Η εκεχειρία ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα με βάση τη συμφωνία Μινσκ ΙΙ, στην οποία κατέληξαν στις 12 Φλεβάρη οι Μέρκελ, Ολάντ, Πούτιν και Ποροσένκο, σε γενικές γραμμές μέχρι στιγμής τηρείται, ενώ έχουν αποσυρθεί και από τις δύο πλευρές τα περισσότερα βαριά όπλα από τη γραμμή εμπλοκής. Το γεγονός αυτό από τη μια διχάζει την Ευρωπαϊκή Ενωση και από την άλλη έδωσε την αφορμή να βγουν στο φως πιο ανοιχτά από κάθε άλλη φορά οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση και πιο συγκεκριμένα το γαλλογερμανικό άξονα.
Οι πρώτες ανοιχτές τριβές στις σχέσεις ΗΠΑ – Ε.Ε εμφανίστηκαν στο ζήτημα των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, με το Λευκό Οίκο να πιέζει για αυστηρότερες κυρώσεις από εκείνες που ήταν διατεθειμένη να επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ενωση, και έγιναν πιο έντονες μετά την απόφαση του Κογκρέσου για την αποστολή αμερικάνικων όπλων στον ουκρανικό στρατό, η οποία υπογράφτηκε από τον Μπάρακ Ομπάμα. Η απόφαση αυτή συνάντησε την αντίθεση των Μέρκελ και Ολάντ, οι οποίοι προχώρησαν εσπευσμένα, σε συνεννόηση με τον Πούτιν και ασκώντας πίεση στον ουκρανό πρόεδρο, στη συμφωνία Μινσκ ΙΙ. Με τη Βρετανία, στενή σύμμαχο των ΗΠΑ, που έμεινε έξω από τη διπλωματική αυτή κίνηση, να δηλώνει ότι δεν θα αποδεχτεί καμιά συμφωνία για την Ουκρανία που δεν θα περιλαμβάνει τη χωρίς όρους υποχώρηση των αυτονομιστών ανταρτών και να στέλνει σε πρώτη φάση 75 εκπαιδευτές για την εκπαίδευση μονάδων του ουκρανικού στρατού. Και το Λευκό Οίκο να τηρεί στάση αναμονής μέχρι τη νέα ανάφλεξη του πολέμου.
Στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, όπως εκδηλώνονται σ’ αυτή τη φάση με επίκεντρο την Ουκρανία, ρίχνει περισσότερο φως ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού «SPIEGEL ONLINE» (6/3/15).
Στις 4 Μάρτη, την ίδια μέρα που ο εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, υπεύθυνος για την τήρηση της εκεχειρίας) δήλωνε ότι σημειώνεται πρόοδος στην εφαρμογή της συμφωνίας του Μινσκ με μείωση των παραβιάσεων της εκεχειρίας και απόσυρση βαριών όπλων και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης, ο αμερικάνος στρατηγός Φίλιπ Μπρίιντλαβ, ο ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη δήλωνε σε συνέντευξη τύπου στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του SPIEGEL, ότι ο Πούτιν «ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στέλνοντας στην ανατολική Ουκρανία πάνω από χίλια οχήματα μάχης, ρωσικά στρατεύματα, μερικά από τα πιο σύγχρονα συστήματα αεράμυνας, τάγματα πυροβολικού. Αυτό που είναι φανερό είναι ότι ακριβώς τώρα η κατάσταση δε βελτιώνεται, αλλά επιδεινώνεται κάθε μέρα».
«Οι γερμανοί ηγέτες στο Βερολίνο –συνεχίζει το SPIEGEL- έμειναν κατάπληκτοι. Δεν καταλάβαιναν για τι μιλούσε ο Μπρίιντλαβ. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Για μια ακόμη φορά η γερμανική κυβέρνηση, με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τη BND, την Υπηρεσία Πληροφοριών Εξωτερικού της Γερμανίας, δε συμμερίστηκε την άποψη του ανώτατου διοικητή του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη.
Το μοτίβο έχει γίνει σύνηθες. Για μήνες, ο Μπρίιντλαβ σχολιάζει τις ρωσικές δραστηριότητες στην ανατολική Ουκρανία μιλώντας για προωθήσεις στρατευμάτων στα σύνορα, για συγκέντρωση εξοπλισμού και δήθεν φάλαγγες ρώσικων τανκς.
Ξανά και ξανά, οι αριθμοί του Μπρίιντλαβ είναι σημαντικά μεγαλύτεροι από εκείνους που έχουν στη διάθεσή τους οι νατοϊκοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Ως τέτοιος, παίζει κατευθείαν το παιχνίδι των σκληροπυρηνικών στο αμερικάνικο Κογκρέσο και στο ΝΑΤΟ.
Η γερμανική κυβέρνηση έχει θορυβηθεί. Προσπαθούν οι Αμερικάνοι να ματαιώσουν τις ευρωπαϊκές προσπάθειες μεσολάβησης με επικεφαλής την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ; Πηγές στην Καγκελαρία έχουν αναφερθεί στα σχόλια Μπρίιντλαβ ως “επικίνδυνη προπαγάνδα”.
