Εξεταστικά τείχη υψώνει το υπουργείο Παιδείας στους μαθητές, τόσο για την απόκτηση του απολυτήριου του Λυκείου, όσο και για την εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Ταυτόχρονα το Λύκειο μετατρέπεται σε σχολείο της απόλυτης εξειδίκευσης και διαφοροποίησης των μαθητών. Δυσθεώρητους ταξικούς φραγμούς υψώνει η νέα πρόταση του υπουργείου Παιδείας, που παρουσιάστηκε την περασμένη Τετάρτη στη Διακομματική Επιτροπή, από την επιστημονική επιτροπή, στην οποία η Διαμαντοπούλου τοποθέτησε και τον Μπαμπινιώτη και την πρώην Γενική Γραμματέα του υπουργείου, Νίκη Γκοτσοπούλου για να πετύχει τη συναίνεση και της ΝΔ.
Καθιερώνονται τριπλές εξετάσεις (σε όλες τις τάξεις του Λυκείου) σε όλα τα μαθήματα, οι οποίες βαφτίζονται ενδοσχολικές, ενώ στην πραγματικότητα είναι πανελλήνιες, αφού τα θέματα είναι κοινά και τίθενται σε εθνικό επίπεδο. Στην προοπτική του, το σύστημα θα αντλεί τα θέματα από Τράπεζα Θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας. Η ύλη των εξεταζόμενων μαθημάτων δεν είναι συγκεκριμένη (με την έννοια των συγκεκριμένων σελίδων του σχολικού βιβλίου), αλλά καθορίζεται με βάση θεματικές ενότητες ή μονάδες (κάτι, δηλαδή, σαν τις πιστωτικές μονάδες, που έχουν καθοριστεί για τα Πανεπιστήμια).
Στόχος είναι η αύξηση του βαθμού δυσκολίας, ώστε να αποθαρρύνονται οι μαθητές, να εσωτερικοποιούν την «αποτυχία» τους και τελικά να εγκαταλείπουν το Λύκειο και όχι, βέβαια, το χτύπημα της αποστήθισης, η οποία θα ζει και θα βασιλεύει, επειδή το σχολείο στον καπιταλισμό δε νοιάζεται για την πραγματική και βαθιά γνώση και την ολόπλευρη ανάπτυξη, επειδή αυξάνεται ο σκληρός ανταγωνισμός για μια θέση στον ήλιο και γιατί η υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων είναι ανύπαρκτη. Βαθμός κάθε τάξης είναι ο μέσος όρος της προφορικής και γραπτής επίδοσης των μαθητών. Ο βαθμός του απολυτήριου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας και των τριών τάξεων του Λυκείου και δύναται να προσμετράται για την εισαγωγή των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε ποσοστό που θα αποφασίσει ο Ανεξάρτητος Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων που δημιουργείται και στον οποίο ανατίθεται η ρύθμιση όλων των θεμάτων που σχετίζονται με τις εξετάσεις.
Στην πρόταση αναφέρεται πως στόχος της εξέτασης των μαθητών σε κοινά πανελληνίως θέματα είναι η «αντικειμενικοποίηση» του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Το υπουργείο Παιδείας κλείνει συνειδητά τα μάτια στους κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά την επίδοση των μαθητών και τη λεγόμενη σχολική αποτυχία και προσανατολίζεται στους ποσοτικούς δείκτες («αντικειμενικοποίηση») για να δυσχεράνει περισσότερο τη φοίτηση των μαθητών στο Λύκειο και να καταστήσει πραγματικό άθλο την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο αυτή για να κατηγοριοποιήσει τις σχολικές μονάδες και να εφαρμόσει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Στο τέλος της Γ’ Λυκείου, οι μαθητές δίνουν πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Η τελική γραπτή εξέταση ανά μάθημα περιλαμβάνει δυο ομάδες θεμάτων (προτείνεται να γίνεται την ίδια μέρα και στις δυο ομάδες). Η επίδοση των μαθητών στην πρώτη ομάδα θεμάτων καθορίζει το βαθμό που λαμβάνεται υπόψη για την απόκτηση του απολυτήριου Λυκείου στο συγκεκριμένο μάθημα, ενώ η επίδοση στη δεύτερη ομάδα θεμάτων καθορίζει την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι πανελλήνιες αυτές εξετάσεις διεξάγονται σε όλα τα μαθήματα της Γ’ Λυκείου με μόνες εξαιρέσεις το σχέδιο έρευνας (project) και τη Φυσική Αγωγή που αξιολογούνται μόνο ενδοσχολικά.
