Με φανερές πλέον τις αντιδραστικές – αντιεκπαιδευτικές του πλευρές, η έβδομη κατά σειρά εκδοχή του πολυνομοσχέδιου-κουρελού του υπουργείου Παιδείας «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα και άλλες διατάξεις» «διέρρευσε» και πάλι, ενώ αναμένεται αυτή την εβδομάδα να δοθεί σε δημόσια διαβούλευση.
Η έβδομη εκδοχή επιβεβαιώνει την άποψη που εκφράσαμε όταν το πολυνομοσχέδιο ήρθε για πρώτη φορά στο φως (Κόντρα, αρ. φύλ. 819), ότι δηλαδή οι ρυθμίσεις του «είναι ενδεικτικές των προθέσεων του υπουργείου Παιδείας να κοιτά ταυτόχρονα με ένα πρόσωπο στο παρελθόν της κατασταλτικής λογικής και των κατευθύνσεων που χαράζει ο Κοινός Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και ο ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση και το άλλο στο μέλλον με κάποιες δημοκρατικές ή ψευδοδημοκρατικές αλλαγές».
Η τακτική είναι η γνωστή ρεφορμιστική τακτική των συριζαίων: στρογγυλέματα, μεσοβέζικες λύσεις, απαλοιφή κάποιων ακραίων πλευρών των προηγούμενων αντιδραστικών νομοθετημάτων (κυρίως του νόμου Διαμαντοπούλου 4009/2011 και του νομοθετικού πλαισίου για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών), επινόηση νέων λέξεων και όρων που ως προς το περιεχόμενο και την ουσία είναι ακριβής αντιγραφή των παλαιών όρων, αλλά και εμμονή στον αυταρχισμό.
Σημειώνουμε ότι οι ρυθμίσεις του πολυνομοσχέδιου παραμένουν σχεδόν ανέπαφες σε σχέση με την πρώτη εκδοχή (π.χ. πανεπιστημιακό άσυλο), αν και το πολυνομοσχέδιο «διορθώθηκε» υποτίθεται αρκετές φορές από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που δείχνει και τη συστράτευση του συριζαίικου μπλοκ σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Στο σημείωμα αυτό θα σταθούμε κυρίως στη ρύθμιση για τα πενταετή πτυχία αδιάσπαστων σπουδών που ισοδυναμούν πλέον με master (άρθρο 11), καθώς και στο άρθρο 45 «Προγραμματισμός και κριτική αποτίμηση της δράσης των σχολικών μονάδων», που αφορά στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, επειδή τώρα υπάρχει πιο καθαρή εικόνα.
Προηγουμένως, όμως, παραθέτουμε εν συντομία τις σπουδαιότερες ρυθμίσεις που αναφέρονται κυρίως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:
♦ Καταργούνται τα κακόφημα Συμβούλια Ιδρυμάτων στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Οι αρμοδιότητές τους ασκούνται από τη Σύγκλητο, το Πρυτανικό Συμβούλιο, τον Πρύτανη και τους Αντιπρυτάνεις. Καταργείται η εκλογή των Πρυτανικών Αρχών με τη διαδικασία προεπιλογής από το Συμβούλιο Ιδρύματος, καθώς και η ηλεκτρονική ψήφος.
Τα μονοπρόσωπα όργανα (Πρύτανης, Αντιπρυτάνεις, Κοσμήτορες, Πρόεδροι, Διευθυντές Τομέων) εκλέγονται από το σύνολο των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, με τη συμμετοχή και των φοιτητών, με καθολική μυστική ψηφοφορία με κάλπη και αυτοπρόσωπη παρουσία του σώματος των εκλεκτόρων.
Η κατάργηση των Συμβουλίων διοίκησης που αποτελούσαν τους τοποτηρητές της εφαρμογής των κατευθύνσεων του επιχειρηματικού πανεπιστήμιου, της προεπιλογής από αυτά των υποψηφιοτήτων για την εκλογή των πρυτάνεων και της ηλεκτρονικής ψήφου, που καταστρατηγούσαν το περίφημο «αυτοδιοίκητο» των ΑΕΙ, ικανοποιεί τη συνταγματική επιταγή και το αίσθημα της πλειοψηφίας των πρυτάνεων και της πανεπιστημιακής κάστας (που για τους δικούς της λόγους δεν επιθυμεί δερβέναγα στο κεφάλι της που υπονομεύει τη θέση της και το δικό της ρόλο), με την οποία οι συριζαίοι διατηρούν παραδοσιακά δεσμούς ιδεολογικούς, κομματικούς, συνδικαλιστικούς.