Ωστόσο, δεν είναι ο Μπρίιντλαβ η μόνη πηγή τριβών. Οι Ευρωπαίοι έχουν αρχίσει να βλέπουν και άλλους ως εμπόδια στην προσπάθειά τους για μια διπλωματική λύση στην ουκρανική σύγκρουση. Πρώτη απ’ όλους είναι η Βικτόρια Νούλαντ, επικεφαλής των Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο αμερικάνικο υπουργείο Εξωτερικών. Αυτή και άλλοι θα ήθελαν να δουν την Ουάσιγκτον να παραδίδει όπλα στην Ουκρανία και υποστηρίζονται τόσο από Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο όσο και από πολλούς ισχυρούς Δημοκρατικούς».
Στη συνέχεια, το SPIEGEL επισημαίνει ότι η γερμανική κυβέρνηση ανησυχεί ότι οι ψευδείς ισχυρισμοί, οι ανακριβείς και αντιφατικές δηλώσεις του Μπρίιντλαβ μπορεί να βλάψουν την αξιοπιστία της Δύσης και παραθέτει μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων δηλώσεων.
Ενδεικτικά, στην αρχή της κρίσης, ο στρατηγός Μπρίιντλαβ ανακοίνωσε ότι είχαν συγκεντρωθεί 40.000 ρωσικά στρατεύματα στα ουκρανικά σύνορα και προειδοποίησε για επικείμενη εισβολή ανά πάσα στιγμή. Αλλά αξιωματούχοι της υπηρεσίας Πληροφοριών από χώρες του ΝΑΤΟ είχαν ήδη αποκλείσει το ενδεχόμενο ρωσικής εισβολής, γιατί εκτιμούσαν ότι ούτε η σύνθεση των ρωσικών στρατευμάτων (τα υπολόγιζαν γύρω στις 20.000 ή και λιγότερα) ούτε ο εξοπλισμός τους συνηγορούσε υπέρ μιας επικείμενης εισβολής.
Στις 12 Νοέμβρη του 2014, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Σόφια, ο Μπρίιντλαβ δήλωσε ότι «είδαμε φάλαγγες ρωσικών όπλων, κυρίως ρωσικά τανκς, πυροβολικό, συστήματα αεράμυνας και ρωσικά στρατεύματα να μπαίνουν στην Ουκρανία. Το ίδιο αναφέρει και ο ΟΑΣΕ». Ομως ο ΟΑΣΕ είχε εντοπίσει μόνο στρατιωτικά κονβόι να κινούνται στο έδαφος της ανατολικής Ουκρανίας και οι παρατηρητές του δεν ανέφεραν τίποτα για στρατεύματα που μπήκαν από τη Ρωσία.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια των μαραθώνιων διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στη συμφωνία Μινσκ ΙΙ στις 12 Φλεβάρη, ο ουκρανικός στρατός προειδοποίησε ότι πέρασαν 50 τανκς και δεκάδες ρουκέτες από τη Ρωσία στην αποκαλούμενη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουχάνσκ, ενώ μόλις μια μέρα νωρίτερα ο αμερικάνος αντιστράτηγος Μπεν Χόντγκες είχε ανακοινώσει ότι γίνεται «ανοιχτή ρωσική στρατιωτική επέμβαση».
Τέλος, μεταξύ άλλων, το ρεπορτάζ του SPIEGEL καταλήγει: «…Ενώ στόχος της γαλλο-γερμανικής πρωτοβουλίας είναι να σταθεροποιήσει την κατάσταση στην Ουκρανία, η Ρωσία είναι αυτή που ανησυχεί τα γεράκια μέσα στην αμερικάνικη διοίκηση. Θέλουν να περιορίσουν την επιρροή της Μόσχας στην περιοχή και να αποσταθεροποιήσουν την εξουσία του Πούτιν. Γι’ αυτούς το ιδανικό αποτέλεσμα θα ήταν η αλλαγή του καθεστώτος στη Μόσχα».
Στο μεταξύ, η τήρηση μέχρι στιγμής της εκεχειρίας στην ανατολική Ουκρανία διχάζει και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση στο ζήτημα των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας. Η σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών στις 6 Μάρτη στη Ρίγα της Λετονίας έδειξε ότι τα περισσότερα μέλη όχι μόνο δε συζητούν την επιβολή νέων αυστηρότερων κυρώσεων, αλλά διαφωνούν ακόμη και για την αυτόματη παράταση των σημερινών κυρώσεων μέχρι το τέλος του χρόνου, στο βαθμό που η συμφωνία του Μινσκ εφαρμόζεται. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Τσεχία, η Ελλάδα και άλλες χώρες επικαλούνται την τήρηση της συμφωνίας του Μινσκ και ζητούν να ληφθεί αργότερα η απόφαση για τις κυρώσεις.
Αντίθετα, η Βρετανία, η Πολωνία, η Σουηδία, το Βέλγιο και οι χώρες της Βαλτικής συμπαρατάσσονται με το Λευκό Οίκο και ζητούν όχι μόνο αυτόματη επέκταση των κυρώσεων αλλά και νέες σκληρότερες, αν η Μόσχα δεν αλλάξει την πολιτική της.