Το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί με κάθε μέσο και τερτίπι να αποδυναμώσει την πίεση που ασκεί η τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση και να στρέψει τα παιδιά της από νωρίς στην αγορά εργασίας (που στις μέρες μας είναι μαύρη, κατάμαυρη) ή στη γενικευμένη και μακράς διαρκείας ανεργία. Γ’ αυτό και τα αποκαρδιώνει με τις σκληρές εξετάσεις και στις τρεις τάξεις του Λυκείου, αλλά τα παρασέρνει και με το «γλειφιτζούρι» της δυνατότητας απόκτησης του απολυτήριου Λυκείου, ξέχωρα από τη δοκιμασία πρόσβασης στα ΑΕΙ-ΤΕΙ (φυσικά και δεν το κάνει αυτό για να ενισχύσει τον περίφημο «αυτοτελή» ρόλο του Λυκείου. Αν το ήθελε αυτό, θα έκανε το Λύκειο ένα πραγματικό σχολείο της ολόπλευρης και στέρεας μόρφωσης και όχι μια καρικατούρα επιλεκτικών και ρηχών γνώσεων, όπως θα δούμε παρακάτω). Ετσι, λοιπόν, προτείνονται τα εξής:
Ολοι οι μαθητές της Γ’ Λυκείου υποχρεούνται να προσέλθουν στην εξέταση της πρώτης ομάδας θεμάτων, για να λάβουν το απολυτήριο Λυκείου. Στην εξέταση της δεύτερης ομάδας θεμάτων προχωρούν μόνον εκείνοι οι μαθητές που επιθυμούν την εισαγωγή τους στο Πανεπιστήμιο. Οι μαθητές αυτοί επιλέγουν σε ποια μαθήματα θα δώσουν εξετάσεις στη δεύτερη ομάδα θεμάτων, με βάση την επιθυμία τους να εισαχθούν σε συγκεκριμένα Τμήματα. Κοντολογίς, συρρικνώνονται δραστικά οι δυνατότητες επιλογής σπουδών των μαθητών-υποψήφιων φοιτητών, ενώ για να διευρυνθεί το φάσμα επιλογών σε πανεπιστημιακά τμήματα, οι μαθητές μπορούν να δώσουν όσα μαθήματα επιθυμούν από το ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών που παρακολουθούν. Τον καθορισμό των μαθημάτων, που απαιτούνται για την εισαγωγή σε κάποιο Τμήμα, καθώς και τους συντελεστές βαρύτητας ανά μάθημα, καθορίζουν μόνα τους τα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Τα μαθήματα αυτά θα είναι 3-5. Ο προσδιορισμός της εξεταστέας ύλης έχει μόνο θεματικό προσδιορισμό (π.χ. μηχανική στερεού σώματος, οπτική, κτλ) και όχι προσδιορισμό σελίδων. Η δυνατότητα οι εξετάσεις να επαναλαμβάνονται, υπό κάποιες προϋποθέσεις, εντός του έτους (πέραν της πάγιας ετήσιας διεξαγωγής τους) είναι ζήτημα που θα εξεταστεί από τον Ανεξάρτητο Εθνικό Οργανισμό Εξετάσεων.
