Υπό διαφορετικές συνθήκες μπορεί να μην μπαίναμε καν στον κόπο να σχολιάσουμε τις παπαριές του και πάντως θα τους αφιερώναμε σαφώς λιγότερο χώρο. Οταν, όμως, ο παπαρολόγος εμφανίζεται σαν φρέσκια πολιτική δύναμη, σαν άνθρωπος που θ’ αναταράξει το πολιτικό σκηνικό δημιουργώντας νέο πολιτικό σχηματισμό και φιλοδοξώντας να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στο αστικό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, τότε δεν πρέπει να περνάμε στο ντούκου ακόμα και τις παπαριές.
Ο λόγος για τον Ανδρέα Λοβέρδο, στον οποίο το συγκρότημα Λαμπράκη παραχώρησε μισή σελίδα των «Νέων» (Δευτέρα, 5.11.12), προκειμένου να συντάξει παπαροπόνημα με τίτλο και υπότιτλο δραματικό (ως γνωστόν, ο Λοβέρδος έχει χαρακτηριστεί από εμάς και ως «ο Βασιλάκης Καΐλας της πολιτικής»): «Ωρες μεγάλης ευθύνης – Δίνουμε στην Ελλάδα άλλη μία ευκαιρία ή την αφήνουμε να καταρρεύσει;» (Λοβέρδος είν’ αυτός, με την ιδέα-Ελλάδα θα συνομιλήσει, όχι με τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό).
«Τέταρτη φορά καλούμαστε να ψηφίσουμε ευρισκόμενοι ενώπιον εκβιαστικών διλημμάτων», λέει από τη δεύτερη κιόλας πρόταση του παπαροπονήματος ο Λοβέρδος. Κι αμέσως αρχίζει να τα χώνει: «Δύσκολα, σκληρά αλλά πολύ συγκεκριμένα μέτρα, που ως μόνο δήθεν ελπιδοφόρο πλαίσιο έχουν τις εύκολες, αλλά γενικόλογες και εν τέλει ανύπαρκτες αναπτυξιακές προοπτικές». Δήθεν ελπιδοφόρο το πλαίσιο, ανύπαρκτες οι αναπτυξιακές προοπτικές, δραματική η θέση του Ανδρέα: «Ετσι, όμως, όσοι γνωρίζουμε από κοντά τα πράγματα, αντιλαμβανόμαστε πως καλούμαστε να ξαναψηφίσουμε όχι απλώς υπό το κράτος εκβιαστικών διλημμάτων, αλλά ενός κατά κυριολεξία ωμού εκβιασμού, δίχως πραγματικές ελπίδες οικονομικής ανάκαμψης κι ανόρθωσης της χώρας μας».
Κι εκεί που περιμένεις να διαβάσεις ότι ο Ανδρέας δεν αντέχει άλλο να εκβιάζεται, ότι δεν μπορεί να σηκώσει την ψήφιση εφιαλτικών μέτρων χωρίς ελπίδα, διαβάζεις: «Τρεις φορές ως υπουργός και βουλευτής και σήμερα τέταρτη φορά ως βουλευτής θα κάνω το καθήκον μου. Θα στηρίξω τη συμφωνία των τριών αρχηγών»! Δηλαδή, αντί να καταψηφίσει ή έστω να πάει στο σπίτι του (βάσει αυτών που ο ίδιος έγραψε), μας λέει ότι θα ξαναψηφίσει. Αν επρόκειτο για προσωπικές σχέσεις, θα λέγαμε ότι διακατέχεται υπό μαζοχιστικού συνδρόμου, όμως εδώ πρόκειται για καθαρό πολιτικό σαδισμό.
Ο Λοβέρδος δεν είναι Νικήτας Κακλαμάνης για να κάνει απλώς «ναζάκια» στον Σαμαρά. Εχει ηγετικές φιλοδοξίες. Αλλωστε, ο χώρος του δόθηκε από τον Ψυχάρη για να διατυμπανίσει αυτές του τις φιλοδοξίες: «Κι αμέσως μετά τη χρηματοδότηση της χώρας, οι δραστηριότητές μας (σ.σ. πληθυντικός μεγαλοπρεπείας, αφού μόνος του θα ψηφίσει) θα συμπληρωθούν και θα ολοκληρωθούν με τον αγώνα μας για τη ρήξη, την ανατροπή και τη ριζοσπαστική αλλαγή κομμάτων και πολιτικών στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας». Ως πολιτικός αρχηγός εν αναμονή, λοιπόν, πρέπει να έχει και πρόταση, πέρα από την έκφραση της οδύνης του για τα μέτρα που και πάλι θα ψηφίσει. Η πολιτική του πρόταση είναι… επιπέδου Λοβέρδου: «Με δεδομένα τα σκληρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και το δυσμενές για την Ελλάδα επενδυτικό κλίμα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε την ύφεση είναι να χτυπήσουμε αμέσως και βίαια την κρατική γραφειοκρατία που δυναστεύει την οικονομία».
Σε μια πρώτη ανάγνωση, η «πολιτική πρόταση» Λοβέρδου φαντάζει γελοία. Να λες ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τη δημοσιονομική πολιτική, να προεξοφλείς δυσμενές επενδυτικό κλίμα και να προτείνεις –ελλείψει οποιασδήποτε άλλης πρότασης– «άμεσο και βίαιο χτύπημα της κρατικής γραφειοκρατίας», σημαίνει πως είσαι τενεκές ξεγάνωτος. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, πίσω απ’ αυτή την άποψη κρύβεται η λογική «μπάτε σκύλοι, αλέστε». Εκείνο που προτείνει ο Λοβέρδος, χωρίς να το λέει ευθέως, είναι να καταργηθεί κάθε έλεγχος πάνω στις επιχειρήσεις του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, προκειμένου αυτές να κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα. Πρόκειται για οικονομικό και πολιτικό δωσιλογισμό, τον οποίο επιλέγει προκειμένου να γίνει αρεστός στην κεφαλαιοκρατία και να έχει την υποστήριξή της στο κομματικό εγχείρημα που ετοιμάζει.