36 χρόνια μετά την πρεμιέρα της, η πολυαγαπημένη από το κοινό ταινία του Σκορτσέζε επανακυκλοφορεί ψηφιακά επεξεργασμένη. Από τα σημεία σταθμούς στην κινηματογραφική πορεία όχι μόνο του δημιουργού της, αλλά και του πρωταγωνιστή της Ρόμπερτ Ντε Νίρο.
Ο Σκορτσέζε, χρησιμοποιώντας μια σχετικά απλή πλοκή, καταφέρνει να δώσει μια ταινία με πολλαπλές αναγνώσεις. Σε πρώτο επίπεδο, ένας πρώην πεζοναύτης στο Βιετνάμ αποφασίζει να γίνει ταξιτζής και δουλεύει στις πιο κακόφημες γειτονιές της Νέας Υόρκης. Εξοικειωμένος καθώς ήταν με τα όπλα, θα προσπαθήσει να σκοτώσει ένα γερουσιαστή που κυνηγά την προεδρία, αλλά δεν τα καταφέρνει και έτσι αποφασίζει να σώσει μια δωδεκάχρονη πόρνη από τον προαγωγό της, παίρνοντας μέρος σε ένα λουτρό αίματος, μέσα από το οποίο ο ίδιος βγαίνει ήρωας. Στην πραγματικότητα, ο Σκορτσέζε, μας δίνει έναν ήρωα βαθιά μοναχικό και ριζικά ξεκομμένο από την κοινωνία, την οποία παρατηρεί, κρίνει, αλλά μόνο «απ’ έξω». Μέσα από τις πράξεις του αποπειράται ν’ απονείμει δικαιοσύνη, «παίρνοντας το νόμο στα χέρια του», σ’ ένα παραλήρημα ματαιοδοξίας, με μοναδική του επιδίωξη όχι τόσο τη δικαιοσύνη, αλλά την προσωπική του δικαίωση. Γι’ αυτό κάνει μια πράξη μεμονωμένη, δεν δίνει έναν αγώνα ενάντια στο φαινόμενο της παιδικής πορνείας, για παράδειγμα.
Ο Σκορτσέζε κάνει ένα σχόλιο γι’ αυτού του είδους την ηθική, την ξεκομμένη από την επιστημονική ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, που υπαγορεύει μια αντίληψη προσωπικής ηθικής ανωτερότητας και τη νομιμοποίηση κάθε επόμενης πράξης ως άμεσο επακόλουθό της. Ηθική άμεσα συνδεδεμένη με το αμερικάνικο όνειρο, που σε κοινωνίες όπως η αμερικάνικη φέρνει ως αποτέλεσμα τον τύπο τον σχεδόν αυτιστικό, που φλερτάρει με την ψυχοπαθολογία, στο τέλος να αποθεώνεται από τον Τύπο σαν ήρωας. Και βέβαια, μπορεί ν’ αναγνωρίσει κανείς στον «ταξιτζή-εκδικητή» το πρότυπο του νεοναζί που αναλαμβάνει «να καθαρίσει τη βρομιά».
Ελένη Π.