Με τον παραπάνω τίτλο το αμερικάνικο περιοδικό «Τάιμ» στο τελευταίο τεύχος του (14 Φλεβάρη) αποκαλύπτει σε άρθρο του μια άγνωστη μέχρι στιγμής πλευρά της βαρβαρότητας στο κολαστήριο του Αμπού Γκράιμπ, την ανύπαρκτη ουσιαστικά ιατροφαρμακευτική μέριμνα για τους κρατούμενους, με αποτέλεσμα «το ιατρικό σύστημα στη Φυλακή να γίνει εργαλείο βασανισμού, σκόπιμα και από αμέλεια».
Το «Τάιμ» επικαλείται την έρευνα των Gregg Bloche και Jonathan Marks, που δημοσιεύτηκε στο «New England Journal of Medicine», στην οποία αποκαλύπτουν ότι όχι μόνο δεν υπήρχαν στρατιωτικοί γιατροί στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ, αλλά και ότι η έλλειψη βασικής ιατρικής φροντίδας ήταν πολλές φορές τόσο μεγάλη, ώστε αποτελούσε ένα είδος βασανιστηρίου.
Ιατρικό προσωπικό και άλλοι που εργάστηκαν στη φυλακή είπαν στο «Τάιμ» ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμοι περισταλτικοί μανδύες και χρησιμοποιούσαν λουριά με τα οποία έδεναν τα πόδια, τα χέρια και τον κορμό για να θέσουν υπό έλεγχο τους ανυπάκουους και ψυχικά διαταραγμένους κρατούμενους. Είπαν ακόμη ότι γίνονταν ακρωτηριασμοί από ανθρώπους που δεν ήταν γιατροί, ότι οι σωλήνες που χρησιμοποιούνταν στη διασωλήνωση ανακυκλώνονταν από πεθαμένους σε ζωντανούς και ότι ένας γιατρός πήρε εντολή να συγκαλύψει μια ανθρωποκτονία.
Παρόλο που στη φυλακή συνωστίζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι και 7.000 κρατούμενοι δεν υπήρχε κανείς αμερικάνος γιατρός το μεγαλύτερο μέρος του 2003. Υπήρχαν μόνο λίγοι ιρακινοί γιατροί, που αντιμετώπιζαν ελαφρές ασθένειες, όχι όμως σοβαρά τραύματα. Σε μια έκθεση που βρίσκεται στα χέρια της Αμερικάνικης Ενωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες, αναφέρεται ότι ένας στρατιωτικός γιατρός που υπηρέτησε στη φυλακή Αμπού Γκράιμπ δήλωσε ότι εξέταζε 800 – 900 κρατούμενους την ημέρα. Αν υποτεθεί ότι δούλευε 12 ώρες την ημέρα, σημαίνει ότι αφιέρωνε σε κάθε εξέταση λιγότερο από ένα λεπτό.
Η έλλειψη ιατρικού προσωπικού και φαρμακευτικού υλικού γινόταν πολύ πιο αισθητή όταν η φυλακή δεχόταν επιθέσεις. Ο λοχαγός της Εθνοφρουράς Κέλι Πάρσον, που υπηρέτησε ως βοηθός γιατρού στο Αμπού Γκράιμπ στα τέλη του 2003 και το 2004 και έχει την εμπειρία τριών επιθέσεων, είπε στο «Τάιμ»: «Οταν κάποιος πέθαινε αμέσως βγάζαμε από το στήθος του το σωλήνα και τον βάζαμε σε άλλο. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, γιατί δεν είχαμε αρκετούς. Υπήρχε έλλειψη καθετήρων, αναπνευστικών σωλήνων και ορθοπεδικών υλικών. Τα υλικά έπρεπε να ξαναχρησιμοποιούνται με ελάχιστη ή καθόλου αποστείρωση. Οι ταινίες που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του σακχάρου στο αίμα δεν επαρκούσαν, με αποτέλεσμα να χορηγούμε στα τυφλά τις δόσεις ινσουλίνης στους διαβητικούς. Ειδικευόμενοι γιατροί και άνθρωποι που δεν ήσαν γιατροί έκαναν ακρωτηριασμούς και άλλες επεμβάσεις, που γίνονται από χειρούργους. Εγώ έκοψα ένα πόδι από τον αστράγαλο και ένα από το γόνατο».
Σύμφωνα με ένα αξιωματικό, που επισκέφτηκε πρόσφατα τη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ και είναι ψυχολόγος, γύρω στο 5% των κρατούμενων υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες. Για μεγάλες περιόδους δεν υπήρχε κανείς γιατρός για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ψυχικής υγείας των κρατουμένων, για να συνταγογραφήσει αντιψυχωτικά φάρμακα και άλλη φαρμακευτική αγωγή ώστε να μπορέσουν να ηρεμήσουν οι ψυχικά ασθενείς κρατούμενοι και να περιοριστεί η χρήση φυσικής καταστολής από τους φρουρούς. Τις περισσότερες φορές οι μόνοι ψυχίατροι ή ψυχολόγοι που υπήρχαν στη φυλακή είναι αυτοί που παρακολουθούσαν τις ανακρίσεις καί έδιναν συμβουλές για να γίνουν πιο αποτελεσματικές οι χρησιμοποιούμενες μέθοδες.
Την ίδια στιγμή βέβαια που οι ιρακινοί κρατούμενοι αντιμετωπίζονται χειρότερα από ζώα, στους αμερικάνους στρατιώτες στο Ιράκ προσφέρεται ιατρική περίθαλψη πολύ υψηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα να σημειώνεται το χαμηλότερο ποσοστό θανάτων από κάθε προηγούμενο πόλεμο στην ιστορία.