Με ποσοστό 44% το δεξιό-εθνικιστικό κόμμα του Βίκτορ Ορμπαν κατέλαβε τις 133 από τις 199 έδρες του ουγγρικού κοινοβουλίου στις εκλογές της Κυριακής 6 Απρίλη. Τη δεύτερη θέση κατέλαβε ο συνασπισμός των σοσιαλδημοκρατών με 26% και 38 έδρες, την τρίτη το νεοναζιστικό Γιόμπικ με 20% και 23 έδρες και την τέταρτη οι Πράσινοι με πέντε έδρες. Το ποσοστό αποχής έφτασε το 40%, ενώ η δεξιά κατέγραψε πτώση 6% σε σχέση με τις εκλογές του 2010. Παρολαυτά, λόγω των αλλαγών στον εκλογικό νόμο που πέρασε η κυβέρνηση Ορμπαν το 2010, κέρδισε το 66% των εδρών με το 44% των ψήφων. Αυτή η πλειοψηφία της δίνει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει μέχρι και το σύνταγμα.
Με ένα σκληρό παιχνίδι ενάντια στους εκλογικούς του αντιπάλους, το κόμμα του Ορμπαν έχει απαγορέψει διά νόμου στα ιδιωτικά κανάλια να προβάλλουν πολιτικές διαφημίσεις, δίνοντας αυτή τη δυνατότητα μόνο στα κρατικά, στα οποία διαθέτει τον απόλυτο έλεγχο. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τα κρατικά δελτία ειδήσεων αποκάλυπταν συνέχεια σκάνδαλα των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι βρίσκονταν στην εξουσία πριν από το 2010. Χαρακτηριστική είναι η ανώνυμη δήλωση δημοσιογράφου της κρατικής τηλεόρασης ότι «δεν μπορώ να ρωτήσω τους υπεύθυνους της αντιπολίτευσης για το προεκλογικό πρόγραμμά τους, ωστόσο οφείλω να τους ρωτήσω για το πρόσφατο σκάνδαλο» (σκάνδαλο μυστικού λογαριασμού σοσιαλδημοκράτη πολιτικού στην Αυστρία). Μέχρι και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που επέβλεπε τις εκλογές, έκανε λόγο για «ανάρμοστο» πλεονέκτημα του κυβερνώντος κόμματος στην προβολή του από το ΜΜΕ. Βασικοί πυλώνες της προεκλογικής προπαγάνδας του Ορμπαν ήταν ο αντικομμουνισμός και η παραμονή της χώρας στην ΕΕ, προκειμένου να μαζέψει τις διαρροές των ψηφοφόρων του προς τους νεοναζί του Γιόμπικ.
Σε οικονομικό επίπεδο, το 2013 το ΑΕΠ της χώρας υποχώρησε στα επίπεδα του 2004, ενώ ο Ορμπαν, που ισχυρίζεται ότι έδιωξε το ΔΝΤ από τη χώρα, το οποίο είχαν φέρει οι σοσιαλδημοκράτες, σηκώνοντας τις σημαίες του εθνικισμού διατήρησε τις δεσμεύσεις της Ουγγαρίας έναντι των πιστωτών και εφάρμοσε τα μέτρα που είχε επιβάλει το ΔΝΤ.
Το ρόλο της επίσημης ακροδεξιάς στη χώρα τον παίζει το Γιόμπικ, το οποίο ιδρύθηκε το 2000 και μέχρι το 2003 λειτουργούσε ως τάγμα εφόδου στη βορειοανατολική Ουγγαρία, κυνηγώντας τους τοπικούς πληθυσμούς των Ρομά. Από το 2003 και μετά, αποκήρυξε επίσημα τη βία και έκτοτε συντηρεί το προφίλ του «σοβαρού» ακροδεξιού κόμματος που λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αυτή η αλλαγή τακτικής ήταν και ο λόγος για τη διάσπαση στο εσωτερικό του, με τα πιο ακραία στελέχη να αποχωρούν και να σχηματίζουν την Ουγγρική Αυγή στα πρότυπα της εγχώριας Χρυσής Αυγής. Στις εκλογές του 2010, κι ενώ πριν το Γιόμπικ ήταν ανύπαρκτο εκλογικά, πήρε το 17% των ψήφων, και στις τωρινές εκλογές σημείωσε άνοδο, αυξάνοντας την επιρροή του όχι μόνο στη βορειοανατολική Ουγγαρία, από όπου ξεκίνησε, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.
Το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης και η εξαθλίωση του ουγγρικού λαού, σε συνδυασμό με την αντίληψη των λαϊκών στρωμάτων ότι το καθεστώς που υπήρχε μέχρι την κατάρρευση του παλινορθωμένου καπιταλισμού στη χώρα το 1989 ήταν σοσιαλιστικό, έχουν στρέψει μεγάλη μερίδα των λαϊκών στρωμάτων στην κυβερνώσα και μη ακροδεξιά.








