Η αξιολόγηση των Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ένα θέμα που συζητιέται αρκετά χρόνια, επανέρχεται στην επικαιρότητα με τις εξαγγελίες του Κ. Καραμανλή στη ΔΕΘ. Παρά τη σημασία του, το θέμα πέρασε και περνά αδιάφορα από τα αυτιά των φοιτητών, μολονότι δεν ήταν λίγες οι συζητήσεις που άνοιξαν. Στο ερώτημα «τί είναι αξιολόγηση;» η πλειοψηφία των φοιτητών αδυνατεί να απαντήσει ή σου λέει ότι με την αξιολόγηση θα μπορούμε να «βαθμολογούμε» εμείς τους καθηγητές μας. Αυτή είναι και η μεγάλη επιτυχία της κρατικής προπαγάνδας, που κατάφερε να κρύψει μια ολόκληρη κατεύθυνση, που κάποια στιγμή θα πάρει νομοθετική μορφή, πίσω από μια υποπαράγραφο που μπορεί ποτέ να μην εφαρμόσει.
Η εκπαιδευτική διαδικασία συνδέεται ολοένα και περισσότερο με την αγορά εργασίας, ο φοιτητής υποτίθεται πως κατακτά την απαραίτητη επιστημονική γνώση, τις δεξιότητες και τις ειδικεύσεις για να αποκτήσει έτσι τα απαιτούμενα προσόντα, που θα του ανοίξουν περισσότερες επαγγελματικές πόρτες.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το αγγλοσαξονικό μοντέλο, προωθείται η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής συνεργασίας στον τομέα της διασφάλισης της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία με τη σειρά της απαιτεί τη δημιουργία εθνικών κέντρων αξιολόγησης στις χώρες που δεν υπάρχουν ήδη, όπως η Ελλάδα. Επιδιώκεται η ιεράρχηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η κατηγοριοποίηση και η διαβάθμισή τους, ο χωρισμός τους σε «καλά» και «κακά». Αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι φυσικά καινούργιος. Ξέρουμε πως όλα τα πανεπιστήμια δεν είναι ισότιμα, πως υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και τα ΤΕΙ, ανάμεσα στην Oξφόρδη ή τη Σορβόννη και το πανεπιστήμιο κάποιας νότιας αμερικανικής επαρχίας. Μόνο που η αξιολόγηση αυτή θεσμοθετείται πλέον επίσημα ως υπόθεση του κράτους και όχι των ίδιων των πανεπιστημίων ή άλλων ανεξάρτητων φορέων. Και τα κριτήρια της αξιολόγησης αυτής δεν αφορούν ποτέ και πουθενά το περιεχόμενο και την ποιότητα της γνώσης, αντίθετα πρόκειται για κριτήρια καθαρά οικονομικά: Σε ποιο βαθμό συνεργάζεται το πανεπιστήμιο με τις επιχειρήσεις; Τί είδους έρευνες και μελέτες αναλαμβάνει για λογαριασμό τους; Κατά πόσο ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας; Είναι οι απόφοιτοί του «ανταγωνιστικοί σε μια αγορά με ταχέως μεταβαλλόμενες ανάγκες και προοπτικές»;
Κριτήρια αυτού του είδους φανερώνουν τους στόχους της αξιολόγησης ενώ τα αποτελέσματά της είναι ήδη γνωστά: Τα πανεπιστήμια κατηγοριοποιούνται σε «καλά» και «κακά» με βάση την «επιχειρηματικότητά» τους και χρηματοδοτούνται ανάλογα, διαιωνίζοντας το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτά που παραπαίουν και τη λεγόμενη αφρόκρεμα. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας αξιοκρατίας αλλά και μιας ακόμη δικαιολογίας για την κρατική υποχρηματοδότηση της παιδείας, αυτήν που καταρχήν οδηγεί τα πανεπιστήμια στην παρακμή, στην αγκαλιά των επιχειρήσεων ή και στα δυο μαζί.
Eτσι, το πρώτο που μπορούμε να καταλάβουμε είναι ότι ένας φοιτητής που τελειώνει την Αρχιτεκτονική Αθήνας θα θεωρείται καλύτερος από έναν που θα έχει αποφοιτήσει π.χ. από την Ξάνθη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται πανεπιστήμια πολλών ταχυτήτων και πτυχία του ίδιου αντικειμένου με διαφορετικό «βάρος». Oταν, λοιπόν, ένας εργοδότης θα μπει στη διαδικασία να προσλάβει έναν πτυχιούχο, τότε θα πρέπει να διαλέξει, τους καλούς των καλά αξιολογημένων Πανεπιστημίων ή κάποιον «κακό» που ατύχησε γιατί το πανεπιστήμιο του δεν πήρε καλούς βαθμούς. Τη φράση «Συγνώμη, δεν κάνετε για τη θέση αυτή, εμείς ψάχνουμε απόφοιτούς από Πανεπιστήμια της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης» θα την ακούσουμε πολλές φορές στο μέλλον.
Το δεύτερο εξίσου σημαντικό είναι αυτό που προαναφέραμε σαν «κρατική υποχρηματοδότηση της παιδείας». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα Πανεπιστημιακό ίδρυμα που θα έχει βαθμολογηθεί σαν «καλό», που θα μπορεί να προσφέρει ανταγωνιστικούς απόφοιτους, που λόγω των αναβαθμισμένων project θα προτιμάται από τις επιχειρήσεις, τότε αυτό το Πανεπιστήμιο θα χρηματοδοτείται πιο γενναία από κάποιο άλλο που υστερεί από άποψη επιχειρηματικότητας. Eτσι, τα ιδρύματα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις θα υποχρηματοδοτούνται, βουλιάζοντας ολοένα και περισσότερο στον εκπαιδευτικό βούρκο, ενώ τα άλλα θα ακμάζουν με κρατική βούλα. Το χάσμα θα μεγαλώσει και οι απόφοιτοι θα βρεθούν σαν εύκαμπτα εργαλεία στα χέρια της αγοράς.
Δυστυχώς, η πιο συνηθισμένη αντίληψη από τη μεριά των φοιτητών είναι: «και γιατί εγώ να αξίζω το ίδιο με τον άλλον που έχει τελειώσει στο Βόλο, αφού εκεί δεν κάνουν καλά εργαστήρια, καλό μάθημα, εγώ τζάμπα κάθομαι και διαβάζω για να μου φάει τη θέση ο άλλος από το Βόλο;» Μια τέτοια αντίληψη έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη για αντιδραστική στροφή του φοιτητικού κινήματος. Το ατομικό βόλεμα και η καριέρα είναι πλέον θεμελιώδεις αξίες στο μυαλό του φοιτητή. Με αυτές τις αντιλήψεις οφείλουμε να συγκρουστούμε, η πάλη για καλύτερες συνθήκες μάθησης, προγράμματα σπουδών, εργαστήρια, ο αγώνας για ενιαία εκπαίδευση είναι αναγκαίος. Αντί ο φοιτητής να σκέφτεται ότι όλοι πρέπει να μορφώνονται, να παρέχεται το ίδιο επίπεδο σπουδών ανά αντικείμενο και να απαιτούμε από το κράτος να χρηματοδοτεί τις σχολές που το έχουν ανάγκη και όχι αυτές που βολεύουν τις επιχειρήσεις, ο φοιτητής μπλέκεται ανάμεσα στα προβλήματα που πλησιάζουν και το ατομικό του βόλεμα, αφήνοντας το αυτονόητο, τη συλλογική πάλη, έξω από τη ζωή του.
Γιάννης Ξ.