♦ Η λειτουργία των συλλογικών οργάνων (Σύγκλητος, Κοσμητεία, Γενική Συνέλευση Τμήματος, Γενική Συνέλευση Τομέα) ενισχύεται με τη συμμετοχή φοιτητών και εργαζομένων.
Πρόκειται για τη γνωστή συνδιοίκηση, με καθορισμένο το ρόλο και τη φύση του πανεπιστήμιου στον καπιταλισμό.
♦ Αναγνωρίζεται «για τα μάτια» το ακαδημαϊκό άσυλο.
Πρόκειται για μια ψευδεπίγραφη αναγνώριση, αφού διατηρούνται ανέπαφες όλες οι σχετικές ρυθμίσεις του νόμου Διαμαντοπούλου. Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται καν το πανεπιστημιακό άσυλο, τόσο για τους εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητές, πανεπιστημιακούς καθηγητές, εργαζόμενους στα πανεπιστήμια), όσο και για τους εκτός, αφού, σύμφωνα με το πολυνομοσχέδιο και το νόμο Διαμαντοπούλου, οι δυνάμεις καταστολής μπορούν ανά πάσα στιγμή να μπουκάρουν στους πανεπιστημιακούς χώρους, χωρίς καμιά άδεια από κανένα όργανο, εάν κρίνουν ότι τελούνται «αξιόποινες πράξεις», για τις οποίες εφαρμόζεται «η κοινή νομοθεσία».
♦ «Αιώνιοι φοιτητές»
Η ιδιότητα του φοιτητή αποκτάται με την εγγραφή στο Τμήμα στην αρχή κάθε εξαμήνου και, με την επιφύλαξη της περίπτωση δ’ της παραγράφου 9 του άρθρου 80 που αφορά διακοπή φοίτησης, διατηρείται μέχρι την απονομή του τίτλου σπουδών σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών. Φοιτητές που έχουν υπερβεί τον ελάχιστο χρόνο φοίτησης σύμφωνα με το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών του οικείου Τμήματος προσαυξανόμενο κατά δύο έτη δεν δικαιούνται παροχές σίτισης, στέγασης και διευκολύνσεων για τις μετακινήσεις τους, εκτός και εάν ορίζεται διαφορετικά στον Εσωτερικό Κανονισμό του οικείου ΑΕΙ.
Και ακόμη:
«Η επανεγγραφή φοιτητών που απώλεσαν αυτοδικαίως τη φοιτητική τους ιδιότητα δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 49 του ν.4009/2011 (Α’ 195) πραγματοποιείται με έγγραφη αίτησή τους στο Τμήμα ή στη μονοτμηματική Σχολή».
Η κατάργηση της απροκάλυπτα ταξικής και φασιστικής διάταξης του νόμου Διαμαντοπούλου για τους λεγόμενους «αιώνιους φοιτητές», που έπληττε ιδιαίτερα τους φοιτητές τους προερχόμενους από αδύναμα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα που για βιοποριστικούς λόγους εξαναγκάζονται να διακόψουν τη συνέχεια των σπουδών τους και η οποία επέβαλε γενικώς την τρομοκρατία και την πειθάρχηση στα πανεπιστήμια, εξαναγκάζοντας ουσιαστικά τους φοιτητές να αφοσιώνονται αποκλειστικά στις σπουδές και να απαρνούνται κάθε πολιτική και συνδικαλιστική δραστηριότητα (προϋποθέσεις απαραίτητες για τη λειτουργία του πανεπιστήμιου με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια) ήταν απαραίτητη γιατί και μόνο η ύπαρξή της «έβγαζε μάτι» και έβαζε απέναντι το φοιτητικό κίνημα. Αλλωστε, το πρόβλημα των «αιώνιων φοιτητών» είναι ουσιαστικά ψευδοπρόβλημα, καθώς αυτοί δεν επιβαρύνουν σε τίποτε το δημόσιο πανεπιστήμιο.
