«Εγώ είπα ότι θα πάω με το νόμο για την αξιολόγηση στην τσάντα μου στο Μπέργκεν και θα το κάνω» δήλωσε με το γνωστό αυταρχικό της ύφος η κ. Γιαννάκου στην εκπομπή «Προσκήνιο» της ΝΕΤ.
Από πού αντλεί τούτη τη βεβαιότητά της η υπουργός Παιδείας;
Πρώτον και σπουδαιότερον από το γεγονός ότι οι αντιδράσεις ενάντια στην αξιολόγηση («πιστοποίηση της ποιότητας» λέγεται κομψά και στην έκφραση αυτή επιμένει με έμφαση η κ. υπουργός, προσπαθώντας να απενοχοποιήσει τις προθέσεις του υπουργείου και ταυτόχρονα να τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια των πανεπιστημιακών, που είτε συνειδητά είτε «αφελώς» υποστηρίζουν την αξιολόγηση με «ακαδημαϊκά κριτήρια») είναι μέχρι τούδε πολύ χλιαρές.
Οι πανεπιστημιακοί, στην πλειοψηφία τους, κρατούν τη γνωστή στάση που περιγράψαμε παραπάνω και μπορεί μεν το συνδικαλιστικό τους όργανο να αποχώρησε απ’ το «διάλογο» -αφού πρώτα τον νομιμοποίησε ως διαδικασία με την παρουσία του-, πλην όμως οι πρυτάνεις (έστω κάποιοι από αυτούς) παραμένουν.
Το φοιτητικό κίνημα περιορίζεται σε οργανωμένες μειοψηφίες (ΠΣΚ, ΕΑΑΚ) και σε κάποιες άνευρες διαδηλώσεις αραιά και που, κάθε φορά που διεξάγεται στο ΕΣΥΠ η σχετική συζήτηση.
Δεύτερον, από το γεγονός ότι τουλάχιστον το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τάσσεται αναφανδόν υπέρ της αξιολόγησης των Πανεπιστημίων και είναι αυτό που πρωτοέβαλε την υπογραφή του (ως κυβέρνηση τότε) κάτω απ’ τη γνωστή Διακήρυξη της Μπολόνιας και τα κοινά ανακοινωθέντα στη συνέχεια των υπουργών Παιδείας της ΕΕ στην Πράγα και το Βερολίνο και ανέλαβε τις σχετικές δεσμεύσεις, ώστε να πάρει σάρκα και οστά ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Αλλωστε είναι γνωστές και οι χυδαίες απόψεις του Γ. Παπανδρέου για την Παιδεία, εμπνευσμένες απ’ το αμερικάνικο μοντέλο, όπου τα πάντα υποτάσσονται στις βουλιμικές τάσεις της καπιταλιστικής αγοράς να ρυθμίζει τα πάντα με γνώμονα το συμφέρον και τις ανάγκες της. Τη στάση αυτή του Γιωργάκη επαίνεσε δεόντως η Μ. Γιαννάκου, που αναγνωρίζει σ’ αυτόν έναν πιστό σύμμαχο.
Οσο για τη στάση του ΣΥΝ, το υπουργείο Παιδείας δεν ανησυχεί. Η Κουμουνδούρου ερωτοτροπεί μεν με το κίνημα, πλην όμως φροντίζει πάντα να δίνει τα διαπιστευτήριά της στους θεσμούς και το σύστημα (και κυρίως εκεί).
Και βεβαίως ο Περισσός δεν αποτελεί για τις επιλογές της κυβέρνησης το αντίπαλο δέος. Οχι μόνο γιατί δε διαθέτει πλατιά επιρροή στο κίνημα, αλλά και γιατί δεν εκφράζει έναν συνεπή διαχρονικό αντισυστημικό λόγο (σε πάμπολλες επιλογές και πρακτικές του συστήματος) και γιατί στους διεκδικητικούς αγώνες -όποτε αυτοί πια γίνονται- προωθεί μια μεσοβέζικη ταχτική μη ρήξης, ενώ την κρίσιμη πάντα στιγμή «στρίβειν δια του αρραβώνος».
