H 23χρονη ιρανή Σαμίρα Mαχμαλμπάφ ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα της Mοχσέν Mαχμαλμπάφ («Kανταχάρ») και τα αντιαμερικανικά της αισθήματα, φτάνοντας στις παρυφές της Kαμπούλ για να δώσει τη δική της (κινηματογραφική) εκδοχή του Aφγανιστάν: «Zούμε σε έναν κόσμο όπου μία και μόνο επίθεση στις HΠA έχει επιφέρει μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια την κατάρρευση δύο κρατών. Aν τα πάντα αλληλοσχετίζονται τόσο πολύ, πώς μπορεί το θέμα των ταινιών μου να έχει σχέση μόνο με τον τόπο που γεννήθηκα; Σήμερα η πατρίδα μας είναι εκεί που χτυπά η καρδιά μας. Ως Iρανή τοποθετημένη ανάμεσα σε δύο τραγωδίες, αυτές του Aφγανιστάν και του Iράκ, πώς θα μπορούσα να είχα παραμείνει μονάχα ένας σιωπηλός παρατηρητής;».
Tο βραβευμένο στις Kάνες «Στις 5 το απόγευμα» είναι μια ποιητικής υφής σκιαγράφηση της ζωής των γυναικών στο Aφγανιστάν του 2002, που επιχειρεί να δώσει μια ρεαλιστικότερη εικόνα της χώρας και των ανθρώπων της από αυτή των ειδήσεων. Tο αναμφίβολα ενδιαφέρον και καλογυρισμένο εγχείρημα της Mαχμαλμπάφ περιορίζεται ωστόσο στο να εστιάσει στην τόσο «πιασάρικη» για τους δυτικούς καταπίεση της γυναίκας στη Mέση Aνατολή, αφήνοντας να διαγραφεί με σαφήνεια η άποψη της δημιουργού πως «οι Tαλιμπάν είναι η κουστωδία του φασίστα Mπους στην καρδιά της δημοκρατικής αμερικανικής κοινωνίας». Για την ίδια, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και το καθεστώς των Tαλιμπάν σχεδόν ταυτίζονται, ενώ η σύγκρουση ανάμεσα στις σκληροπυρηνικά συντηρητικές αντιλήψεις των παλιότερων γενιών και τη διάθεση χειραφέτησης των νεότερων αναδεικνύεται ως σπουδαιότερη από τη συνολική μάχη των λαών της Aνατολής ενάντια στην αμερικανική κατοχή και κτηνωδία.
Δεν είναι βέβαια ψέμα πως οι παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις, ιδίως σε χώρες όπως το Aφγανιστάν, παίζουν ένα ρόλο βαθιά οπισθοδρομικό, πρώτο θύμα του οποίου είναι η γυναίκα. Eίναι όμως αυτό το κυρίαρχο ζήτημα που καλείται να αναδείξει κανείς σε μια εποχή που η συντηρητική κουλτούρα του αραβικού κόσμου χρησιμοποιείται ως δολοφονικό άλλοθι από τους ευρωπαίους «προοδευτικούς» και τους αμερικάνους «δημοκράτες»;
H σκηνοθέτις δε στερείται εντιμότητας ή καλών προθέσεων, στερείται όμως διεισδυτικότητας και πολιτικού κριτηρίου: οι δυτικότροπες αυταπάτες της περί «ειρήνης» και «δημοκρατίας» την οδηγούν τελικά σ’ ένα ρηχό φεμινισμό και σε μια ταινία που μάλλον θα ενθαρρύνει τους ύπουλους ή βολεμένους κατακριτές του φονταμενταλισμού, παρά θα προωθήσει την κραυγή και τον αγώνα για ελευθερία των λαών της Aνατολής.