Η διεισδυτική ματιά της εισαγγελέως κατά την αστυνομική έρευνα στον καταυλισμό των τσιγγάνων στα Φάρσαλα δεν αποδείχτηκε καθοριστική μόνο για την «απελευθέρωση» του ξανθού αγγέλου, αλλά κυρίως συνέβαλε στο να αναδειχτεί μια ακόμα αθέατη και σκοτεινή όψη του εσωτερικού εχθρού που συνιστά απειλή για την κοινωνική ζωή. Μια απειλή που συνάντησε την ετοιμοπόλεμη διάθεση των αρχών να δώσουν τέλος στην ανομία, την ανηθικότητα και τις επιβουλές σκοτεινών κυκλωμάτων εις βάρος της ευνομούμενης πολιτείας μας, καθώς και την ακαριαία ανταπόκριση των τηλεοπτικών εμπόρων της ανθρώπινης δυστυχίας, που δε θα άφηναν μια τέτοια ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Από την εφαρμογή του δόγματος «νόμος, τάξη και ηθική» δε θα μπορούσε να απουσιάζει και η πρωθυπουργική σφραγίδα, με τον Σαμαρά να προχωρά σε δήλωση από την Ιταλία, με την οποία εγγυάται το μέλλον του μικρού κοριτσιού. Επιτέλους, το κράτος εισχωρεί αμείλικτο και ξεπαστρεύει κάθε εστία ανομίας, αντιμετωπίζει την παραβατικότητα, διασφαλίζει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και διαλύει τα κάθε είδους γκέτο που υποθάλπουν το έγκλημα.
Μετά λοιπόν τους καταζητούμενους Νίκο Μαζιώτη και Πόλα Ρούπα, τους μικροπωλητές της ΑΣΟΕΕ, τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, τις επιθέσεις στους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, μια νέα εστία ανομίας, οι τσιγγάνικοι καταυλισμοί, ήρθαν να προστεθούν στα γκέτο της παραβατικότητας, το άβατο των οποίων αίρεται χάρη στην κρατική βούληση και αποφασιστικότητα. Οι αστυνομικοί και δικαστικοί μηχανισμοί κινητοποιήθηκαν με αστραπιαία ταχύτητα για να φωτίσουν τη «σκοτεινή υπόθεση» και να συντρίψουν τα κυκλώματα παράνομης διακίνησης παιδιών.
Περίσσεψε βέβαια όλες αυτές τις μέρες η υποκρισία «για την τύχη των παιδικών ψυχών που καταλήγουν εμπορεύσιμο είδος», για το οργανωμένο έγκλημα της διακίνησης παιδικής πορνείας, εμπορίας οργάνων και την κάθε είδους εκμετάλλευση. Μια υποκρισία που εκπορεύεται από τη στάση του ίδιου του συστήματος που πρωτοστατεί στο εμπόριο παιδιών, επενδυμένο με κρατικό μανδύα, πρακτική για την οποία υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις εδώ και δεκαετίες.
Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της εξαφάνισης των 502 παιδιών των φαναριών, που είχαν τοποθετηθεί στο ίδρυμα Αγία Βαρβάρα, την τριετία 1999-20023, έπειτα από επιχείρηση-σκούπα ενόψει της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, υπόθεση η οποία, παρά τις καταγγελίες μη κυβερνητικών οργανώσεων και του Συνήγορου του Πολίτη, δεν ερευνήθηκε ποτέ από τους θεσμούς της αστικής δικαιοσύνης. Πρόσφατα και αφού το θέμα ήρθε στη Βουλή, η εισαγγελέας παρήγγειλε τη διεξαγωγή κύριας συμπληρωματικής ανάκρισης, παρά την ωμή επέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης Αθανασίου, που έκανε λόγο για ανύπαρκτα στοιχεία και αστήριχτες καταγγελίες.
Οι τηλεοπτικοί ταγοί της ενημέρωσης δεν έκαναν επίσης τον κόπο να μας θυμίσουν τα παιδομαζώματα και τις εξαφανίσεις δεκάδων χιλιάδων παιδιών, τόσο κατά τη διάρκεια του εμφύλιου όσο και μετά την ήττα του ΔΣΕ, από τις παιδουπόλεις της Φρεδερίκης και –όπως αποκαλύφθηκε αργότερα– τη μεταφορά στις ΗΠΑ για υιοθεσία, την αγοραπωλησία εκατοντάδων βρεφών τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70 από το «αμαρτωλό» ίδρυμα του Αγίου Στυλιανού στη Θεσσαλονίκη.
Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και ομνύουν στην ουμανιστική φύση της αστικής δημοκρατίας, ενώ ξέρουν ότι στον καπιταλισμό όλα είναι εμπορεύματα, πουλιούνται και αγοράζονται. Οι αγοραπωλησίες βρεφών βρίσκουν εδώ και χρόνια έδαφος μέσα από τη νόμιμη ιδιωτική υιοθεσία, κατά την οποία πρώτα αποκτάς το παιδί και έπειτα το δηλώνεις, σε αντίθεση με τα προς υιοθέτηση παιδιά από τα παιδικά ιδρύματα, στα οποία η διαδικασία για την απόκτηση παιδιού είναι ιδιαίτερα γραφειοκρατική και χρονοβόρα. Γι΄ αυτό άλλωστε είναι και πολλά περισσότερα τα παιδιά που υιοθετούνται κάθε χρόνο μέσω της ιδιωτικής οδού.
Ξέρουν πολύ καλά ότι η παράνομη διακίνηση παιδιών, η εμπορία οργάνων, η παιδική καταναγκαστική εργασία είναι φαινόμενα που οφείλουν την ύπαρξή του στη δομή και τη λειτουργία αυτού του συστήματος, που έχει ως βασική αρχή του την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Υποδαυλίζουν όμως τον κοινωνικό εκφασισμό και ωθούν στη συλλογική ενοχοποίηση των τσιγγάνων, για να υπηρετήσουν την πολιτική σκοπιμότητα της ανάγκης για την καταπολέμηση του εσωτερικού εχθρού. Ενισχύουν ακόμα περισσότερο τον αποκλεισμό των τσιγγάνων από τα κοινωνικά αγαθά, την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία, μπολιάζουν την κοινωνική συνείδηση με το δηλητήριο του ρατσισμού και καλλιεργούν όλο και περισσότερο το έδαφος για πρακτικές κοινωνικού αυτοματισμού εναντίον τους. Αυτός άλλωστε είναι ο σκοπός της αχαλίνωτης προπαγάνδας των ημερών: να εγκαθιδρυθεί το καθεστώς φόβου και υποταγής σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης βαρβαρότητας, με μοναδική και αδιαμφισβήτητη εγγυήτρια της ασφάλειας και της τάξης, τη μονοπωλιακή κρατική βία, στην ισχύ της οποίας θα πρέπει να υποτάσσεται το παραμικρό σκίρτημα ανυπακοής και αντίστασης.