Η πρόταση εισάγει και την κατηγοριοποίηση στις τριτοβάθμιες σπουδές, η οποία επιτυγχάνεται όχι μόνο με τις πολλαπλού τύπου εξετάσεις (ο βαθμός δυσκολίας σε κάθε πανεπιστημιακό τμήμα ή ΤΕΙ διαφέρει, από τη στιγμή που απαιτούνται διαφορετικά μαθήματα και συντελεστές βαρύτητας), αλλά και με τη δυνατότητα να εισάγονται φοιτητές σε Τμήματα χαμηλής ζήτησης, σε σχέση με τις προσφερόμενες θέσεις, χωρίς εξετάσεις. Τα Τμήματα αυτά μπορούν να θέτουν ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής, που θα σχετίζονται με την επίδοση στο Λύκειο.
Ασφαλώς και τα πτυχία που θα χορηγούνται από αυτά τα Τμήματα στην πράξη δεν θα είναι ισότιμα με τ’ άλλα, ενώ μελλοντικά ανοίγεται ο δρόμος για τη μετατροπή των Τμημάτων αυτών σε μια ζώνη απλής μεταλυκειακής εκπαίδευσης (βλέπε παλαιότερη πρόταση Πανάρετου). Για να προσδιοριστούν τα Τμήματα αυτά, οι μαθητές το Φεβρουάριο υποβάλλουν ένα πρώτο μηχανογραφικό δελτίο. Μετά τη διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων τον Ιούνιο, οι μαθητές που συμμετείχαν σε αυτές υποβάλλουν νέο οριστικό αυτή τη φορά μηχανογραφικό δελτίο με τις προτιμήσεις τους.
Το σύστημα θα εφαρμοστεί πλήρως το 2014-2015 και θα αφορά τους μαθητές που φέτος φοιτούν στη Γ΄ Γυμνασίου. Για τους μαθητές της φετινής Α΄ Λυκείου, θα εφαρμοστεί ένα μεταβατικό σύστημα. Θα παρακολουθήσουν στις δυο επόμενες τάξεις «προσαρμοσμένα προγράμματα σπουδών» που θα τους επιτρέψουν στο τέλος, στη Γ΄ Λυκείου, τη συμμετοχή τους στο καινούργιο σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων (δηλαδή δυο ομάδες θεμάτων, όπως περιγράψαμε παραπάνω). Θα εξεταστούν σε 4 μαθήματα και τις εξετάσεις θα οργανώσει το υπουργείο Παιδείας, όπως ίσχυε ως τώρα.
Οπως επανειλημμένα έχει ειπωθεί από τα υπουργικά χείλη, στόχος του σχολείου γενικά και του Λυκείου ειδικότερα, που είναι η βαθμίδα προθάλαμος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή και απευθείας της παραγωγής, είναι ο αυστηρός προσανατολισμός στην κατάκτηση «των δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα». Η ολόπλευρη, βαθιά και στέρεα γνώση δεν αναφέρεται πια ούτε για τα μάτια. Απαιτούνται μαζικά μαθητές, φοιτητές και στη συνέχεια εργαζόμενοι φθηνοί, «ευέλικτοι», αναλώσιμοι. Για τα επίλεκτα στελέχη των μηχανισμών και της παραγωγής το σύστημα έχει φροντίσει ν’ ανοίξει άλλους δρόμους (π.χ. ιδιωτικά σχολεία, ξεχωριστά προγράμματα σπουδών που οδηγούν σε ξένα μεγάλα ιδιωτικά πανεπιστήμια, μεταπτυχιακές σπουδές, κ.λπ.).
