Από την εποχή ακόμη της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους τοκογλύφους-δανειστές, ο «εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος» αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη. Εκτοτε και μέχρι να υπάρξει η κατάληξη στο Eurosummit της 13ης Ιούλη, η φιλολογία για τον ΦΠΑ, τους συντελεστές του και τις μετατάξεις προϊόντων από τον ένα συντελεστή στον άλλο έδιναν και έπαιρναν, προοικονομώντας μια ακόμα ληστρική έφοδο στα ήδη τσακισμένα από την καπιταλιστική κρίση νοικοκυριά.
Οπως κατ’ επανάληψη έχει γραφεί στην «Κόντρα», ο ΦΠΑ είναι ένας εξ ορισμού αντιλαϊκός φόρος, καθότι έμμεσος. Με λίγα λόγια, είναι ένας φόρος που δεν προσαρμόζεται στην οικονομική κατάσταση του φορολογούμενου. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, που είναι ταυτόσημες με την ανισότητα, η επιβολή φόρων όπως ο ΦΠΑ μεταφράζεται σε μεγαλύτερη εξαθλίωση για τους αδικημένους.
Ο ΦΠΑ είναι ένας αντιστρόφως προοδευτικός φόρος. Δηλαδή, αν αναλογιστούμε τη συνέπεια της συγκεκριμένης έμμεσης φορολόγησης στο εισόδημα, θα διαπιστώσουμε ότι ένας σταθερός συντελεστής λειτουργεί υπέρ του κοινωνικού τμήματος που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα. Αλλο είναι να αγοράζει ένα πακέτο τσιγάρα (πληρώνοντας 23% ΦΠΑ) ένας «εργαζόμενος» με voucher των 500 ευρώ μηνιαίως και άλλο ο Βαρδινογιάννης. Μεγαλύτερο ποσοστό φορολόγησης αναλογεί στον πρώτο παρά στον δεύτερο.
Μιλώντας για την ανισότητα και προκειμένου να αποδώσουμε το φόντο της συνολικότερης κατάστασης, αναφέρουμε ότι σε έκθεσή του ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί πως η οικονομική ανισότητα στην Ελλάδα έχει φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα, με το 1% του πληθυσμού να κατέχει το 14,9% του εθνικού πλούτου και το φτωχότερο 40% να κατέχει μόλις το 4,9%. Ενδεικτικά, ο δείκτης S80/S20, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ανέρχεται στο 6,6%. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει 6,6 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 80%. Επομένως, η ανισότητα δεν είναι κάτι φαντασιακό αλλά αποτυπώνεται (αρκετά υποτιμημένη το δίχως άλλο) και σε επίσημες στατιστικές.
Εχοντας συνθέσει το «τοπίο», ας εξετάσουμε αναλυτικότερα τα αποτελέσματα του ΦΠΑ. Αρχικά, πρέπει να δούμε τη σημασία του συγκεκριμένου φόρου για το κράτος. Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για την περίοδο 1988-2011, η έμμεση φορολόγηση συνεισφέρει στα γενικότερα φορολογικά έσοδα σε ποσοστό της τάξης του 60% και σε αυτό το ποσοστό το 87% είναι ο ΦΠΑ. Μέχρι το 2005, οι συντελεστές του ΦΠΑ αυξήθηκαν μόνο μια φορά, ενώ από το 2009 και μετά (στα μνημονιακά χρόνια) γνώρισαν τις περισσότερες και τις μεγαλύτερες αυξήσεις τους. Από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και έπειτα, οι έμμεσοι φόροι απορροφούν περίπου το 15% (η συγκεκριμένη έρευνα φτάνει μέχρι το 2011) της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα τα φτωχότερα νοικοκυριά να ξοδεύουν ακόμα περισσότερα σε βασικά είδη όπως τρόφιμα, ένδυση και μεταφορές. Το σημερινό νούμερο σίγουρα είναι μεγαλύτερο, δεδομένου ότι τα εισοδήματα των νοικοκυριών φθίνουν συνεχώς. Και βέβαια, για να επανέλθουμε στη λογική της έμμεσης φορολόγησης (σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού), το χρονικό διάστημα 1988-2011 το φτωχότερο 20% του πληθυσμού είδε να αυξάνεται το ποσοστό των φόρων που πλήρωνε κατά 4%, ενώ το πλουσιότερο 20% κατά 2%.
Μέσα στη θεωρία, λοιπόν, υπάρχει η παραδοχή ότι οι έμμεσοι φόροι επιβαρύνουν τους φτωχότερους, γι’ αυτό μια αναδιανεμητική λύση είναι η επικέντρωση στους άμεσους φόρους, όπως ο Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων με τις εκπτώσεις που παρέχει. Βέβαια, εδώ προκύπτει ακόμα μια αντίφαση. Πώς θα εισπράξει ένα κράτος και θα αντισταθμίσει αυτή την αδικία, όταν η ανεργία -σύμφωνα με τα δημοσιευμένα (και υποεκτιμημένα) στοιχεία- φτάνει το 27%; Οταν ένας στους τρεις περίπου δεν έχει εισόδημα, τι να «συνεισφέρει» στην κρατική μηχανή;
Προσπερνώντας αυτό το ρητορικό ερώτημα, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των φόρων προς τα συνολικά έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης βαίνει συνεχώς μειούμενο: από το 0,87% που ήταν το 2004, φτάνει στο 0,79% το 2013, όταν στην Ευρωζώνη την ίδια περίοδο είναι περίπου σταθερό στο 0,91%. Φυσικά, ούτε λόγος για το Φόρο Εισοδήματος Νομικών Προσώπων (των επιχειρήσεων, δηλαδή). Εκεί η αντίστοιχη σχέση προς τα συνολικά έσοδα μειώνεται ακόμα πιο πολύ (από 2,8% το 2005 στο 1,1% το 2012), αφού εκεί παίζονται τα κέρδη των καπιταλιστών.
Τα συμπεράσματα; Πρώτον, ο ΦΠΑ (όπως και όλοι οι φόροι βέβαια) είναι ένα ακόμα εργαλείο απομύζησης των εργατών, που μειώνει ακόμα περισσότερο τα μέσα συντήρησής τους οδηγώντας τους στην εξαθλίωση. Είτε αυξάνοντας τους συντελεστές είτε μεταφέροντας βασικά αγαθά σε μεγαλύτερο συντελεστή, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Δεύτερον, επειδή το Μνημόνιο-3 έφτασε και τα μέτρα όπως «ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος» θα παρουσιαστούν ως απινιδωτές της ελληνικής οικονομίας, μπορούμε με μαθηματική ακρίβεια να προδιαγράψουμε το επερχόμενο φιάσκο. Τα φορολογικά έσοδα του κράτους δε θα αυξηθούν, αφού θα πέσει η βασική μεταβλητή του ελληνικού ΑΕΠ: η κατανάλωση. Αλλά, ακόμα και αν αυξηθούν οριακά (που αποκλείεται λόγω και της φοροδιαφυγής), η οικονομία δεν πρόκειται να «πάρει μπρος», όπως μας τάζουν. Τρίτον, οι τοκογλύφοι – δανειστές επιχειρούν με τέτοια μέτρα να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι, δείχνοντας ουσιαστικά πώς λειτουργεί ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός. Συνδυάζοντας τα τρία αυτά συμπεράσματα, προκύπτει η ανάγκη να μην αφήσουμε το συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα να μας εξαθλιώνει περαιτέρω με τις πολιτικές του.