Χαρακτηριστική είναι η στάση του και στο ζήτημα της αξιολόγησης. Οταν πρωτάρχισε ν’ απασχολεί τις γενικές συνελεύσεις των εκπαιδευτικών η «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών», εδώ και κάμποσα χρόνια επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, η συνδικαλιστική παράταξη του Περισσού προσπαθούσε να διαχωρίσει την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου από τις επιπτώσεις της πάνω στον ίδιο τον εκπαιδευτικό, ενώ στις σχετικές ψηφοφορίες ψήφιζε «λευκό».
Είναι γνωστή δε και η στάση τους απέναντι στην αξιολόγηση των μαθητών. Ο Περισσός μπορεί να είναι εναντίον των νόμων 2525, 2640 (γνωστοί και ως νόμοι Αρσένη), πλην όμως συντάσσεται με την αξιολόγηση γενικά των μαθητών, αφού μάλιστα δε διαφωνεί ούτε με τη «βαθμολογία» τους, ούτε με την θεσμοθέτηση τρόπου επιλογής για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου τη σφραγίδα του βάζει ο «κλειστός αριθμός» εισακτέων (συνεπώς και τα μεγάλα λόγια για «Μόρφωση για όλους» είναι στην ουσία χωρίς αντίκρισμα).
Ενδεικτική είναι εδώ και η στάση του βουλευτή του Περισσού Χουρμουζιάδη κατά την ψήφιση στη βουλή του νόμου για το νέο ΔΙΚΑΤΣΑ (τωρινή ονομασία ΔΟΑΤΑΠ). Ο Χουρμουζιάδης όχι μόνο δεν επικέντρωσε στο βαρύ πυροβολικό του νομοσχέδιου, που αφορούσε στην ισοτιμία τίτλων που αποκτώνται από τριετείς σπουδές με τις δικές μας τετραετείς πανεπιστημιακές σπουδές και στην έμμεση αναγνώριση των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών (ψέλλισε ίσα-ίσα μια πρόταση για τη Μπολόνια), αλλά ψήφισε και το άρθρο 2, του οποίου η τελευταία παράγραφος ορίζει ότι σκοπός του ΔΟΑΤΑΠ είναι να «συνεργάζεται με όργανα που έχουν ως σκοπό την αξιολόγηση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης για θέματα κοινού ενδιαφέροντος».
Και εδώ δεν δικαιολογείται καμιά αβλεψία ή προχειρότητα ή ανεπαρκής προετοιμασία. Η απόφαση του Περισσού (και βέβαια όχι μόνο του Χουρμουζιάδη) να ψηφίσει το άρθρο 2, που αναφέρεται στους σκοπούς του ΔΟΑΤΑΠ, αποδεχόμενος την ύπαρξη τέτοιου οργάνου, εμάς μας μοιάζει να συμπορεύεται με τη σταθερή τακτική αυτού του κόμματος -που καθορίζει συνολικά και τη φυσιογνωμία του- να αλιεύει γενικά ψήφους απ’ το μεγάλο καζάνι των ψηφοφόρων, μέσα στους οποίους είναι βέβαια και αυτοί που σπουδάζουν στο εξωτερικό.
Τρίτο και τελευταίο από το γεγονός ότι ο «διάλογος» συνεχίζεται κανονικά με την παρουσία και «κοινωνικών εταίρων» (πχ ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ), αφού το κίνημα απέτυχε να τον αποτρέψει. Οι δε συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των εκπαιδευτικών και των πανεπιστημιακών, και ο ΣΥΝ αφού τον νομιμοποίησαν αρχικά με την παρουσία τους, στη συνέχεια αποχώρησαν επικαλούμενοι διαδικαστικούς λόγους.
Οπως δήλωσε μάλιστα η Μ. Γιαννάκου, το ΕΣΥΠ ομοφώνησε στην αξιολόγηση των Πανεπιστημίων, που προέχει αυτή της στιγμή λόγω της συνόδου του Μπέργκεν.
Και έτσι δεν θα πέσουν καθόλου έξω και οι αρχικές προβλέψεις της υπουργού, που βιάστηκε -πριν ακόμη ξεκινήσει ο «διάλογος»- να ενημερώσει την ΕΕ ότι το θέμα έχει τακτοποιηθεί και ότι είναι μάλιστα προϊόν του προβεβλημένου «κοινωνικού διαλόγου».
Γιατί, λοιπόν, να μην κοιμάται ήσυχη (εμείς ελπίζουμε μόνο προς το παρόν) η κ. υπουργός;
Γιούλα Γκεσούλη