Αυτό που έγινε φέτος στη διάρκεια των παρελάσεων για την 28η Οκτώβρη δεν έχει προηγούμενο στη νεοελληνική ιστορία. Μπορεί τα φώτα της δημοσιότητας να έπεσαν σκόπιμα στα όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη, όπου η κυβέρνηση αποφάσισε να ματαιώσει τη στρατιωτική παρέλαση, όμως δεν υπήρξε πρωτεύουσα νομού και σχετικά μεγάλη πόλη, όπου κατά κανόνα μοστράρουν υπουργοί και βουλευτές για να κάνουν δημόσιες σχέσεις με τους ψηφοφόρους τους, που δεν υπήρξαν αντιδράσεις αποδοκιμασίας των κυβερνητικών στελεχών. Τους έβρισαν, τους μούντζωσαν, τους έδιωξαν από τις εξέδρες, τους κυνήγησαν, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και τους ξυλοφόρτωσαν.
Στη συνέχεια, όταν η αστική προπαγάνδα εστιάστηκε στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, όλες οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις έσπευσαν να υποκλιθούν στο θεσμικό ρόλο του προέδρου της Δημοκρατίας. Κι όμως, αν ήταν κάτι που αμφισβητήθηκε από τις αυθόρμητες λαϊκές αντιδράσεις ήταν ο θεσμικός ρόλος των διάφορων μεγαλόσχημων. Υπουργών, βουλευτών, στρατιωτικών, ακόμα και του προέδρου της Δημοκρατίας. Οχι πως ο λαός ξεπέρασε τα ιδεολογικά και πολιτικά βαρίδια, αλλά ήταν τόση η οργή του που άφησε στην άκρη τις αναστολές που η πολύχρονη κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας του έχει δημιουργήσει.
Αυτές τις αναστολές προσπάθησαν να μπετονάρουν και πάλι με τη λυσσασμένη προπαγάνδα που ξεκίνησε από τα ΜΜΕ. Ναι μεν «κατανοούσαν» την οργή του κόσμου, όμως του υπενθύμιζαν, εν είδει δασκάλου που μιλάει στα παιδάκια, ότι δεν πρέπει να ξεπερνά κάποιες «κόκκινες γραμμές», ότι πρέπει να τιμά και να σέβεται τους θεσμούς. Γι’ αυτό η οργισμένη δήλωση του Σαμαρά, γι’ αυτό οι κραυγές του Καρατζαφύρερ και των στελεχών του, γι’ αυτό οι δηλώσεις μετάνοιας του ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό η συνήθης προβοκατορολογία, εν είδει… αστερίσκων, του απόντος από τη λαϊκή διαμαρτυρία Περισσού.
Οχι, δεν έγινε καμιά επανάσταση στις 28 Οκτώβρη. Εγινε μια έκρηξη λαϊκής οργής, η οποία εξακολουθεί να περιμένει το μετασχηματισμό της σε πολιτική πράξη.