♦ Το πολυνομοσχέδιο διατηρεί τη φιλοσοφία της αντιστοιχίας των πανεπιστημιακών σπουδών με Εκπαιδευτικές Μονάδες.
Η πρακτική αυτή γίνεται δήθεν για να μπορεί να διαπιστώνεται αντιστοιχία πανεπιστημιακών σπουδών και πτυχίων μεταξύ των διάφορων ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα ισχύοντα στον Κοινό Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης. Πρόκειται για εφαρμογή της Διακήρυξης της Μπολόνια.
Οπως αναφέραμε και παραπάνω η έβδομη εκδοχή του πολυνομοσχέδιου περιλαμβάνει τη ρύθμιση για τα πενταετή πτυχία (άρθρο 11). Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι τα διπλώματα που απονέμονται κατόπιν επιτυχούς ολοκλήρωσης Προγράμματος Σπουδών με χρόνο φοίτησης ίσο ή μεγαλύτερο με πέντε έτη, αναγνωρίζονται ως Ενιαίο και Αδιάσπαστο Δίπλωμα Μεταπτυχιακού Επιπέδου (Integrated Master: Master of Science) και κατατάσσονται στο 7ο επίπεδο του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων.
Αντίστοιχα τα πτυχία ή διπλώματα που απονέμονται κατόπιν επιτυχούς ολοκλήρωσης Προγράμματος Σπουδών με χρόνο φοίτησης ίσο με τέσσερα έτη κατατάσσονται στο 6ο επίπεδο του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων και είναι ισοδύναμα με πτυχία Bachelor.
Τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) οδηγούν σε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.), το οποίο ισοδυναμεί με Master of Science στην ειδίκευση και αποτελεί πρόσθετο προσόν και όχι προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος.
Τα παραπάνω προϋποθέτουν την έκδοση Υπουργικής Απόφασης από τον υπουργό Παιδείας.
Τη ρύθμιση αυτή την κατακρίναμε από την πρώτη στιγμή που τέθηκε ως ιδέα και απαίτηση από το ΕΜΠ, το ΤΕΕ και το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, τονίζοντας ότι πρόκειται για καραμπινάτο συντεχνιακό αίτημα, που σηματοδοτεί έμμεση αποδοχή της κακόφημης Μπολόνια, που ορίζει ότι το βασικό πτυχίο (bachelor) αποκτάται μετά από τριετείς σπουδές. Οταν οι πενταετείς αδιάσπαστες σπουδές οδηγούν σε master, αυτόματα εξισώνονται όλες οι υπόλοιπες σπουδές των ελληνικών πανεπιστημίων, που είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία τετραετείς, με τον πρώτο τριετή κύκλο της Μπολόνια. Κοντολογίς, υποβαθμίζονται.
Με το άρθρο 45 έχουμε και την ολική επαναφορά της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, μέσω της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας.
Βέβαια, αυτό αποκρύπτεται επιμελώς, αλλά όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων -και συνεπώς η κατηγοριοποίησή τους- που θα έρθει ως φυσική συνέπεια της «αυτοαξιολόγησής» τους, θα σηματοδοτήσει στη συνέχεια και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Αλλωστε η επιμονή από τους συριζαίους, παρά τα αιτήματα των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, στη μη ακώλυτη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών, όπως και οι δηλώσεις Κατρούγκαλου ότι από τη «μη τιμωρητική» αξιολόγηση που ετοιμάζεται για τους δημόσιους υπάλληλους θα εξαρτάται η εξέλιξή τους, εκεί παραπέμπουν.
Το υπουργείο Παιδείας επαναφέρει τον μπαμπούλα της αξιολόγησης, μεταμορφωμένο τάχα σε άδολο άγγελο, όχι μόνο γιατί έχει αυτή τη λογική του αυταρχισμού και του ελέγχου ως πλοκάμι ενός αστικού κόμματος διαχείρισης του καπιταλισμού, αλλά και επειδή η αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα είναι στρατηγικός στόχος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ΕΕ. Εξ ου και οι αναφορές στην «ανταποδοτικότητα» και την «αποτελεσματικότητα» και σε κοινωνικούς θεσμούς, όπως η Παιδεία.
