη ορισμένων από τους βαρόνους των μίντια (Ψυχάρης, Αλαφούζος), οι οποίοι αισθάνονται προδομένοι από τους Τσιπραίους και ευχαρίστως θα ήθελαν να τους δουν να καίγονται στην πυρά (το ίδιο ακριβώς αισθάνεται και επιθυμεί και ο Βενιζέλος). Αυτοί οι βαρόνοι στηρίζουν τον Μητσοτάκη με όποιον τρόπο μπορούν και θέλουν να δουν τη συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων εντελώς απομονωμένη, ώστε κάποια στιγμή να υποκύψει και να πάει σε εκλογές. Δεν μπορεί, όμως, ένα αστικό κόμμα, ακόμα και ένα μικρό κόμμα σαν το σημερινό ΠΑΣΟΚ, να μετατρέπεται σε εργαλείο μιας πολιτικής στρατηγικής που αντιστρατεύεται το ίδιο το συμφέρον του. Αν το ΠΑΣΟΚ θέλει να παραμείνει στο παιχνίδι και να ελπίζει ότι μπορεί να μοιραστεί κάποια στιγμή με τον ΣΥΡΙΖΑ την άλλοτε δική του εκλογική πελατεία, πρέπει να παραμείνει κοντά και σε διακριτή απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν γίνει ουρά της ΝΔ, όπως ευθέως ζητά ο Βενιζέλος (που δε διστάζει να δηλώσει πως αν ήταν να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα προτιμούσε να κερδίσει η ΝΔ), τότε θα βοηθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να πολώσει τα πράγματα στο πλαίσιο ενός νέου δικομματισμού, με το ΠΑΣΟΚ στη γωνία να χάνει και προς τ' αριστερά και προς τα δεξιά του.
Αυτή, λοιπόν, η σύγκρουση, που μαίνεται εδώ και καιρό γνώρισε μια ακόμα κορύφωσή της το περασμένο Σαββατοκύριακο. Φώφη και λοιποί, ποντάροντας στη συστηματική απουσία του Βενιζέλου από τις συνεδριάσεις των οργάνων, αποφάσισαν να ψηφίσουν τις κυβερνητικές τροπολογίες, αδειάζοντας τη ΝΔ. Τότε ο Βενιζέλος έγινε «τούρμπο» και άρχισε να βγάζει προς τα έξω τη διαφωνία του. Το αποκορύφωμα ήταν η συμμετοχή του στην κοινή συνεδρίαση των καθοδηγητικών οργάνων των σχημάτων της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Εισέβαλε ως ταύρος εν υαλοπωλείω και πλακώθηκε με τους πάντες, από Λοβέρδο και Κεγκέρογλου μέχρι Φώφη. Ολες οι διαρροές που έγιναν από παριστάμενους περιγράφουν έναν Βενιζέλο εκτός εαυτού, με τους άλλους να τον αφήνουν να εκτίθεται απαντώντας του ψύχραιμα και μη δίνοντας σημασία στα λεγόμενά του. Τώρα, ακούγεται και η άποψη ότι η Φώφη ετοιμάζεται να διαγράψει τον Βενιζέλο. Ακόμα κι αν αυτό σήμερα ακούγεται δύσκολο, κάποια στιγμή θα πρέπει να το κάνει, αν δε θέλει να της κάνει μαντάρα το κόμμα.