Το Λύκειο, λοιπόν, γίνεται σχολείο της απόλυτης εξειδίκευσης και της έντονης ταξικής διαφοροποίησης. Το υπουργείο Παιδείας προσπαθεί με έναν γελοίο ταχυδακτυλουργικό τρόπο να δημιουργήσει την εντύπωση ότι απαλλάσσει το μαθητή από το πελάγωμα ανάμεσα στην πληθώρα των γνωστικών αντικειμένων και να παρουσιάσει ότι τάχα τώρα δίνει τη δυνατότητα στο παιδί να εμβαθύνει στα μαθήματα και να αποκτήσει σταθερή γνώση. Κομπορρημονεί ότι δήθεν μειώνει τα μαθήματα, ενώ στην πραγματικότητα εκείνο που κάνει είναι να τα συμπυκνώνει κάτω από έναν ενιαίο τίτλο. Ετσι, δημιουργεί το μάθημα Ελληνική Γλώσσα, στο οποίο έχει ενσωματώσει την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, τη Νεοελληνική Γλώσσα και τη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Ενώνει την Αλγεβρα και τη Γεωμετρία κάτω από τον ενιαίο τίτλο Μαθηματικά και τη Φυσική, τη Χημεία και τη Βιολογία κάτω από τον ενιαίο τίτλο Φυσικές Επιστήμες. Το αποτέλεσμα είναι βεβαίως να αποψιλώνεται και να υποβαθμίζεται η διδασκαλία των ξεχωριστών επιστημονικών αντικειμένων και ο μαθητής να παίρνει ίσα-ίσα κάποια ψήγματα γνώσεων από το καθένα. Αλλά, είπαμε, δεξιότητες είναι για τον 21ο αιώνα λίγα ελληνικούλια, λίγα αγγλικούλια, ένα μίνιμουμ γνώσεων από τις θετικές επιστήμες και η χρήση των Η/Υ.
Με τον τρόπο αυτό, η πρόταση της επιστημονικής επιτροπής μειώνει τα μαθήματα της Α΄ Λυκείου από 16 σε 8, της Β΄ Λυκείου από 17 σε 12 και της Γ΄ Λυκείου από 16 σε 10. Η Α΄ Λυκείου είναι τάξη Γενικής Παιδείας. Οι μαθητές, όμως, μπορούν να πάρουν γεύση της εξειδίκευσης που θα ακολουθήσει μέσω του θέματος της «ερευνητικής εργασίας» που υποχρεούνται να αναλάβουν. Στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου έχουμε στροφή στην απόλυτη πρώιμη εξειδίκευση. Το σχολείο καλείται να αναλάβει, στην κατεύθυνση αυτή, καθοριστικό συμβουλευτικό ρόλο (εσωτερική συμβουλευτική). Αντιλαμβάνεστε ότι οι προτιμήσεις δεν είναι αθώες. Συνδέονται απόλυτα με το κοινωνικοοικονομικό status των μαθητών, που έχει διαμορφώσει σε σημαντικότατο βαθμό και το μορφωτικό τους επίπεδο, τα «θέλω» και τα «μπορώ» τους. Ετσι, με τη συμβολή της «εσωτερικής συμβουλευτικής», τα παιδιά καλούνται να επιλέξουν έναν αριθμό μαθημάτων από κλασικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, από θετικές επιστήμες, τεχνολογικές επιστήμες και επιστήμες υγείας. Στη Β΄ Λυκείου οι επιλογές δεν είναι οριστικές και τελεσίδικες, ενώ στη Γ΄ Λυκείου είναι. Η πρόταση της επιτροπής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στη Γ΄ Τάξη «μεταξύ άλλων, η εσωτερική συμβουλευτική οφείλει να καθοδηγήσει τα παιδιά -ως προς τη σύνθεση των μαθημάτων εκείνων που απαιτούν τα Τμήματα των ΑΕΙ και ΤΕΙ για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για τους συντελεστές βαρύτητας και τα συναφή-, ακόμη και με τη υπόδειξη ‘’ενδεικτικών διαδρομών’’ ή ‘’ενδεικτικών προγραμμάτων’’, τα οποία βέβαια κάθε άλλο είναι παρά υποχρεωτικά». Γίνεται επομένως σαφές, ότι το «νέο Λύκειο» είναι υποταγμένο στις απαιτήσεις των εισαγωγικών εξετάσεων για τα Πανεπιστήμια και ότι ο «αυτόνομος» ρόλος του είναι απλά μια απάτη.
Γιούλα Γκεσούλη