Στο πολυνομοσχέδιο ακολουθείται, βεβαίως, η προσφιλής τακτική του καμουφλάζ. Η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων βαφτίζεται «Προγραμματισμός και κριτική αποτίμηση της δράσης των σχολικών μονάδων», η «αυτοαξιολόγηση» σε ετήσια βάση λέγεται «ετήσιος προγραμματισμός», τα «σχέδια δράσης» λέγονται «πρόγραμμα δράσης» και η «έκθεση αξιολόγησης» γίνεται «απολογιστική έκθεση» και οι «ομάδες εργασίας», «ομάδες εκπαιδευτικών».
Αφαιρούνται οι αξιολογικές αρμοδιότητες του διευθυντή της σχολικής μονάδας, αλλά έχουμε και πάλι άμεση εμπλοκή των σχολικών συμβούλων, αλλά και των διευθυντών εκπαίδευσης. Αφαιρούνται επίσης τα σημεία δημοσιοποίησης της έκθεσης αυτοαξιολόγησης στους γονείς και μαθητές, καθώς και η ανάρτηση στο παρατηρητήριο και παραμένουν οι ομάδες εργασίας στο πλαίσιο του συλλόγου διδασκόντων.
Η διαδικασία θα γίνεται ως εξής:
Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς ο σύλλογος διδασκόντων, σχεδιάζει τον «προγραμματισμό του ετήσιου σχολικού έργου» και τον υποβάλλει στους σχολικούς συμβούλους, οι οποίοι υποχρεούνται να διατυπώσουν αιτιολογημένη γνώμη επ’ αυτού.
O σύλλογος διδασκόντων, σε τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, συζητά επί της πορείας του αρχικού προγραμματισμού και προβαίνει στις απαιτούμενες διορθωτικές κινήσεις. Παράλληλα, όπου είναι εφικτό, δημιουργούνται «ομάδες εκπαιδευτικών» ανά ειδικότητα, με στόχο τον από κοινού σχεδιασμό και την ανατροφοδότηση σε συνεργασία με τους αρμόδιους σχολικούς συμβούλους.
Στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς ο σύλλογος διδασκόντων, συντάσσει «απολογιστική έκθεση», λαμβάνοντας υπόψη: α) την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί στο «πρόγραμμα δράσης» και β) τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν κατά την υλοποίηση αυτών των εκπαιδευτικών στόχων. Στην ίδια έκθεση διατυπώνονται προτάσεις βελτίωσης για την επόμενη σχολική χρονιά.
Οι σχολικοί σύμβουλοι εκφράζουν αιτιολογημένες απόψεις επί της απολογιστικής έκθεσης των συλλόγων διδασκόντων. Κατά τον προγραμματισμό της επόμενης σχολικής χρονιάς λαμβάνονται υπόψη οι προτάσεις των σχολικών συμβούλων επί του απολογισμού της προηγούμενης σχολικής χρονιάς.
Οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης οφείλουν να ενημερώνουν τακτικά τις σχολικές μονάδες της αρμοδιότητάς τους για όλες τις αντίστοιχες δραστηριότητες, προγράμματα και δράσεις.
Οπως και στο παρελθόν «οι λεπτομέρειες» της εφαρμογής του παρόντος άρθρου θα ρυθμιστούν με Υπουργική Απόφαση. Οι συριζαίοι αφήνουν, προς το παρόν, για το επόμενο διάστημα την ανακοίνωση της «λυπητερής». Γιατί το σημείο αυτό είναι διάπλατα ανοιχτό παράθυρο για τον καθορισμό στη συνέχεια όλων των «γκρίζων» σημείων της αξιολόγησης, όπως των δεικτών και κριτηρίων, των επιπτώσεών της σε σχολικές μονάδες και εκπαιδευτικούς, κ.λπ.
Οπως και στο προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, για να μην προκληθεί σοκ και «άγχος» στους εκπαιδευτικούς και με απώτερο στόχο την αποτροπή δημιουργίας κινήματος αντίστασης, προβλέπεται επίσης η σταδιακή εφαρμογή αυτών των διατάξεων «σε σχολικές μονάδες που ορίζονται με υπουργική απόφαση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».